Ένα τροχαίο, στα 16. Με το αίμα να βράζει και τα όνειρα να καλπάζουν. Κι έπειτα αρκετοί μήνες με πολύ πόνο, λάθος διαγνώσεις, κινδυνολογία, περιπέτειες και τελικά ακρωτηριασμό. Ο Χρήστος Μαρτσάκης έχασε σε μικρή ηλικία το πόδι του, όχι όμως και την επιθυμία για ζωή. Βγήκε από τα νοσοκομεία πιο ώριμος, μαχητής και νικητής. Στοιχεία που τον βοήθησαν να διακριθεί στο μπάσκετ με αμαξίδιο, που τον κέρδισε από την πρώτη στιγμή που το επέλεξε. Και έφτασε, φέτος, να φορέσει τη φανέλα της αγαπημένης του ομάδας, του Παναθηναϊκού, αλλά και να πρωταγωνιστήσει με την Εθνική σε μια θριαμβευτική πορεία προς την κορυφή του Division C στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα.
«Η μάνα μου ποτέ δεν μπήκε στο δωμάτιο κλαίγοντας…»
«Η αναπηρία είναι στο μυαλό σου, έχει να κάνει με το πώς θα στο περάσουν η οικογένεια, οι φίλοι. Εγώ δόξα τω Θεώ από την αρχή το πήρα αλλιώς», λέει ο Χρήστος Μαρτσάκης στο Κουτί της Πανδώρας, εξηγώντας τα όσα συγκλονιστικά έγιναν μετά το ατύχημα, τα οποία, εν πολλοίς, εξηγούν και την κοσμοθεωρία του. «Τράκαρα με μηχανάκι, έπεσα πάνω σε ένα αυτοκίνητο. Έφταιγα, αλλά έγινε λάθος γιατρού, εκεί είναι όλη η ιστορία. Πάντα είχα τους φίλους μου δίπλα και την οικογένεια. Μια φορά η μάνα μου δεν μπήκε μέσα και να κλαίει, ή να δείχνει στεναχωρημένη. Πάντα με χαμόγελο. Έκανα 16 χειρουργεία και η γυναίκα καθόταν απέξω και περίμενε να δει αν θα βγω νεκρός ή ζωντανός. Της έλεγαν ότι έχω λιπώδη εμβολή, που δεν είχα τίποτα, απλά τα έλεγαν για να αρπάζουν. Οι υπόλοιποι, λοιπόν, τα τραβάνε. Εγώ ζορίστηκα, αλλά η μόνη μου έννοια ήταν να φύγω και να ξανακάνω αυτά που έκανα πριν. Να καβαλήσω ξανά μηχανή, τέτοια πράγματα. Της μάνας μου το κομμένο πόδι το πέρασαν μπροστά της. Το είδε. Εγώ ήμουν μέσα και κοιμόμουν. Τα ζόρια είναι να είσαι στο κρεβάτι, να σου αλέθουν το φαγητό, να το πίνεις με καλαμάκι. Γυναίκα ή άνδρας αντίστοιχα δεν πρόκειται να βρεθεί να ζήσει μαζί σου, οπότε με το που φύγουν οι γονείς σου πρέπει να φύγεις και εσύ. Αυτός που είναι στο καρότσι θα συνεχίσει τη ζωή του. Κι αν φτιάξει και λίγο η Ελλάδα, θα την συνεχίσει καλύτερα. Εδώ που είμαστε δεν μπορεί να πιει μόνος του καφέ, να μπει στο μαγαζί, πρέπει να τον βοηθήσει κάποιος. Στην Ελλάδα είμαστε πολύ πίσω στις υποδομές. Όπως και να το κάνουμε όμως, μπορεί να συνεχίσει τη ζωή του. Ο άλλος δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Το να σου κόψουν το πόδι είναι το λιγότερο. Εγώ δεν έχω στερηθεί κάτι. Με το που βγήκα από το νοσοκομείο η μάνα μου με ρώτησε “τι θέλεις”; Μηχανάκι, της απάντησα. Και πήρα το ίδιο που είχα πριν».
