Είναι γνωστό από την Ιστορία ότι, μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο (Αγγλία, Γαλλία, Τουρκία εναντίον Ρωσίας), το 1856, ο σουλτάνος υπέγραψε ένα φιρμάνι, έναν νόμο δηλαδή, το “Χάτι Χουμαγιούν” (ωραία γραφή). Με αυτόν τον νόμο οι χριστιανοί αποκτούσαν ίσα δικαιώματα με τους μωαμεθανούς και έτσι οι κρυφοί χριστιανοί μπορούσαν άφοβα να εκδηλώνουν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις.
Κι όμως η συμφωνία αυτή ήταν “στάχτη στα μάτια” της ευρωπαϊκής διπλωματίας. Στην αρχή οι ορθόδοξοι χριστιανοί της Κρήτης πανηγύρισαν. Αισθάνθηκαν ικανοποίηση για αυτήν τη “λαμπρή γραφή”, γιατί έλπισαν ότι θα σταματούσαν οι προς αυτούς διώξεις των μωαμεθανών και ελεύθεροι θα τελούσαν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Στη δεκαετία που θα ακολουθήσει (1856-66) οι ορθόδοξοι χριστιανοί της Κρήτης παραλίγο να ασπαστούν τον Καθολικισμό εξαιτίας της τουρκικής αδιαλλαξίας, την οποία εκμεταλλεύτηκαν οι καθολικοί της Κρήτης.
Ο Χουσνή Πασάς τοποθετήθηκε διοικητής της Κρήτης και εγκατέστησε στις Καλύβες του Αποκορώνου ισχυρό στρατιωτικό τμήμα, επειδή εκεί συνέβαιναν διάφορα γεγονότα εις βάρος των Τούρκων. Βέβαια ποτέ οι Τούρκοι δεν έδειχναν κανένα σεβασμό, αλλά επί διοικήσεως του παραπάνω πασά τα πράγματα χειροτέρευσαν πολύ…
Τα βασανιστήρια
Αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στα βασανιστήρια που υπέβαλαν στους ορθόδοξους χριστιανούς: «Τους έθαβαν στη γη, μέχρι τη μέση, με καύσωνα ή παγετό. Άλειφαν το πρόσωπο με μέλι, για να γεμίσει σε λίγο με ενοχλητικές μύγες. Τους έστηναν όλη μέρα με το ένα πόδι και αν κάποιος αποφάσιζε – και ήταν επόμενο να το κάμει – να το κατεβάσει, στρατιώτες τον κεντούσαν με τις ξιφολόγχες. Τους ξύριζαν με βραστό νερό, για να φεύγει μαζί με τις τρίχες και το δέρμα. Στους άνδρες ξερίζωναν τρίχα-τρίχα το μουστάκι, που το είχαν περηφάνια τους οι Κρητικοί εκείνης της εποχής (όπως και τώρα άλλωστε). Άλλους ακρωτηρίαζαν, άλλους μαστίγωναν και άλλους με διάφορους τρόπους εξευτέλιζαν. Και όλα αυτά με σκοπό να “διασκεδάζουν”.
Οι διαμαρτυρίες των ορθόδοξων χριστιανών δεν εισακούονταν. Κάποιος Κοντογιάννης, από τις Καλύβες, που είχε σχέση με έναν καθολικό ιερέα στα Χανιά, ονόματι Σεραφίνο, του ζήτησε βοήθεια και εκείνος αποτάθηκε στον Γάλλο πρόξενο των Χανίων, ο οποίος και κατόρθωσε να απομακρύνει την τουρκική φρουρά από τις Καλύβες.
Οι κάτοικοι ανέπνευσαν, αλλά και δεν έπαψαν να εκφράζουν την ευγνωμοσύνη τους προς τους Γάλλους. Ο Σεραφίνος, πονηρά σκεπτόμενος, θεώρησε ότι, «αν κάποιος δήλωνε πως είναι καθολικός, θα απέφευγε τις τουρκικές θηριωδίες». Θα ήταν υποχρεωμένος βέβαια να υπογράψει ένα έντυπο, είδος γαλλικού διαβατηρίου, τον τύπο του οποίου είχε ήδη συντάξει ο Σεραφίνος στην ιταλική γλώσσα.
«Ενότης της Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας. Εις είναι ο Κύριος, μία η πίστις, εν το βάπτισμα. Ο υποφαινόμενος… φανερώνω ότι την… ημέραν του 1860… εις την επαρχία… εν Κρήτη, ήλθεν εκουσίως και ιδίας του ομολογίας ωμολόγησεν εαυτόν καθολικόν Αποστολικόν Ρωμάνον, αναγνωρίζων ως αρχηγόν της Εκκλησίας τον Πάπαν και εις ένδειξιν της αληθείας επαφίεται το παρόν μαρτυρικόν.
