Ο τρύγος στην Κρήτη είναι ένα πανηγύρι! Περισσότερο τα χρόνια τα παλιά, βέβαια, μας και τώρα για αρκετούς. Κυρίως για όσους δεν έχουν μεγάλες περιουσίες, με εργάτες και εργατικά, αλλά για όσους έχουν ένα αμπελάκι για να βγάζουν το κρασί και τη ρακή της οικογένειας… Ο τρύγος στην Κρήτη παλιά ήταν μεν δουλειά, αλλά ήταν και αφορμή να σμίξουν συγγενείς, που μονιάζανε για να τρυγήσουν… Ήταν αφορμή να γίνονται ωραίες παρέες κάτω από τον παχύ σκιανό των δέντρων…
Μια πολύ αυθεντική περιγραφή του τρύγου τα χρόνια τα παλιά μας δίνει η κ. Ιφιγένεια Μανουρά:
“Μόλις έμπαινε ο Αύγουστος αρχίζαμε τις προετοιμασίες για τον τρύγο. Οι άντρες αναλάμβαναν να φτιάξουν και να καθαρίσουν τους οψιγιάδες από τα χόρτα ή αργότερα που είχαμε τους κρεμαστούς να σφίξουν τα σύρματα ή να αντικαταστήσουν τα χαλασμένα και επίσης να επισκευάσουν τις ξυλογαϊδάρες. Οι γυναίκες έφτιαχναν τα φτάζυμα παξιμάδια ,γιατί την περίοδο του τρύγου δεν έμενε χρόνος για ζυμώματα. Έραβαν και μπαλώνανε τα σακιά που θα έμπαινε η σταφίδα και έφτιαχναν τις καπελιέρες που θα τις προφύλαζαν από τον ανελέητο ήλιο. Περιμέναμε με μεγάλη χαρά τον δεκαπενταύγουστο γιατί την επόμενη ημέρα ερχότανε οι Ανωγειανοί με τα παιδιά τους – τους φίλους μας- για τον τρύγο. Γέμιζε το χωριό από ανθρώπους, φωνές, γέλια, τραγούδια και έπαιρνε άλλη ζωή. Πρώτα κόβαμε τα σουλτανιά σταφύλια που ήτανε πρώιμα , σε μια περίπου εβδομάδα τα υπόλοιπα και τον Σεπτέμβρη τα κρασοστάφυλα. Σηκωνόμασταν πρωί- πρωί για να κερδίσουμε χρόνο από την αφόρητη ζέστη. Ετοιμάζαμε το κολατσιό και το κυρίως φαγητό και το παίρναμε μαζί μας. Φορτώναμε στα γαϊδούρια ή τα άλογα τις ξυλογαϊδάρες, κάτι σαν κούνιες), ξύλινες ή και σιδερένιες και πάνω βάζαμε τα χρειαζούμενα. Πρώτα τη λάντζα, τα τσιγκάκια, τα πανιά ή το χαρτί για το άπλωμα των σταφυλιών, τις κανίστρες με το νερό, τους σταυρούς, την ποτάσα, το λάδι για το αλουσίδιασμα, τα φαγητά και ξεκινούσαμε με τα πόδια για το αμπέλι.
Η κατανομή των εργασιών: Όλοι βοηθούσαν!
Μόλις φτάναμε μοιραζόμαστε τις εργασίες. Άλλοι θα ήτανε οι κόφτες των σταφυλιών, άλλοι οι μεταφορείς στον οψιγιά, άλλοι οι αλουσιδιαστές και άλλες οι απλώστρες. Συνήθως οι γυναίκες ήτανε οι κόφτρες και οι απλώστρες αφού θεωρούνταν οι πιο εύκολες δουλειές. Και τα παιδιά αναλαμβάναμε τις αγγαρείες. Να πογεμίζομε τα τσιγκάκια, να δίδουμε άδεια τσιγκάκια στις κόφτρες, να φέρνουμε το νερό για να πιει ο κόσμος, να πάμε στο μποστάνι να μαζέψουμε τα λαχανικά για τη σαλάτα, να πλύνουμε τα πιάτα κλπ.
