Η εικόνα, γνώριμη- σχεδόν κάθε Σάββατο γίνεται το ίδιο: από την είσοδο, στον αριθμό 253, εκτείνεται μια τεράστια ουρά παράλληλα της Συγγρού η οποία φτάνει μέχρι το ασφάλτινο άπειρο.
Όλοι θέλουν να μπουν μέσα, σπρώχνονται, τσαλαπατιούνται, κάποιος επικαλείται καλές σχέσεις με τον Ανδρέα (ένας ήταν ο Ανδρέας…), άλλος με τον θρυλικό DJ του μαγαζιού (τον Πέτρο Μπρατάκο), ένας τρίτος με τον ίδιο τον Θεό («Είμαι παιδί του», θα πει, υπό την χριστιανική έννοια πως όλοι είμαστε παιδιά του)- ο καθένας ό,τι μπορεί.
Στο τέλος, σε μια επανάληψη των Χριστουγέννων του 1985, οι αδημονούντες θαμώνες κάνουν το «ντου» και γκρεμίζουν την πόρτα, αναγκάζοντας την αστυνομία να παρέμβει για ν’ αποφευχθούν τα χειρότερα.
Μπορεί στο σήμερα της καλπάζουσας τεχνολογίας- που θα προτιμήσουμε να μιλήσουμε στο Facebook με τον άλλον 73 ώρες σερί ή μέχρι να λιώσει ο ήλιος, αντί να βγούμε μαζί του έξω- η παραπάνω εικόνα να μοιάζει με κακογραμμένο σενάριο μιούζικαλ ταινίας, όμως πίσω στα λατρεμένα καλτ 80s, ήταν πέρα για πέρα αλήθεια.
Βλέπετε, μιλάμε για την Μπαρμπαρέλα.
Αν ήσασταν ένας από αυτούς που κάποτε έσπρωχναν την πόρτα μέχρι να υποχωρήσει και να μπείτε μέσα, τότε ξέρετε. Ξέρετε: στο κέντρο η (φωτιζόμενη, παρακαλώ…) πίστα μεγέθους 100+ μέτρων που παρέπεμπε ευθέως σ’ αυτήν που μάγευε ο Τζον Τραβόλτα στο φιλμ «Πυρετός το Σαββατόβραδο».
Τα φωτορυθμικά, οι φωτοσωλήνες με νέον ν’ απλώνονται απ’ άκρη σ’ άκρη- υπενθυμίζοντας πως ζούμε στα, καλοδεχούμενα κιτς, 80s- ένας τεράστιος καθρέφτης, προκειμένου οι Έλληνες Νουρέγιεφ πάσης φύσεως να επιδεικνύουν τις εξόχως έξοχες χορευτικές τους φιγούρες, και η επιβλητική ντισκομπάλα έβαζαν άμεσα στο κλίμα ακόμα και τον πλέον «αδαή»: απόψε, φίλε, θα… ξεβιδωθείς.
Με το που έδειχναν οι δείκτες του ρολογιού ακριβώς μεσάνυχτα, ξεκινούσε το καθιερωμένο 20λεπτο τελετουργικό: δύο- τρία κανονάκια απλωμένα στο χώρο πετούσαν καραμέλες προς πάσα κατεύθυνση για να γλυκαθεί ο κόσμος, έπειτα έβγαιναν οι καπνοί περιμετρικά της πίστας, τα λέιζερ ξεκινούσαν τον δικό τους εκστατικό παραλήρημα και, ως επιστέγασμα της όλης προσπάθειας, έρχονταν και οι μπουρμπουλήθρες. Έπειτα, ο DJ έπαιρνε το μικρόφωνο, καλούσε τον κόσμο ν’ ανέβει πάνω και…
Και μετά, αυτό που γινόταν απλά δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια- ακόμα κι αν το έχεις ζήσει ξανά και ξανά και ξανά. Οι περιβόητοι διαγωνισμοί χορού θύμιζαν αυτούς των αλόγων που τα σκοτώνουν όταν γεράσουν, με τους «παίκτες» να προσπαθούν να εντυπωσιάσουν την κριτική επιτροπή που αποτελείτο από ονόματα- θρύλους της βιντεοκασέτας όπως ο Στάθης Ψάλτης, ο Σταμάτης Γαρδέλης, ο Πάνος Μιχαλόπουλος και άλλοι.