Το μπάσκετ ξεκίνησε για τον Χρήστο στη γενέτειρά του, μετά τον τραυματισμό. Και βρήκε σε αυτό το κίνητρο και τα στοιχεία εκείνα που τον έκαναν να το αγαπήσει. «Ξεκίνησα στα Χανιά μπάσκετ με αμαξίδιο. Έκανα πρώτα το γύρο της Κρήτης με ποδήλατο μαζί με τον γέρο μου και έναν ακόμα ποδηλάτη και μετά ξεκίνησα το μπάσκετ. Χρειαζόμουν χρόνο, γιατί από τα φάρμακα και όλα αυτά για καιρό δεν μπορούσα να κάνω πολλά. Είχα οστεομυελίτιδα, ισχυρό μικρόβιο. Πολλή ταλαιπωρία. Ήταν όμως κάτι που μου άρεσε το μπάσκετ. Από την πρώτη στιγμή που το είδα, παρόλο που στην Κρήτη δεν ήταν πολύ καλή η ομάδα. Είναι ένα ομαδικό άθλημα, θέλει μυαλό, δεν είναι κάτι ατομικό που λες κάνω ένα ρεκόρ και τέλος. Πρέπει να συνεργαστείς, να δουλεύει σωστά το μυαλό. Αν δεν δουλεύει σωστά, δεν πας μπροστά στο μπάσκετ. Και είναι και δύσκολο. Το δύσκολο σε ελκύει. Να βάζεις μυαλό, να δουλεύεις, να σε μαρκάρουν, να πρέπει να τους ξεφύγεις και πρέπει να είσαι και γυμνασμένος».
«Τρέλα να παίζεις για την ομάδα που αγαπάς»
Από πέρυσι, ο διεθνής μπασκετμπολίστας έκανε ένα παιδικό του όνειρο πραγματικότητα. Να φορέσει τη φανέλα του Παναθηναϊκού, της ομάδας που αγαπά. Η νεοσύστατη ομάδα μπάσκετ με αμαξίδιο των «πρασίνων» έφτασε στα μπαράζ για την πρώτη κατηγορία (δεν γίνεται να ξεκινήσει αμέσως από εκεί) και τον Οκτώβριο θα διεκδικήσει την άνοδό της: «Πάντα το σκεφτόμουν και είχα πει να φτιάξουμε και μια ομάδα Παναθηναϊκού με αμαξίδιο. Είχα μιλήσει και με κόσμο γι’ αυτό. Μετά είχε ψιλογίνει μπάχαλο ο Ερασιτέχνης, το παρατήσαμε, αλλά πάντα υπήρχε στο μυαλό μου να φτιαχτεί ο Παναθηναϊκός στο μπάσκετ με αμαξίδιο. Άκουσα ότι θα προχωρήσει και στο μεταξύ βρέθηκα και με τον Δημήτρη Πετρούνια (ψυχολόγος Παναθηναϊκού) σε μια συνεδρία της UNESCO στην Τρίπολη που με είχαν καλέσει να μιλήσω και το συζητήσαμε. Προσπαθούσα να τον βάλω στην πρίζα. Μετά ακούω ότι λήφθηκε η απόφαση και θα φτιαχτεί. Έστειλα βιογραφικό, τους ψιλοζάλισα και μετά σκέφτηκα ότι δεν χρειάζεται να το κάνω. Στην Ελλάδα είμαστε λίγοι αυτοί που παίρνουμε μεταγραφές και μας ζητούν άλλες ομάδες, οπότε ήθελα κι εγώ να ψάξουν λίγο για μένα. Το έκαναν, μίλησαν και 2-3 άνθρωποι και με κάλεσαν να συζητήσουμε. Μιλήσαμε, η πρώτη συνάντηση δεν ήταν πολύ επιτυχημένη. Εγώ γενικά δεν μπορώ να φανταστώ τον Παναθηναϊκό τελευταίο. Τώρα, ας πούμε, θεωρώ ότι είναι επιτυχημένη η χρονιά, πάμε τον Οκτώβριο να παίξουμε μπαράζ για άνοδο. Και να μην κάτσει, που πιστεύω ότι θα κάτσει, πάλι επιτυχημένη θα είναι γιατί τους νικήσαμε όλους εκτός από το Ηράκλειο, που ήταν πιο δεμένη ομάδα. Είχα κλείσει λοιπόν να παίξω με το Μαρούσι και μου είπαν “Χρήστο, αν δεν γίνει τώρα δεν θα γίνει ποτέ”. Οπότε λέω “πάμε”. Απλά ήθελα δύο πράγματα. Δεν γίνεται με έναν Μαρτσάκη μόνο. Έφεραν λοιπόν τον Παναγιώτη Κοντογιάννη και δύο παιδιά από τη Βουλγαρία, οπότε φτιάξαμε καλό σύνολο. Εξελίχθηκαν πολύ και οι Βούλγαροι στην πορεία. Αλλά είναι αρρώστια να παίζεις με το τριφύλλι. Άλλη φάση. Εγώ έτσι δεν έχω ξαναπαίξει και μου το λένε κι άλλοι. Με τέτοιο πάθος, για τον Παναθηναϊκό. Το έχω στο μυαλό μου, όπως και να το κάνεις, ο Παναθηναϊκός πρέπει να παίρνει τίτλους. Να πάμε μπροστά, να αρχίσει να γίνεται. Επίσης, ο Παναθηναϊκός έχει βοηθήσει πολύ και στη διάδοση του αθλήματος. Έχει κάνει πράγματα και η ΟΣΕΚΑ, η Ομοσπονδία μας, αλλά έχει ακουστεί πολύ για τον Παναθηναϊκό. Το πρώτο βίντεο με την κερκίδα στην Πάτρα το έχει δει 70.000 κόσμος και πριν τα παιχνίδια τα έβλεπαν δέκα άτομα, τα παιδιά δηλαδή που δεν έπαιζαν. Στο Πανευρωπαϊκό που πήγαμε με την Ελλάδα μπήκε να δει πολύς κόσμος.
Σταδιακά, κυρίως στην επαρχία, οι οπαδοί του Παναθηναϊκού αγκάλιασαν αυτή την ομάδα. «Το μεγάλο μου παράπονο ήταν ότι ερχόταν κόσμος μόνο στην επαρχία. Έρχονταν κι εδώ, αλλά όχι τόσο μαζικά. Ήρθαν στο τελευταίο παιχνίδι, αλλά το ψιλοκαθυστέρησαν. Θα ήθελα φέτος να παίζουμε σε πιο μεγάλο γήπεδο και να έχει 300-400 άτομα σε κάθε ματς. Το ζούσα σαν οπαδός τόσα χρόνια, τώρα το βλέπω σαν παίκτης. Το να έχεις κόσμο στις κερκίδες σου δίνει κίνητρο να… ξηλώσεις το παρκέ, να παίξεις για το καλύτερο κι αν τα καταφέρεις, τα κατάφερες. Αν όχι, να ξέρεις ότι έπαιξες και για τον κόσμο. Μέχρι να το συνηθίσεις, βέβαια, αγχώνεσαι. Εγώ έτρεμα! Στο παιχνίδι στην Κρήτη που είχε έρθει πολύς κόσμος και μας νίκησαν με 20 πόντους, χάσαμε τον μπούσουλα. Είδαμε 250-300 άτομα στην κερκίδα και πάθαμε σοκ. Μου έδινε πάσα ο Κοντογιάννης και έκανα… κεφαλιά. Αλλά είναι άλλη φάση. Είναι τρέλα να παίζεις στην ομάδα που αγαπάς».