Η αλουσά και ο αλουσιδιαστής…
Κόβαμε τα σταφύλια με τα τσαπράζια τα βάζαμε στα τσιγκάκια και με τον ώμο ή με τα ζώα οι άντρες τα μετέφεραν στον οψιγιά. Ο αλουσιδιαστής είχε φτιάξει την αλουσά μέσα στην λάντζα, με νερό, ποτάσα, λάδι(για να γυαλίζει η σταφίδα) και με το γράδο έβλεπε τους βαθμούς της αλουσάς που έπρεπε να είναι περίπου στους 10-12. Έβαζε μέσα στη λάντζα με την αλουσά το τζιγκάκι με τα σταφύλια και τα ανεβοκατέβαζε να περάσει σε όλα τα σταφύλια, για να γίνει σωστά και ομοιόμορφα η αποξήρανση των σταφυλιών. Άφηνε λίγο να στραγγίξουν τα σταφύλια πάνω στους σταυρούς και στη συνέχεια τα πήγαινε στις απλώστρες. Αυτές με την σειρά τους έβαζαν τα γάντια και άπλωναν τα παλιά χρόνια κατάχαμα, μετά που ανακάλυψαν το χαρτί τα άπλωναν πάνω σε αυτό, αλλά με μεγάλη προσοχή για να μη σκιστεί. Χρόνια μετά που εφευρέθηκαν τα ναύλον το άπλωμα έγινε πολύ εύκολο. Κάποιοι στο χωρίο είχαν και κρεμαστούς οψιγιάδες, στους οποίους κρεμούσαμε τα σταφύλια αλλά ήταν πιο δύσκολο το άπλωμα γιατί έπρεπε να κρεμαστεί ένα- ένα το σταφύλι και επίσης με τέτοιο τρόπο ώστε να μην πέσει.
Η ώρα του κολατσιού…
Στο κολατσιό καθόμασταν να φάμε, να ξεκουραστούμε και να πιούμε λίγο νερό. Το βασικό φαγητό του κολατσιού ήτανε η σαλάτα. Ντομάτα, αγγούρι, ελιές, σαλμό, φέτα και παξιμάδι. Όλα δικής μας παραγωγής εκτός τον σαλμό, γουρουνάκια κονσέρβα που τσακωνόμαστε τα παιδιά, αυγά, σαρδέλες κλπ, ξεχωριστές γεύσεις, απίθανα αρώματα! Καθόμαστε περίπου μισή ώρα και συνεχίζαμε πάλι.
Μετά το μεσημεριανό, ήταν ώρα για ύπνο κάτω από τα δέντρα!
Η επόμενη στάση το μεσημέρι, που μετά το φαί είχαμε και καμιά ώρα για τον μεσημεριανό ύπνο. “Πιάναμε” ο καθένας μας από μια ελιά ή ένα δέντρο ξαπλώναμε από κάτω και κοιμόμαστε με συνοδεία το τραγούδι των αγαπημένων μας τζιτζίκων. Τι γλυκός ύπνος ήταν αυτός! Μετά άρχιζε το μαρτύριο, οι φωνές των μεγάλων να σηκωθούμε. Εμείς τα παιδιά θέλαμε να κοιμηθούμε ακόμα λίγο, τι να κάναμε όμως υπακούγαμε. Όταν πια έπεφτε για τα καλά ο ήλιος σταματούσαμε για την επόμενη και ξεκινούσαμε την επιστροφή για το χωριό με τα πόδια, που να βρεθεί αυτοκίνητο εκείνα τα χρόνια! Γέλια αστεία πειράγματα σε όλο τον δρόμο παρ’ όλη την κούραση της ημέρας…
Το μάζεμα της σταφίδας…
Συνεχιζόταν ο τρύγος για πολλές ημέρες. Αφού απλώναμε τα σταφύλια τα αφήναμε στον οψιγιά για περίπου μια εβδομάδα όπου μια δύο φορές τα ψεκάζαμε με αλουσά αν ο καιρός δεν ήτανε πολύ καλός, για να αποξηρανθούν καλύτερα και γρηγορότερα ή τα γυρίζαμε αν ήταν μεγάλα να τα βλέπει από παντού ο ήλιος. Και μετά αρχίζαμε το μάζεμα της σταφίδας που γινόταν αφού έπεφτε ο ήλιος για να κρυώσει, να μπει στα τσουβάλια και να μην βράσει, να χαλάσει. Αυτός ο χρυσόξανθος θησαυρός με το έσοδα του οποίου σπούδασαν παιδιά, φτιάχτηκαν σπίτια και παντρεύτηκαν τόσοι άνθρωποι, δυστυχώς σιγά- σιγά θα εξαφανιστεί και τα εγγόνια μας θα ακούνε τις ιστορίες του τρυγητού, σαν παραμύθι μακρινό. Στη συνέχεια ερχότανε τα αυτοκίνητα του συνεταιρισμού ή των εμπόρων και την παραλάμβαναν για να την αγοράσουν. Τα παιδιά είχαμε μερτικό από την σταφίδα γιατί όση έμενε κάτω την μαζεύαμε την πουλούσαμε και είχαμε το δικό μας χαρτζιλίκι. Σαν παιδιά βέβαια κάναμε τις μικρο-κλεψιές μας και παίρναμε λίγη σταφίδα και από τα νάιλον αλλά με προσοχή να μην μας ανακαλύψουν οι μεγάλοι, που μάλλον έκαναν τα στραβά μάτια και αυτοί. Δεν ήτανε βέβαια και λίγες οι φορές που έπιανε την σταφίδα ο καιρός που αν ερχόταν καμιά καταιγίδα κατέστρεφε εντελώς την σοδειά και στην καλύτερη περίπτωση να γραθεί η σταφίδα και να πρέπει να ραντιστεί από την αρχή για να μην χαλάσει. Μεγάλη αγωνία μέχρι να μπει στα σακιά.
