Φεβρουάριος του 1958. Μια νεαρή γυναίκα δέχεται βαριά χτυπήματα με πέτρα στο κεφάλι και πέφτει νεκρή στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης. Η τοπική κοινωνία σοκάρεται, ωστόσο, η υπόθεση δολοφονίας ξεχνιέται γρήγορα. Κανείς, όμως, δεν περιμένει αυτό που θα συμβεί έναν χρόνο μετά στην ίδια περιοχή και συγκεκριμένα στις 18 Φεβρουαρίου του 1959: Ο 35χρονος Αθανάσιος Παναγιώτου συναντιέται κρυφά με τη σύντροφό του, Ελεονώρα, στο δάσος του Σέιχ Σου.
Ξαφνικά ένας άντρας εμφανίζεται από εκεί που δεν τον περιμένουν και χτυπά με μια μυτερή πέτρα το ζευγάρι. Ο Αθανάσιος μένει αναίσθητος στο χώμα και ο δράστης βιάζει τη σύντροφό του. Και οι δύο, παρά τα σοβαρά χτυπήματα, γλυτώνουν από τον θάνατο.
Τα τραύματα, όμως, είναι τόσο βαριά που παραμένουν στο νοσοκομείο για περισσότερο από ένα μήνα. «Την κακοποίησε σαν κτήνος» σημείωσε ο ιατροδικαστής στην έκθεση που συνέταξε μετά το περιστατικό. Κανείς από τους δυο τους δεν θυμάται τίποτα μετά την εξαγωγή τους από το νοσοκομείο, παρά τις πιέσεις των δημοσιογράφων να μιλήσουν για το τι τους συνέβη εκείνο το βράδυ στο Σέιχ Σου. Όλα είχαν σβηστεί από τη μνήμη τους.
Ένα μήνα μετά, ο δράστης χτυπά στο ίδιο σημείο. Αυτή τη φορά τα θύματά του όμως, δεν καταφέρνουν να ξεφύγουν και χάνουν τη ζωή τους. Πρόκειται για τον ίλαρχο, Κώστα Ραΐση και τη σύντροφό του, Ευδοξία Παληογιάννη, η οποία πέφτει θύμα βιασμού με απίστευτη μανία από τον δράστη. Το μοτίβο είναι πια συγκεκριμένο. Όλοι καταλαβαίνουν πως πρόκειται για έναν serial killer που δεν διστάζει να σκοτώσει και να βιάσει παρόλο που γνωρίζει πως όλοι τον ψάχνουν. Οι εφημερίδες τον ονομάζουν δράκο. Ο «Δράκος του Σέιχ Σου» κυκλοφορεί ελεύθερος.
3 Απριλίου 1959. Ο δράστης ξαναχτυπά σκοτώνοντας την 25χρονη Μελπομένη κοντά στο δάσος. Το ίδιο βράδυ επιτίθεται σε ακόμη μία γυναίκα που σώζεται επειδή οι φωνές της τρομάζουν τον δράκο και τον αναγκάζουν να τραπεί σε φυγή υπό τον φόβο να μη συλληφθεί και οδηγηθεί στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Παρά τις έρευνες της αστυνομίας ο δράστης παραμένει ελεύθερος. Ο τρόμος των ντόπιων είναι τέτοιος που αποφεύγουν το δάσος όπως ο «διάολος το λιβάνι» φοβούμενοι για τη ζωή τους. Το περιστατικό, όμως, που συμβαίνει στις 8 Δεκεμβρίου 1963, τέσσερα χρόνια μετά την τελευταία επίθεση του Δράκου, σ’ ένα ορφανοτροφείο της πόλης, φέρνει και πάλι το ζήτημα στο προσκήνιο.
Η σύλληψη και εκτέλεση του Αρίστου Παγκρατίδη
Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ των εφημερίδων της επόμενης μέρας, ένας νεαρός άντρας, υπό την επήρεια ρετσίνας και χασίς εισβάλει στο ορφανοτροφείο με μια πέτρα στο χέρι και προσπαθεί και να βιάσει μια ανήλικη τρόφιμο την ώρα που κοιμόταν. Όταν καταλαβαίνει την παρουσία του, το κορίτσι φωνάζει δυνατά, εκείνος τρομάζει, πηδάει τα κάγκελα και εξαφανίζεται. Πριν, όμως, απομακρυνθεί, οι υπάλληλοι βλέπουν τη μορφή του.
Μερικές ώρες αργότερα, ο δράστης της επίθεσης συλλαμβάνεται από την αστυνομία της Θεσσαλονίκης στο σπίτι του. Όλοι πιστεύουν πως έχει βρεθεί ο Δράκος του Σέιχ Σου. Το όνομα του δράστη γίνεται γνωστό αμέσως. Πρόκειται για τον Αρίστο Παγκρατίδη, έναν 20χρονο άντρα, εθισμένο στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά που για να βγάλει τα προς το ζην του αναγκάζεται ακόμη και να εκδίδεται στους δρόμους της πόλης.
Ανακρίνεται για επτά ολόκληρες μέρες. Την τελευταία παραδέχεται πως αυτός ήταν ο Δράκος του Σέιχ Σου. Κάτι, όμως, δείχνει να μην πάει καλά, καθώς σύμφωνα με τις μαρτυρίες των ανθρώπων που είχαν γλυτώσει από τα χέρια του, ο δράστης έμοιαζε να είναι 25 ετών. Ο Παγκρατίδης, όμως, τα χρόνια των επιθέσεων ήταν ένα 17χρονο παιδί.
«Την ομολογία του Παγκρατίδη την πήρε ο Κλωνάρης και κάτι άλλα “μπουμπούκια”, βασανιστές επί χούντας. Πέρασε φρικτά βασανιστήρια ο Αρίστος, που τα μετέφερε σε μένα ο αδερφός του. Σβήνανε τσιγάρα κάτω από τα πόδια του, του έδιναν να φάει σαρδέλες και τον άφηναν χωρίς νερό. Τον είχαν εξαθλιώσει. Ομολόγησε στην Ασφάλεια με τόσα βασανιστήρια αλλά στο Δικαστήριο αρνήθηκε τα πάντα. Τα μετέπειτα βασανιστήρια της χούντας μπροστά σ’ αυτά ήταν χάδι» αποκαλύπτει ο δημοσιογράφος Κώστας Τσαρούχας που έκανε ενδελεχή έρευνα για το θέμα.
Κατά τη διάρκεια της δίκης, ο Αρίστος Παγκρατίδης τα αρνείται όλα και κλαίει όσο προσπαθεί να πείσει για την αθωότητά του. «Όσα λένε για τα εγκλήματα είναι ψέματα. Δεν σκότωσα κανέναν εγώ. Παραδέχομαι ότι πήγα στο ορφανοτροφείο του Μεγάλου Αλεξάνδρου για να βιάσω καμιά κοπέλα, αλλά γι’ αυτό φταίει το κρασί και το χασίς. Αυτήν την πράξη την έκανα και το ομολογώ. Δεν σκότωσα όμως για να πάρω χρήματα.
Από μικρό παιδί βασανίζομαι. Πουλούσα το σώμα μου 10 δραχμές για να φάω. Πουλούσα το αίμα μου στον Ερυθρό σταυρό για να πάρω λίγα χρήματα, για να φάω. Δεν είμαι εγκληματίας. Αν ήθελα να γίνω εγκληματίας θα σκότωνα τον δολοφόνο του πατέρα μου που ζει σήμερα στο χωριό μας. Ομολογώ ότι έσφαλα. Έσφαλα πολύ. Και γι’ αυτό θέλω να με δικάσετε. Μέσα στη φυλακή είδα πολλά και κατάλαβα πολλά. Τώρα άλλαξα και γι’ αυτό θέλω να τιμωρηθώ» δηλώνει στα πρακτικά της δίκης.
Οι δικαστές, όμως, έχουν βγάλει την απόφασή τους. Ο υποτιθέμενος Δράκος του Σέιχ Σου πρέπει να εκτελεστεί. Ο νεαρός φτάνει στο εκτελεστικό απόσπασμα των φυλακών Επταπυργίου Θεσσαλονίκης στις 16 Φεβρουαρίου 1968. Ο ίδιος δείχνει ψύχραιμος. Σπάει, όμως, λίγο πριν τους πυροβολισμούς. «Μανούλα μου γλυκιά, είμαι αθώος» ακούγεται να λέει. Μερικά δευτερόλεπτα μετά, πέφτει νεκρός.
Ένας από τους ανθρώπους που βρίσκονται κοντά στον Αρίστο Παγκρατίδη και την οικογένειά του είναι ο δημοσιογράφος Κώστας Τσαρούχας, ο οποίος είναι πεπεισμένος πως ο δολοφόνος κυκλοφορεί ακόμη ελεύθερος. Ο ίδιος ερευνά την «απαγορευμένη» υπόθεση για χρόνια και παρά τις απειλές να σταματήσει, φτάνει σε μια αποκάλυψη που επιβεβαιώνει τις υποψίες του.