«Οπισθοδρομικοί με την αναπηρία στην Ελλάδα»
Η κουβέντα περνά στην Εθνική, η κατάκτηση της κορυφής από την οποία ήταν κάτι το πρωτόγνωρο. Και μοιραία, στην ελληνική νοοτροπία. «Το 2003 έπαιξα για πρώτη φορά στην Εθνική Νέων, είχαμε παίξει σε ένα τουρνουά στο Βέλγιο και τα πήγαμε καλά. Μετά μπήκα στην ανδρών, όπου όμως δεν είχαμε καλές πορείες. Χάναμε πριν καν πάμε στις πόλεις που ήταν να γίνει το ευρωπαϊκό. Φέτος όμως το πράγμα άλλαξε. Έπαιξε ρόλο σε αυτό το ότι ήρθε ένας σωστός άνθρωπος στη θέση του προπονητή, ο Οζντεμίρ Καμουράν, που είναι top. Έφτιαξε για κάθε κατάσταση 3-4 εναλλακτικές, ο καθένας βρήκε το ρόλο του, ξέραμε τι πρέπει να κάνουμε. Και απλά πήγαμε και παίξαμε μπάσκετ. Βοήθησε και η Ομοσπονδία, έκανε προετοιμασίες μέσα στη χρονιά. Μας πήγε για καμπ στο Βόλο π.χ, όπου καθίσαμε και δουλέψαμε 5 μέρες και μετά από έναν μήνα πάλι το ίδιο. Δουλέψαμε, δέσαμε μεταξύ μας οι παίκτες γιατί φυσικά υπάρχει αντιπαλότητα. Οι απ΄ έξω μπορεί να βλέπουν και να λένε “α, κοίτα τα παιδάκια, δύναμη ψυχής”. Ποια παιδάκια; Υπάρχει αντιπαλότητα όπως σε όλον τον αθλητισμό, θα σε βρίσω και θα με βρίσεις. Απλά ο κόσμος δεν το βλέπει γιατί είμαστε γενικά οπισθοδρομικοί με την αναπηρία στην Ελλάδα».
Τι ακριβώς σημαίνει αυτό; «Άκου να δεις, υπάρχουν γονείς που δεν αφήνουν τα ανάπηρα παιδιά τους να έρθουν στον αθλητισμό μην πάθουν τίποτα. Λοιπόν, το χειρότερο το έχουν ήδη πάθει. Επειδή στον αθλητισμό γενικότερα και στο μπάσκετ ειδικότερα μπορεί να φάει μια τούμπα παραπάνω δεν πρόκειται να γίνει κάτι. Τα άλλα θα περάσουν. Αν πας στον δήμο και ζητήσεις μια λίστα με τα ανάπηρα παιδιά, δεν θα σου τη δώσουν, θα σου πουν είναι προσωπικά δεδομένα. Στην Τουρκία με το που μπεις νοσοκομείο και μείνεις ανάπηρος και περαστείς στο σύστημα, τα στοιχεία σου πηγαίνουν στην ομοσπονδία μπάσκετ με αμαξίδιο. Και έρχονται και σε βρίσκουν. Δεν σου λέω ότι θα παίξει απευθείας ο άλλος. Αλλά μια φορά να κάτσει να δει, μια να παίξει λίγο, την τρίτη θα γουστάρει τόσο πολύ που θα κάτσει. Τα χέρια μας, για παράδειγμα, ξεπετσιάζουν όλη την ώρα από το καρότσι. Κάποια στιγμή σκληραίνουν. Ο άλλος λέει “α, θα πάω εκεί θα ξεπετσιαστούν τα χέρια μου”. Κι όμως, όταν παίξεις θα σου αρέσει τόσο που δεν θα θέλεις να φύγεις. Είναι κρίμα γιατί πολλοί γονείς κρατούν τα παιδιά τους στα σπίτια. Μακάρι εγώ προσωπικά να μπορούσα να ξέρω που βρίσκονται και να πηγαίνω στα σπίτια των παιδιών. Αν με πάρεις και μου πεις “Χρήστο έχω έναν άνθρωπο που είναι ανάπηρος” θα πάω στο σπίτι του μέχρι να τον βγάλω! Και στο μπάσκετ να μην έρθει, πρέπει να βγει. Δεν τελείωσε η ζωή, δεν τελείωσε ο κόσμος. Αν στο μυαλό σου δεν αισθάνεσαι ανάπηρος, δεν υπάρχει αναπηρία. Αλλού είναι το δύσκολο, να μείνεις φυτό. Να κοιμάσαι με τα μάτια ανοιχτά γιατί δεν λειτουργεί τίποτα για να κλείσουν».
«Να βγουν τα παιδιά από τα σπίτια τους!»