Μούστος, κεφτέρια και πετιμέζι…
Αφήναμε άκοπα τα καλά σταφύλια για να κάνουμε γλυκό του κουταλιού και μαρμελάδα, ή για να τα πατήσουμε στα πατητήρια να κάνουμε μούστο για τα κιοφτέρια ή να τον βράσουμε και να κάνουμε το πετιμέζι. Από τον οψιγιά μαζεύαμε την καλή σταφίδα δηλαδή την καθαρή και την μεγάλη και την φυλάγαμε για τον χειμώνα.
Η κοπή των κρασοστάφυλων το Σεπτέμβριο…
Τον Σεπτέμβρη κόβαμε τα κρασοστάφυλα αλλά αυτή η εργασία ήτανε εύκολη γιατί ερχότανε ο έμπορας και τα αγόραζε την ίδια ημέρα, χωρίς απλώματα και μαζέματα της σταφίδας. Αφήναμε και σταφύλια για να τα πατήσουμε να κάνουμε το κρασί και από τα στράφυλα να βγάλουμε τη ρακή. Αν η χρονιά δεν ήτανε πολύ καλή και δεν είχε πολλά σταφύλια το αμπέλι έκανε καμπανούς δηλαδή μικρά σταφυλάκια που πάλι μαζεύαμε και κάναμε σταφίδα δεύτερης ποιότητας επειδή ήτανε μικρή, είχε όμως ίδια διατροφική αξία. Μετά τη δουλειά, η ώρα της βεγγέρας… Από τον τρύγο αυτό που θυμάμαι με πολύ αγάπη και νοσταλγία ήτανε οι βεγγέρες. Φτάνοντας στο χωριό πλενόμασταν και τα παιδιά τρέχαμε να συναντηθούμε στου Σελή στη μικρή πλατεία του χωριού για να παίξουμε, να μιλήσουμε, να αστειευτούμε και αυτά όλα στο σκοτάδι γιατί το χωριό μου δεν είχε ηλεκτρικό ρεύμα μέχρι και το 1974. Και οι μεγάλοι επίσης καθόταν στις αυλές και στα σοκάκια, βεγγέριζαν και γινόταν σαν μια μικρή γιορτή πίνοντας τις ρακές τους που συνοδευόταν από τυρί, αγγούρι, ντομάτα, ελιές, καρύδια, αμύγδαλα… Εκείνα τα χρόνια άρχιζε ο Μιλτιάδης του Μιλτιαδαντρέα δειλά – δειλά να παίζει το μαντολινάκι του και να τον συνοδεύει ο Μύρων ο Σκουλάς με τις μαντινάδες του. Αυτή η μουσική πανδαισία, ήτανε για μας ξεχωριστή εμπειρία. Ωραία χρόνια, αξέχαστες βεγγέρες, υπέροχοι άνθρωποι, γλυκιές αναμνήσεις”!
Φωτογραφία: Κωνσταντίνος Γεωργίου Μπελαδάκης, αγιογράφος
Αλουσιδιαστής: Δημήτρης Δαδής, δάσκαλος από τη Μακεδονία!
Πηγή: voltarakia.gr