Εν Χανίοις… 1860,
Ο πατήρ Σεραφίνος, ο πατήρ Καπουτσίνος».
Καταλαβαίνει κανείς πόσο εύκολο ήταν με μία υπογραφή να αποφύγει τα τουρκικά βασανιστήρια. Ακόμη στάλθηκε εγκύκλιος στους ορθόδοξους ιερείς, με σκοπό την εξαπάτησή τους, που έλεγε: «Να γνωρίζετε όλοι ότι η πίστις των καθολικών Αποστόλων Ρωμάνων (από τη Ρώμη) είναι η ίδια των Αγίων Πατέρων (Βασιλείου, Χρυσοστόμου, Γρηγορίου, Αθανασίου και όλων των Αγίων Πατέρων). Όθεν, οι ιερείς ορθόδοξοι οίτινες γίνονται καθολικοί δεν πρέπει να αλλάξουν το παραμικρόν πράγμα εις την πίστην των, ούτε τα δόγματα ούτε την υπηρεσίαν των 7 μυστηρίων, ούτε εις άλλας τελετάς της Εκκλησίας. Οι ιερείς οι οποίοι γίνονται καθολικοί μένουν ιερείς, καθώς το πρώτον, και ούτοι γνωρίζονται (αναγνωρίζονται) από την Γαλλίαν ως υπήκοοι Γάλλοι, ομού με την οικογένειάν των, την Εκκλησίαν των και τα σχολεία των, οίτινες διαφεντεύονταν από το ένδοξον Έθνος της Γαλλίας (Τ.Σ.)».
Το κόλπο έπιασε και από όλα τα σημεία της Κρήτης, στα Χανιά, ιερείς ορθόδοξοι και λαϊκοί έσπευδαν να υπογράψουν και να παραλάβουν το έγγραφο της σωτηρίας. Πίστευαν ότι, με το να αναγνωρίσουν τον Πάπα ως αρχηγό, θα ετίθεντο «υπό την προστασίαν» της Γαλλίας. Έτσι, πολλοί ορθόδοξοι ιερείς γίνονται πράκτορες των καθολικών και μνημονεύουν στις εκκλησίες τον Πάπα, ως κεφαλή της Εκκλησίας. Ο Σαλβατόρε όρισε τον πρώην ορθόδοξο ιερέα, πατέρα Ιωάννη, εξομολογητή, με το παρακάτω έγγραφο:
«Ο φίλτατός μας πατέρας Ιωάννης έχει εξουσίαν δι’ εκείνους που είναι γραμμένοι να τους εξαγορεύη και να τους μεταλάβη, όπου θέλει εκείνος. Και για την αλήθειαν καταγράφομεν.
1860, τη 22α/4ου.
Πάτερ Σαλβατόρε».
Φόβοι για τις συνέπειες – Η ανησυχία της Ελλάδας
Η μεταπήδηση των ορθόδοξων στην καθολική θρησκεία γίνεται με γοργούς ρυθμούς. Σε λίγο χρονικό διάστημα οι εγγεγραμμένοι ανέρχονται σε 60.000. Το γεγονός αυτό αρχίζει να δημιουργεί ανησυχία στην Κρήτη, την Αθήνα (ελληνική κυβέρνηση) αλλά και την Τουρκία, η οποία φοβάται ανυπακοή των χριστιανών της Κρήτης, όπου ήδη έχουν εμφανιστεί τα πρώτα κρούσματα. Ο δε Χουσνή Πασάς εκδίδει στις 20/12/1859 προκήρυξη που τονίζει ότι «η παραδοχή της καθολικής θρησκείας δεν παρέχει την γαλλικήν υπηκοότητα. Οι παραβάται θα τιμωρηθούν αυστηρώς».
Οι εκκλησιαστικές Αρχές της Κρήτης και το Πατριαρχείο άρχισαν να ανησυχούν. Ο Μητροπολίτης Διονύσιος (Χαριτωνίδης) κάλεσε τους εγγράμματους ιερείς της Κρήτης και τους είπε να επισκεφτούν τις επαρχίες όπου κυρίως υπηρετούν αγράμματοι ιερείς, με σκοπό να τους επαναφέρουν στην ορθόδοξη θρησκεία – τόσο τους εξαπατηθέντες ιερείς, όσο και τους λαϊκούς. Εκείνοι όμως αντέδρασαν, έστειλαν μια επιστολή που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Αιών των Αθηνών” την 1η/1/1860 που έλεγε εν περιλήψει τα εξής: «Το να πνιγώμεν είναι σκληρόν, το να φύγωμεν από την Κρήτη έτι σκληρότερον. Επομένως, πού θα αφήσωμεν τα τέκνα μας; Το να επαναστατήσωμεν μάς απειλούν οι δυνατοί ότι θα εξαφανισθώμεν, ότι δήθεν δεν έχομεν αιτίας κατά του σουλτάνου… Πανταχόθεν όθεν στενοχωρούμενοι, βασανιζόμενοι, υβριζόμενοι, αποφασίσαμεν να γίνωμεν δυτικοί για να υπερασπιζώμεθα εναντίον του αδίκου καταδιωγμού της Διοικήσεως από μίαν μεγάλην ευρωπαϊκήν Δύναμιν…».