Ο Χρήστος Μαρτσάκης κάνει τη σύγκριση με το εξωτερικό και υπογραμμίζει την ανάγκη να ασχοληθούν περισσότερα ανάπηρα παιδιά με τον αθλητισμό, αλλά και να βοηθηθεί όλο αυτό από την Πολιτεία. «Εδώ το μυαλό μας είναι τόσο πίσω και δεν ξέρω αν θα φτιάξει και ποτέ. Θα σου μιλήσω πάλι για την Τουρκία, γιατί είναι κοντά και κάποιοι δεν τους γουστάρουν, εγώ προσωπικά δεν έχω τέτοια θέματα. Αν γινόταν λοιπόν εκεί αυτό που κάναμε εμείς τώρα, θα έπαιρνε ο καθένας 30.000 ευρώ και σύνταξη εφ’ όρου ζωής. Μετά υποχρεωτικά ασχολείσαι μόνο με το μπάσκετ. Εγώ πηγαίνω δουλειά και καπάκια προπόνηση κουρασμένος γιατί έχω ξυπνήσει από τις 5.30. Στο εξωτερικό κάποιες χώρες καλώς ή κακώς ασχολούνται με αυτό. Έχει 70 ομάδες και 5 κατηγορίες η Τουρκία. Βέβαια έχουν συχνά εχθροπραξίες και μένουν άνθρωποι ανάπηροι. Δεν χρειάζεται να έρθει ο πόλεμος σε εμάς για να αναπτυχθεί το μπάσκετ. Ο κύριος Καλούδης, ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας προσπαθεί. Λάθη κάνουμε όλοι, αλλά τουλάχιστον δεν πάμε ένα βήμα μπροστά ένα πίσω, πάμε δύο μπροστά και ένα πίσω, οπότε μένει το ένα μπροστά. Χρειαζόμαστε όμως και νέους παίκτες. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν δύο πιτσιρικάδες, ο ένας οκτώ και ο άλλος 13 ετών. Δεν βλέπω άλλους, αλλά δεν γίνεται να μην υπάρχουν άλλα παιδιά ανάπηρα. Έλεγα και στα παιδιά στην Εθνική, αν έχουν συνειδητοποιήσει τι κάναμε. Είναι πολύ μεγάλο! Δεν ξέρω αν θα ανέβουμε από το Division B στο Division A, αλλά και να παραμείνουμε είναι μεγάλη επιτυχία, παίζουν τρομερές ομάδες. Δείξαμε ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε, να κάνουμε πράγματα και πρέπει να βοηθήσει και η Πολιτεία.
Ήρθε ο Υφυπουργός Αθλητισμού και μας υποδέχθηκε. Καλά έκανε ο άνθρωπος, ήρθε από το Βόλο για να το κάνει. Κάποιο κέρδος έχουν όλα προφανώς, δεν ήρθε γιατί μας παρακολουθούσε. Ήρθες, λοιπόν, βοήθα και λίγο τη φάση. Βοήθα να υπάρξει και λίγο ακόμα. Να βρουν οι άνθρωποι από το σπίτι τους. Αυτό είναι το όνειρο του κύριου Παπαλιού που είναι στον Παναθηναϊκό και γι’ αυτό επέλεξε να ασχοληθεί. Γιατί ήθελε να βγάλει τα παιδιά από το σπίτι τους. Μακάρι να γίνει πραγματικότητα. Και στην παραλία να βρω ένα παιδί, θα πάω να του μιλήσω. Και στον δρόμο το ίδιο. Δεν τρέχει και κάτι. Θα με βρίσει; Βρίσε με, αλλά αν το βάλεις στο μυαλό σου θα πεις “πάλι καλά που βρέθηκε ένας άνθρωπος και ξεκολλήσει ο νους μου”. Είμαστε πολύ πίσω, στα βασικά. Ήμουν στη Ρόδο με ένα παιδί με καρότσι και πάμε να ανεβούμε τη ράμπα. Σταματά ένας με τζιπ και του λέει το παιδί “να περάσω”. Και του απαντά “κάτσε μισό λεπτό να μπω στην τράπεζα και έρχομαι”. Επειδή βγαίνουμε εξωτερικό, έχουμε πάει Τσεχία, Πορτογαλία, Λιθουανία κτλπ, παντού είναι προσβάσιμα τα πάντα. Παντού. Στην Τσεχία υπάρχει ένα πάρκο στο Μπρνο, πέντε χιλιομέτρων, που ό,τι έχει για σένα έχει και για τον άλλον στο καρότσι. Δεν υπάρχει διαχωρισμός…».