«Ο Ταγματάρχης Κώστας Αντωνίου και τότε Διευθυντής της Σήμανσης Θεσσαλονίκης, λίγο πριν πεθάνει ομολόγησε τα πάντα. Φώναξε την κόρη του και της είπε: “Λίγο πριν βγει η ψυχή μου πρέπει να σου πω μια αλήθεια. Μας δώσανε εντολή και βγάλαμε δράκο έναν αθώο. Ήταν αθώος ο Παγκρατίδης”. Ήρθε και με βρήκε εκείνη και μου το είπε. Ήξερε για την έρευνά μου. Ο πατέρας της είχε κάνει αγώνα 2,5 ετών και είχε όλα τα στοιχεία εκείνα που αθώωναν τον Αρίστο. Δεν έγιναν δεκτά. Μετά μου τηλεφώνησε ένας απόστρατος στρατηγός της Χωροφυλακής, παρακαλώντας με να μην αποκαλύψω την ταυτότητά του» γράφει ο ίδιος στο βιβλίο του που κυκλοφόρησε το 1989 με τίτλο Υπόθεση Παγκρατίδη Ένοχος ή Αθώος.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Κώστα Αντωνίου, οι δράστες των επιθέσεων στο Σέιχ Σου ήταν δύο. Ένας μεγαλοεπιχειρηματίας και ο οδηγός του. Ο δεύτερος ήταν εκείνος που σκότωνε τα θύματα με πέτρα και το αφεντικό του αυτός που ασελγούσε πάνω στα νεκρά τους σώματα. Οι θεωρίες του, όμως, δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ.
Κι ενώ όλοι πιστεύαμε πως η υπόθεση θα μείνει εκεί, η μαρτυρία του αστυνομικού που ισχυρίζεται πως συνέλαβε τον πραγματικό δράκο του Σέιχ σου στην Εύα Νικολαΐδου και την Εφημερίδα των Συντακτών την επαναφέρει και πάλι στο προσκήνιο.
«Το ψυχολογικό μου φορτίο ήταν μεγάλο και σκέφτηκα να μη φύγω από τη ζωή μ’ αυτό το βάρος. Ήμουν υπηρεσία ένα βράδυ. Μας ειδοποιεί το 100 ότι έχουμε δρακικό κρούσμα στην Κλινική Κουκουδέα. Το μυαλό μου πήγε κατευθείαν στον Σερεσλή. Τον ήξερα σαν την παλάμη μου. Μία νοσοκόμα, η Δώρα Κωνσταντινίδου, μου είπε: «Πήγε να με πνίξει, αλλά εγώ τον δάγκωσα στον αντίχειρα και φώναξα βοήθεια» θυμάται.
«Ένας γιατρός έτρεξε στον θάλαμο και ο δράστης πήδηξε από τον φράχτη κι εξαφανίστηκε. Στον φράχτη παρατήρησα ότι υπήρχαν ίνες από το παντελόνι του στο σημείο που πήδηξε, καθώς και ένα αποτσίγαρο Αρωμα άφιλτρο. Διέταξα να προσαγάγουν τον Σερεσλή. Γνωρίζαμε πού εργαζόταν. Ήταν αρτεργάτης. Μόλις έφτασε διαπίστωσα το σημάδι στο χέρι και στο σημείο του παντελονιού. Αμέσως του είπα: “Σε κρατάω στο χέρι. Ομολόγησε”. Στην ανάκριση ήταν και ο Δακουράς, μετέπειτα αστυνομικός διευθυντής Θεσσαλονίκης. Ο Σερεσλής ομολόγησε τις πράξεις του. Τον ρωτήσαμε: “Έχεις να προσθέσεις κάτι άλλο;” και μας απάντησε: “Καθίστε τώρα να σας πω για τα εγκλήματα που φόρτωσαν στον Παγκρατίδη”, υπονοώντας, βέβαια, ότι “εγώ τα ξέρω αυτά γιατί εγώ τα έκανα”. Μείναμε άφωνοι» προσθέτει.
«Ο Δακουράς έτρεξε στον διευθυντή της Ασφάλειας. Εκεί άρχισαν τα μαγειρέματα. Ήρθαν στην εξέταση ο Σπέντζας και ο Ηλίας Πέππας. Πάγωσα. Τους είπα ότι αυτός είναι ο πραγματικός Δράκος. Τον άρπαξαν και τον εξαφάνισαν. Ο Δακουράς μού είπε ότι συνεννοήθηκαν με τους από πάνω να “πνίξουμε” το θέμα, γιατί θα ήταν τόσο μεγάλη η κατακραυγή μετά την εκτέλεση του Παγκρατίδη που δεν θα μας ξέπλενε τίποτα. Ο Σερεσλής καταδικάστηκε σε ισόβια κι έμεινε 17 χρόνια στη φυλακή» κατέληξε.