Φυσικά όλες αυτές οι δικαιολογίες ήταν “προφάσεις εν αμαρτίαις”. Σε αυτήν την κίνηση, η στάση του Γάλλου προξένου είναι ύποπτη. Όλα γίνονται υπό την ευλογία του και την ανοχή του.
Είχε λοιπόν δημιουργηθεί μεγάλη ανησυχία μεταξύ των ορθόδοξων χριστιανών και ο Γάλλος πρόξενος των Χανίων Δε Τουρ αναγκάζεται να κυκλοφορήσει μια εγκύκλιο, τάχα για να τους ησυχάσει, που έλεγε: «Άνθρωποι τινές διασπείρουν, ως λέγεται, με σκοπόν, εις τα χωρία των την φήμην ότι καταγράφονται εις την Καθολικήν Εκκλησίαν των Χανίων για να γίνονται Γάλλοι υπήκοοι. Ο πρόξενος της Γαλλίας γνωστοποιεί ότι όσοι δέχονται εκουσίως την καθολικήν χριστιανικήν θρησκείαν, και είναι ελεύθεροι να το κάνουν χωρίς εμπόδιον, εκτελούν πράξιν, ήτις δεν είναι διόλου πολιτική και ότι εις κανένα απ’ αυτούς δεν είναι συγχωρημένον να λέγη ή να νομίζη ότι είναι υπήκοος ή προστατευόμενος Γάλλος.
Εν Χανίοις, τη 10η/1/1860
Ο πρόξενος της Γαλλίας, Δε Τουρ (Τ.Σ.)».
Οι Άγγλοι υποστηρίζουν την τουρκική διοίκηση, ενώ οι Ρώσοι ιδρύουν στα Χανιά τουρκικό προξενείο με Έλληνα πρόξενο τον Σπυρίδωνα Δενδρινό, που θα υποστηρίξει τους ορθόδοξους, και θα προσπαθήσει να σταματήσει το κύμα εγγραφής πολλών από αυτούς προς τον Καθολικισμό. Παράλληλα, το Οικουμενικό Πατριαρχείο στέλνει στην Κρήτη έναν δραστήριο ιερωμένο, τον Καισάριον, καθώς και άλλους θεολόγους, οι οποίοι διαφωτίζουν, ανοίγουν τα μάτια εκείνων που καταφεύγουν προς τους καθολικούς και προσπαθούν να τους επανεντάξουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Όμως, ο Σεραφίνος στα Χανιά συνεχίζει να προσηλυτίζει και μάλιστα αποφασίζει να μεταφέρει τις δραστηριότητές του στο Ρέθυμνο, όπου έρχεται “δια θαλάσσης”. Οι Ρεθύμνιοι έχουν μαζευτεί στο λιμάνι και εκείνος θεωρεί ότι θα τον ζητωκραυγάσουν, αλλά θα τον υποδεχτούν με αποδοκιμασίες και θα επιστρέψει με το ίδιο πλοίο στα Χανιά. Ακόμη, κατάσχονται στα Χανιά, που έρχονται από τη Σμύρνη, δύο κιβώτια με έντυπα, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για προσηλυτισμό των ορθοδόξων, που έγραφαν:
«Δηλοποιείται με το παρόν ότι ο… από χωρίον… της Επαρχίας… εφανερώθη ορθόδοξος της Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, γνωρίζων (αναγνωρίζων) ως κεφαλήν της Εκκλησίας τον Πάπαν της Ρώμης, ο οποίος είναι διάδοχος του Αγίου Πέτρου εις την καθέδραν της Ρώμης καθώς ωμολόγησαν όλαι αι Οικουμενικαί Σύνοδοι και όλοι οι Άγιοι Πατέρες της Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας».