Την παράσταση έκλεβε συνήθως ο «Μουγγός», ένας κωφάλαλος, ικανότατος χορευτής που συγχρονιζόταν με τα φωτορυθμικά και έδινε, πραγματικά, ρέστα. Εξίσου «διαβόητος» ήταν και ο Στηβ Σβούρας, ο οποίος- όπως μαρτυρά και τ’ όνομά του- περιστρεφόταν γύρω από τον εαυτό του μέχρι να πάρει πρωτάθλημα η Προοδευτική, ενώ κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει τον Έλληνα Μάικλ Τζάκσον, τον Μαρίνο, που μιμείτο τέλεια το Moonwalk του Βασιλιά της Ποπ.
Όταν ζεσταινόταν για τα καλά το πράγμα, αναλάμβαναν ν’ απογειώσουν την βραδιά οι «καρεκλάδες»: οι τύποι με την υπέροχη χαίτη- λασπωτήρας, τα ψαράδικα παντελόνια με τη ζώνη που πρέπει να ήταν σε φάρδος ένα κλικ μικρότερη από τη γέφυρα Ρίου- Αντιρρίου, και τον- σσσς, ακούστε: η Μόδα αφήνει τον επιθανάτιο ρόγχο της- εξωπραγματικά κακόγουστο συνδυασμό λευκής κάλτσας με μαύρο παπούτσι.
Σπαγγάτο, ελικόπτερο, αυτοσχεδιασμοί, περίτεχνες στροφές και κάτι-που-θύμιζε-αμυδρά-χορό είχαν την τιμητική τους στο πρόγραμμα των «καρεκλάδων», οι οποίοι συνήθως απαιτούσαν ν’ «ανοίξει» ο κόσμος προκειμένου να έχουν περισσότερο ζωτικό χώρο για να μαγέψουν.
Τίποτα, ωστόσο, δεν μπορούσε να συγκριθεί με αυτό που συνέβαινε όταν πήγαινε δύο η ώρα. Το ξεφάντωμα έκανε ένα απαραίτητο διάλειμμα, καθώς ο DJ έβαζε τα ερωτικά μπλουζ ούτως ώστε να έρθουν οι θαμώνες λίγο πιο κοντά.
Για το επόμενο μισάωρο οι άντρες με το παντελόνι- καμπάνα πλησίαζαν τις κοπέλες που φορούσαν βάτες μέσα από τα σατέν τους σακάκια και κοιτώντας τες ευθεία στο μαλλί περμανάντ (ήταν αδύνατο να μη μαγευτείς από αυτό το υπερθέαμα), πετούσαν τις καλοδουλεμένες τους ατάκες προκειμένου να τις «ρίξουν» και να τους χαρίσουν αυτόν τον χορό (Σύνηθες το «Κοπελιά, μην βγάλεις τη βάτα- θέλω να σε βατέψω»).
Η πίστα πλημμύριζε με περισσότερα από 100 ζευγάρια που- για να το θέσουμε κομψοεπώς- «τρίβονταν» σε βαθμό που έκαναν το “Bαθύ Λαρύγγι” να μοιάζει με επιστημονική ταινία για τους αδένες του λαιμού, πριν γυρίσει εκ νέου ο διακόπτης και γίνει το έλα (α, ήρθες…) να δεις.
Το ξέφρενο πάρτι- που όμοιό του δεν υπήρχε και, μάλλον, ούτε και θα υπάρξει- ολοκληρωνόταν τις πρώτες πρωινές ώρες, με τους ανθρώπους να βγαίνουν εξαντλημένοι, θαρρείς, από το τον αριθμό 253 της Συγγρού για να συναντήσουν τον νωχελικό ήλιο.
Ήταν τα 80s.
Ήταν η Μπαρμπαρέλα- το μελαγχολικό, πια, χρονοντούλαπο της νιότης των σημερινών 45άρηδων.
Ήταν οι καπνοί, οι σωλήνες νέον, το “Beat it” του Μάικλ Τζάκσον και το “Into the Groove” της Μαντόνα, ο Τραβόλτα, τα μυτερά παπούτσια, ο ετήσιος χορός των μαθητών της τρίτης λυκείου για να μαζέψουν λεφτά για την πενταήμερη, οι μπουρμπουλήθρες, η διάσημη κριτική επιτροπή.
Ήταν, θα πουν πολλοί, «τα καλύτερά μας χρόνια».
Και, ξέρετε κάτι;
Πράγματι ήταν.
ΠΗΓΗ: menhouse.gr
#pgnews