Σαν σήμερα, ακριβώς πριν από εξήντα χρόνια, οι αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, μετά τις μάχες στο Βίτσι και τον Γράμμο, περνούσαν στο αλβανικό έδαφος.
Ο εμφύλιος πόλεμος τελείωνε, και μαζί έκλεινε η πιο κρίσιμη δεκαετία της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.
Από το 1946 έως το 1949 η ελληνική κοινωνία βρέθηκε σε έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο, το μέγεθος του οποίου μπορεί να γίνει αντιληπτό μέσα από τις τραγικές επιπτώσεις του: περίπου 40.000 στρατιώτες και αντάρτες έχασαν τη ζωή τους, περισσότεροι από 70.000 παιδιά και πρώην αντάρτες μετατράπηκαν σε πολιτικούς πρόσφυγες στις σοσιαλιστικές χώρες της Α. Ευρώπης, 700.000 αγρότες υποχρεώθηκαν από τον Στρατό να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, δεκάδες χιλιάδες αριστεροί εξορίστηκαν ή φυλακίστηκαν και 3.500 πολιτικοί κρατούμενοι εκτελέστηκαν έπειτα από αποφάσεις εκτάκτων στρατοδικείων.
Και ταυτόχρονα, καταστροφές χωριών, λεηλασίες, βιασμοί, βίαιη στρατολογία ανταρτών, ίδρυση στρατοπέδων μαζικού εγκλεισμού όπως της Μακρονήσου.
Η ελληνική κοινωνία και τα αμέσως προηγούμενα χρόνια, στη διάρκεια της Κατοχής, είχε βιώσει τα δεινά του πολέμου (πείνα, εμφύλιες συγκρούσεις, γερμανικά αντίποινα), αλλά την οδύνη είχε επικαλύψει η χαρά της απελευθέρωσης της χώρας.
Όταν τελείωσε ο εμφύλιος πόλεμος, τον Αύγουστο του 1949, ο πληθυσμός δεν βγήκε στους δρόμους να πανηγυρίσει ή να γιορτάσει όπως τον Οκτώβριο του 1944. Ούτε τα επόμενα χρόνια.
Ο εμφύλιος πόλεμος έγινε μια μαύρη τρύπα στη μνήμη της ελληνικής κοινωνίας, ένα συλλογικό τραύμα που δεν μπόρεσε να μετατραπεί σε ιστορική μνήμη.
Λίγα χρόνια μετά τη λήξη του, ο Εμφύλιος είχε εκλείψει από τον λόγο των δύο πρωταγωνιστών του. Το ενδιαφέρον είναι ότι για τον Εμφύλιο σιωπούσαν όχι μόνο οι ηττημένοι αλλά και, κάτι το οποίο δεν είναι διόλου αυτονόητο, οι νικητές.
Ενώ θα περίμενε κανείς ότι οι νικηφόρες μάχες θα μετασχηματίζονταν σε μνημονικούς τόπους και θα συγκροτούσαν την επίσημη μνήμη του Εμφυλίου κάτι τέτοιο δεν συνέβη, τουλάχιστον στον βαθμό που έγινε σε άλλες χώρες που γνώρισαν ανάλογα αιματηρούς εμφυλίους πολέμους.
Ανεγέρθηκαν ηρώα στις πλατείες των χωριών και των επαρχιακών πόλεων, αλλά δεν υπήρξε μνημείο μεγαλεπήβολο, αντίστοιχο με αυτό της «Κοιλάδας των Πεσόντων» της μετεμφυλιακής Ισπανίας.
Οι επετειακές τελετές για τη νίκη στον Γράμμο και το Βίτσι γρήγορα υποβαθμίστηκαν και η 29η Αυγούστου δεν έγινε εθνική εορτή, παρά μόνο στα χρόνια της απριλιανής δικτατορίας.
Το ίδιο σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, αλλά για άλλους λόγους, ισχύει για τους ηττημένους.
Μετά τη συντριπτική στρατιωτική ήττα και με το πλέγμα των απαγορεύσεων και περιορισμών που θεσμοθετήθηκε, η Αριστερά δεν μπορούσε να μιλήσει για τον Εμφύλιο.
Η λογοκρισία και η αυτολογοκρισία επέβαλαν στην Αριστερά τη σιωπή για τον Εμφύλιο.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό.
Η μετεμφυλιακή Αριστερά υιοθέτησε το σύνθημα της «λήθης» του Εμφυλίου, ως αναγκαία προϋπόθεση για την κατάργηση των πολιτικών διακρίσεων και διώξεων, αλλά και τη θεμελίωση της δημοκρατίας.
Στην ίδια κατεύθυνση της «λήθης» των γεγονότων της δεκαετίας του 1940, παρά τις όποιες αντιφάσεις ή περιοδικές εξάρσεις, κινήθηκε και ο επίσημος λόγος της Δεξιάς την περίοδο 1950-1967.
Ο έλεγχος της πολιτικής εξουσίας επέτρεψε στη Δεξιά να μετατρέψει τον αντικομμουνισμό σε κρατική ιδεολογία (π.χ. η επίσημη καθιέρωση του όρου «συμμοριτοπόλεμος» για τον Εμφύλιο).
Ωστόσο, ο αντικομμουνισμός δεν αναφερόταν τόσο στο παρελθόν και τη βία του Δημοκρατικού Στρατού, αλλά στην πολιτική απειλή που συνιστούσε ο κομμουνισμός μεταπολεμικά για την Ελλάδα στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, ενώ οι αναφορές στη δεκαετία του 1940 σχετίζονταν με τα Δεκεμβριανά παρά με την περίοδο 1946-1949.
Η επίσημη σιωπή για τον Εμφύλιο οφείλεται στο ότι είναι ένα βαθύτατα διαιρετικό γεγονός.
Η επίκληση του Εμφυλίου ανακαλούσε τραυματικές μνήμες, δημιουργούσε αποκλεισμούς, υπονόμευε την ενότητα του «έθνους» (ή του «λαού»), τα οποία τα κόμματα τόσο της Δεξιάς όσο και της Αριστεράς ήθελαν να αποφύγουν.
*Το ανωτέρω άρθρο του καθηγητή Ιστορίας Πολυμέρη Βόγλη αναφορικά με τον ελληνικό Εμφύλιο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» στις 29 Αυγούστου 2009.