Πέτυχαν τα μέτρα – Η «νίκη» του Οικουμενικού Πατριαρχείου
Τα μέτρα που έλαβε το Οικουμενικό Πατριαρχείο έφεραν αποτέλεσμα. Σταμάτησαν οι μετακινήσεις των ορθοδόξων και άρχισαν κι εκείνοι που μετακινήθηκαν και να αναθεωρούν τη στάση τους και να αθετούν τις υπογραφές τους, με επιστολή που έστειλαν στον Σεραφίνο, που του έλεγαν:
«Πάτερ Σεραφίνε, οι υποφαινόμενοι, αντιπρόσωποι του χριστιανικού λαού των επαρχιών Κισσάμου και Σελίνου, προσελθόντες και υπογράφοντες εις το κατάστιχόν σου, ήλθον βεβαίως ουχί δι’ αλλαγήν θρησκείας, αλλά δι’ υπεράσπισιν, ως είχες διακοινώσει. Ημείς, ως τέκνα πιστά της αμωμήτου ημών Ανατολικής Εκκλησίας και τον της Κωνσταντινουπόλεως Οικουμενικόν Πατριάρχην και ουχί τον Πάπαν της Ρώμης, και διά ταύτα την αμώμητόν ημών θρησκείαν τεθνηξόμεθα.
Εν Χανίοις 19/3/1860,
Η Επιτροπή».
Το ίδιο έκαναν και οι άλλες επαρχίες των Χανίων και των άλλων νομών της Κρήτης. Οι κάτοικοι του Αυλοποτάμου δηλώνουν προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο την «αμετάθετον» πίστη των, «αποσκορακίζοντες» (απορρίπτοντες ό,τι θεωρούν άχρηστον) εκείνη προς τον Σεραφίνο. Ευτυχώς όλοι κατάλαβαν την πλάνη τους και πήραν πίσω τις υπογραφές τους, αλλά και το γαλλικό προξενείο σιώπησε και δεν υποστήριξε τις ενέργειες του Σεραφίνου, παρόλο που κανείς δεν πίστευε ότι δεν ήταν υπό την καθοδήγησή του. Φάνηκε πως ο κίνδυνος πέρασε, ο προσηλυτισμός δηλαδή από τους καθολικούς, αν και δέκα χρόνια μετά (1870) παρόμοια φαινόμενα παρουσιάστηκαν στην Κρήτη, από ό,τι τουλάχιστον διαφάνηκε, ύστερα από τρία πρωτοκολλημένα έγγραφα προς τον Λογόβσκι, πρόξενο της Ρωσίας στα Χανιά, τα οποία και παρατίθενται παρακάτω:
α) Ο Σκουλούδης προς Λογόβσκι: «Ο προ τινών ημερών αφιχθείς εις Ρέθυμνον δυτικός ιερεύς Βενέδικτος διώρισεν επίτροπόν του τον Πέτρον Γορίνην να δέχεται και να καταγράφη Γραικοουνίτας (αριθμός εγγράφου 26/2-3-1870)».
β) Ο Σκουλούδης προς Λογόβσκι: «Επισκέφθην τον Άγιον Ρεθύμνης (Ιλαρίωνα Κατσούλην) όστις μου είπεν ότι τον στενοχωρεί η υπόθεσις και έγραψε εις τα χωρία και ελπίζει ότι δε θα παραπλανηθούν (αριθμός εγγράφου 30/5-3-1870)».
γ) Ο Μιτσοτάκης προς Λογόβσκι: «Εις τα τμήματα Ηρακλείου και Λασιθίου ουδεμία προσηλυτιστική ενέργεια γίνεται εκ μέρους της δυτικής προπαγάνδας, της οποίας άλλωστε πάσα προς τούτο προσπάθεια θέλει και αύθις ματαιωθή (αριθμός 35/15-3-1870)».
Έτσι, η πρώτη και η δεύτερη προσπάθεια προσηλυτισμού των Κρητικών στον Καθολικισμό απέτυχε και η Κρήτη έμεινε πιστή στην ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία. Δυστυχώς, σε αυτή την κατάσταση που δημιουργήθηκε δε φταίνε μόνο οι αφελείς πρόγονοί μας που υπέγραψαν. Φταίνε κυρίως οι επικεφαλής της Εκκλησίας της Κρήτης και οι αμόρφωτοι ιερείς της εποχής εκείνης. Ευτυχώς οι Κρητικοί συνήλθαν γρήγορα και η Κρήτη έμεινε απόρθητη έπαλξη, στην οποία ουδέποτε υπεστάλησαν τα λάβαρά μας. Εθνικά και θρησκευτικά.
Πηγές:
- Περιοδικό “Αθηνά” (Π. Κοντογιάννης, Αθήνα 1917).
- Γενικά Αρχεία του Κράτους.
- Εμμανουήλ Ζαμπετάκης (υποδιευθυντής της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Ηρακλείου): “Προσπάθεια προσηλυτισμού των Κρητών στον καθολικισμό τον 19ο αιώνα”, “Κρητικά Χρονικά”, 1957.