Έφευγαν από το χωριό τους Τζιτζιφέ Αποκορώνου με τα πόδια και για μέρες ή και 2-3 εβδομάδες περιόδευαν στα χωριά της Κρήτης, πουλώντας το περίφημο καραμπάσι, σημαντικό φάρμακο για εκείνες τις παλιότερες εποχές. Τί ήταν το καραμπάσι; Ήταν ένα υποκίτρινο υγρό, ένα αιθέριο έλαιο, που προερχόταν από την απόσταξη φύλλων δάφνης. Ήταν γνωστό και σαν δαφνέλαιο, αλλά η παράδοση του χωριού Τζιτζιφέ Αποκορώνου, του μοναδικού τόπου σ’ όλη την Ελλάδα, που το παρασκεύαζε, το ήθελε καραμπάσι, ονομασία τουρκικής προέλευσης. Έφευγαν, λοιπόν, με τα πόδια τα παλιότερα χρόνια οι καραμπασάδες του Τζιτζιφέ, παίρνοντας μαζί τους και μια ή το πολύ δύο οκάδες καραμπάσι.
Πήγαιναν από χωριό σε χωριό, στο Νομό Χανίων και στο Νομό Ρεθύμνου, αλλά έφταναν και μέχρι τη Μεσαρά και τα χωριά του Νομού Ηρακλείου, στο στυλ του μικροπωλητή, για να πουλήσουν την πραμάτεια τους. Ένας καραμπασάς εκείνης της εποχής, ο Γιάννης Καλυκάκης, όπως μπορεί να διαβάσει κανείς στο βιβλίο «Το Καραμπάσι. Μια μοναδικότητα της Ελλάδας», που συνέγραψε ο Τζιτζιφιανός γαμπρός Αλέξανδρος Χριστοδουλόπουλος και εξέδωσε το 2003 ο «Σύλλογος των εν Αττική και Απανταχού Τζιτζιφιανών», λέει:
«Παλιά πούλαγα πολύ καραμπάσι σε ανθρώπους, που είχανε χτήματα, μουλάρια, γίδια, και τάπιανε «σφαΐ» (κοιλιακοί πόνοι) και βάζανε στον ντορβά μέσα καρπό και βάζανε από πάνω καραμπάσι και το αναπνέανε τα ζώα και των επέρνα ο πόνος. Όταν καμιά φορά έσπαγε καμιά αίγα τον πόδα τζη και έκανε πληγή τση βάζανε καραμπάσι και έβγανε τη μυρουδιά και έδιωχνε τσι μύγες»
Η φωτογραφία είναι του 1980, από μια εποχή που το καραμπάσι με την πρόοδο της Ιατρικής είχε χάσει πλέον την παλιά του αίγλη. Δείχνει, πάντως, ένα καραμπασά την ώρα της συναλλαγής (πώλησης) του καραμπασιού σε πελάτη
Πολύ καραμπάσι, επίσης, πουλούσε στα Ανώγεια με πελάτισσες τις τότε τρεις μαίες (μαμές-μαμήδες), που υπήρχαν εκεί. Το καραμπάσι, με την μεγάλη αντισηπτική του δύναμη χρησίμευε στην απολύμανση των χεριών των μαιών, με συνέπεια να αποφεύγεται σε μεγάλη έκταση η μάστιγα της παλαιάς εποχής, ο επιλόχειος πυρετός, που θέριζε τις γυναίκες μετά τη γέννα.
Γενικότερα οι μαίες της εποχής ήταν οι καλύτερες πελάτισσες για όλους τους καραμπασάδες του Τζιτζιφέ, τόσον όσον αφορά την απολύμανση των χεριών τους, όσο και την απολύμανση του ομφάλιου λώρου μετά την κοπή. Επίσης μεγάλες ποσότητες πωλούνταν στο Σπήλι, στο Αμάρι και στη Μεσαρά, τόπο μεγάλης παραγωγής δημητριακών, όπου το καραμπάσι είχε χρήση «ιατρική», όσο και απωθητική των εντόμων από την παραγωγή σιτηρών.
Πώς παρασκεύαζαν οι καραμπασάδες του Τζιτζιφέ το καραμπάσι; Γεμίζανε το καζάνι, ( ήταν όπως το ρακοκάζανο), με νερό και δαφνόφυλλα, που συνέλεγαν από τις εν αφθονία δάφνες του χωριού, κι άναβαν τη φωτιά. Με το βρασμό δημιουργούνται υδρατμοί, οι οποίοι περιέχουν αιθέριο έλαιο και διάφορα άλλα άχρηστα συστατικά.
Οι υδρατμοί αυτοί οδηγούνται στον ειδικό σωλήνα (λουλά), που περνά μέσα από μια γούρνα γεμάτη νερό και ψύχονται με συνέπεια να υγροποιούνται… Στην άκρη της σωλήνας ήταν το λαΐνι, όπου έπεφτε το συμπύκνωμα από αιθέριο έλαιο, νερό και διάφορα άλλα άχρηστα υλικά. Λόγω διαφοράς ειδικού βάρους το αιθέριο έλαιο (καραμπάσι) επέπλεε στην κορυφή του λαϊνιού κι έτσι το συνέλεγαν και το συσκεύαζαν αυτούσιο. Σημειώνεται, ότι για να έφτιαχνε κανείς 150 γραμμάρια καραμπάσι, έπρεπε επί 4 ώρες να βράσει 5 μεγάλα δεμάτια δαφνόφυλλα με μια ποσότητα νερού περίπου 70 κιλών.