Τρεις στις δέκα επιχειρήσεις που γεννήθηκαν μέσα στην κρίση «πέθαναν» επίσης μέσα στην κρίση. Το στοιχείο αυτό προκύπτει από την επεξεργασία των δεδομένων της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), στην οποία προέβησαν οι ερευνητές του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) για τις ανάγκες της μελέτης «Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα, 2010-2018».
Μάλιστα, ο βαθμός θνησιμότητας σε κάποιες συγκεκριμένες νομικές μορφές επιχειρήσεων ήταν ακόμη υψηλότερος την περίοδο 2009- 2018, πλησιάζοντας το 40%.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα στοιχεία της μελέτης, το 29,05% του συνόλου των επιχειρήσεων όλων των νομικών μορφών που ιδρύθηκαν το διάστημα από το 2009, όταν δηλαδή η κρίση χτυπούσε την πόρτα της Ελλάδας και η χώρα ήταν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, έως το 2018, χρονιά εξόδου από το μνημόνιο, σταμάτησε να λειτουργεί. Τα υψηλότερα ποσοστά θνησιμότητας παρουσιάζουν οι ομόρρυθμες εταιρείες (39%), οι ετερόρρυθμες (32,64%) και οι ατομικές επιχειρήσεις (29,83%). Το μικρότερο ποσοστό θνησιμότητας από την άλλη καταγράφεται στις ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρείες (8,61%) και στις ανώνυμες εταιρείες (12,76%). Μεγάλο, επίσης, ήταν το ποσοστό των εταιρειών περιορισμένης ευθύνης (ΕΠΕ) που άνοιξαν και έκλεισαν την περίοδο 2009- 2018 (29,62%).
Τα παραπάνω στοιχεία δείχνουν, αν μη τι άλλο, ότι η επιχειρηματικότητα που αναπτύχθηκε στα χρόνια της κρίσης ήταν σε μεγάλο βαθμό επιχειρηματικότητα ανάγκης, μια προσπάθεια των ιδιοκτητών των επιχειρήσεων αυτών να βρουν διέξοδο από την ανεργία. Η απουσία πραγματικού επιχειρηματικού οράματος και πολύ συχνά η έλλειψη των απαιτούμενων κεφαλαίων οδήγησε στον γρήγορο «θάνατο» πολλών εγχειρημάτων αυτού του τύπου. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ο βαθμός θνησιμότητας των ανωνύμων εταιρειών, –εταιρειών που συνήθως οι ιδρυτές και μέτοχοί τους διαβλέπουν πράγματι επιχειρηματική ευκαιρία– είναι πολύ χαμηλότερος.
Τα μεγάλα ποσοστά θνησιμότητας των ΕΠΕ, Ο.Ε., Ε.Ε. και ατομικών επιχειρήσεων συνδέονται επίσης με δύο άλλες εξελίξεις που έλαβαν χώρα στη διάρκεια της κρίσης. Αρκετές ΕΠΕ, Ο.Ε. και Ε.Ε. έκλεισαν μεν, συνέχισαν δε την επιχειρηματική τους δραστηριότητα υπό άλλη νομική μορφή, κατά βάση υπό τη μορφή της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας (ΙΚΕ) που θεσπίστηκε το 2012 με τον νόμο 4072/2012. Η εταιρεία του ενός ευρώ, όπως επικράτησε να λέγεται, καθώς δεν απαιτεί ελάχιστο εταιρικό κεφάλαιο κατά την έναρξή της, είναι πλέον η πιο δημοφιλής νομική μορφή και στην ουσία αποτελεί μία από τις σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις που έγιναν την περίοδο της κρίσης.
Το φαινόμενο της μετατροπής σε ΙΚΕ είναι πιο έντονο στην περίπτωση των ΕΠΕ, με τα στοιχεία να δείχνουν την εμφάνιση αρνητικού ισοζυγίου των ΕΠΕ (δηλαδή περισσότερες διαγραφές επιχειρήσεων από εγγραφές) από το 2013 κι έπειτα.
Στην περίπτωση των ατομικών επιχειρήσεων το φαινόμενο σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό, όπως αναφέρεται και στη μελέτη, με το γεγονός ότι αρκετοί από τους ιδιοκτήτες τους υπό το βάρος των εξαιρετικά υψηλών ασφαλιστικών εισφορών –ειδικά από το 2016 και έπειτα– προχώρησαν σε διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης. Μεγάλο μέρος, βεβαίως, όπως έχει επισημάνει κατά καιρούς και η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ), αυτών που είχαν ατομική επιχείρηση και την κλείνουν, συνεχίζουν στην πραγματικότητα την επαγγελματική τους δραστηριότητα, αλλά αυτή πλέον βρίσκεται στο φάσμα της «μαύρης» εργασίας.
Το εμπόριο δεν είναι πλέον δημοφιλές
Το 2009, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ που περιλαμβάνονται στη μελέτη του ΚΕΠΕ για τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, είχαν ιδρυθεί 20.637 νέες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνταν στον κλάδο του χονδρεμπορίου και του λιανεμπορίου. Το 2017, τελευταίο έτος για το οποίο υπάρχουν πλήρη στοιχεία, ο αριθμός νέων επιχειρήσεων στον κλάδο του εμπορίου ήταν πλέον μόλις 12.141, ο μικρότερος στην περίοδο 2009-2017. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός μείωσης των επιχειρήσεων που εισέρχονταν στον κλάδο του εμπορίου ήταν 6,42%.
Ο κλάδος των επαγγελματικών, επιστημονικών και τεχνικών δραστηριοτήτων είναι ο δεύτερος σε δημιουργία νέων επιχειρήσεων κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Βεβαίως και σε αυτόν τον κλάδο καταγράφεται μέση ετήσια πτώση της τάξης του 6%. Το 2009 οι νέες επιχειρήσεις στον κλάδο αυτό ήταν 12.216, για να υποχωρήσουν το 2017 σε 7.456. Πάντως, το δεκάμηνο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου 2018 ήταν ήδη περισσότερες από το δωδεκάμηνο του 2018 και συγκεκριμένα 7.926.
Η ενίσχυση του τουρισμού κατά τη διάρκεια της κρίσης διατήρησε σχετικά σταθερό τον αριθμό νέων επιχειρήσεων στον κλάδο των υπηρεσιών διαμονής και εστίασης. Το 2009, οι επιχειρήσεις που εισήλθαν στον κλάδο ήταν 9.058, παρουσιάζοντας μάλιστα υψηλότερες επιδόσεις τα έτη 2010 και 2013 (10.281 και 10.230 αντιστοίχως). Το 2017 οι νέες επιχειρήσεις που εισήλθαν στον κλάδο ανέρχονταν σε 8.310.
Η μεταποίηση από την άλλη είναι ένας κλάδος που το 2017 είχε περισσότερες νέες επιχειρήσεις από ό,τι το 2009, στοιχείο αρκετά αισιόδοξο για τη βιωσιμότητα των θέσεων εργασίας. Ειδικότερα, το 2009 είχαν συσταθεί 2.666 νέες επιχειρήσεις του μεταποιητικού κλάδου, ενώ το 2017 ήταν ελαφρώς περισσότερες, 2.764.