Στην πόλη των Χανίων, στην οδό Πετρώφ, στην 2η πάροδο στον αριθμό 3, ζει η Ολυμπία Δεσποτάκη – Δρακακάκη. Γεννήθηκε το 1932 στο χωριό Κακόπετρος Χανίων. Γονείς της ήταν ο Κωνσταντίνος Δεσποτάκης και η Μαρία (Χαμηλάκη). Η Ολυμπία Δεσποτάκη είχε άλλα πέντε αδέρφια. Τον Μανόλη, τον Θεοφάνη, τον Σπύρο, τον Χαράλαμπο και τον Αναστάση.
Οι δυο τελευταίοι Χαράλαμπος και Αναστάσης ήταν δίδυμοι. Σήμερα η Ολυμπία Δεσποτάκη είναι 86 ετών και οι ρυτίδες του προσώπου της κρύβουν ίσως την πιο τραγική ανθρώπινη ιστορία της Κρήτης.
Ένα θλιβερό γεγονός που συνέβηκε στο χωριό της τον Κακόπετρο, τη Δευτέρα 28 Αυγούστου 1944, όταν οι Γερμανοί εκτέλεσαν τα τέσσερα από τα πέντε αδέρφια της. Τον Μανόλη, τον Σπύρο, τον Χαράλαμπο και τον Αναστάση.
Οι Δεσποτάκηδες του Κακόπετρου ήταν όλοι παλικάρια και βρίσκονταν πάντοτε στους αγώνες κατά των Τούρκων. Η
Ολυμπία θυμάται για τον παππού της:
«…ο παππούς μου λεγόταν Μανόλης Δεσποτάκης. Σε μια μάχη που έγινε εδώ κοντά στον Κακόπετρο το 1897, Δρομονερό λέμε σήμερα την περιοχή, ετραυματίστηκε στον ώμο.
Στην αρχή δεν έδωκε σημασία στο τραύμα αλλά αυτό εκακοσύνεψε, μολύνθηκε και οι δικοί μας αποφασίσανε να τον πάνε στην Αθήνα να γιατρευτεί.
Αλλά δεν τα κατάφερε. Επέθανε στη διαδρομή.
Τον θάψανε μαζί με ένα όπλο μαρτίνι, λάφυρο τουρκικό. Εγώ δεν τον γνώρισα. Ο πατέρας μου έλεγε πολλά καλά γι’αυτόν…».
Ο πατέρας της Ολυμπίας Κωνσταντίνος Δεσποτάκης ή Δεσποτοκωσταντής, ακολούθησε την ηρωική πορεία της οικογένειας και πήρε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους 1912-1913, στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στη Μικρασιατική Εκστρατεία.
Η Ολυμπία Δεσποτάκη συνεχίζει για τον πατέρα της:
´«…είχα ένα καλό πατέρα. Αγωνιστή της ζωής. Να ζήσει την οικογένειά του. Είμαστε έξι παιδιά. Και έβαζε εμάς και την Κρήτη πάνω απ’όλα. Πολέμησε στους πολέμους από το 1912 ως το 1922. Έχω και μια φωτογραφία με παράσημα. Τα πήρε στον πόλεμο με τσι Τούρκους και τσι Βουλγάρους…».
Η Δευτέρα 28 Αυγούστου 1944, ήταν μια μέρα διαφορετική από τις άλλες. Με έναν καιρό παράξενο για την εποχή, κρύο και βροχερό. Αυτήν την ημέρα διάλεξαν οι βάρβαροι κατακτητές να αιματοκυλίσουν για άλλη μια φορά τον Κακόπετρο. Στο τέλος της, 23 πατριώτες κείτονταν νεκροί από τα φονικά βόλια των Γερμανών. Μεταξύ τους και τα τέσσερα αδέρφια της Ολυμπίας. Ο Μανόλης, ο Σπύρος, ο Χαράλαμπος και ο Αναστάσης. Η Ολυμπία θυμάται για τ’αδέρφια της:
´«… επήγανε στα Χανιά και μάθανε τέχνες. Ο Μανόλης ήτανε 27 χρονών κι είχε μάθει τσαγκάρης. Ο Σπύρος ήταν 24 κι είχε μάθει επιπλοποιός. Ο Θεοφάνης είχε μάθει τη τέχνη του τενεκετζή –φανοποιού,
έφτιαχνε κάδους, κουτσουνάρες, μεταλλικά κιβώτια. Οι άλλοι δυο ήταν μικροί, δεν είχανε πάει στα Χανιά να μάθουνε τέχνη. Ο Θεοφάνης παντρεύτηκε στις Βουκολιές κι είχε μείνει εκεί στο χωριό. Δεν ήταν εδώ τον Αύγουστο του 1944 και γι’αυτό δεν τον σκότωσαν οι Γερμανοί…».
Το 2006, η Ολυμπία Δεσποτάκη περιέγραψε στην Χανιώτισσα λογοτέχνη κ. Πηνεπόλη Ντουντουλάκη τον χαμό των τεσσάρων αδερφών της τον Αύγουστο του 1944. Η αφήγησή της είναι συγκλονιστική:
«…το 44, 28 Αυγούστου, ημέρα Δευτέρα, σηκώνεται η θεία μου η Ρουμπίνη Χαμηλάκη, αδελφή της μητέρας μου και φωνάζει: Σηκωθείτε και είναι ζωσμένο όλο το χωριό!
Όλος ο δρόμος είναι γεμάτος Γερμανούς: Σηκώθηκε η μητέρα μου και λέει στα παιδιά: Παιδιά μου, βάλετε δυο δυο τα παντελόνια γιατί θα σας πάνε στην Αγυιά και θα κοιμάστε στο τσιμέντο και θα κρυώνετε! Ελάτε να φάτε κάτι! Τους έδωσε ψωμί και τυρί και φάγανε.
Ήταν εκεί η μάνα μου, η θεία μου η Ρουμπίνη, η γιαγιά μου η Αικατερίνη Χαμηλάκη και εγώ
. Ο πατέρας μου είχε πάει στα Παπαδιανά σε μια σπηλιά. Είχε πει και στα αδέλφια μου να πάνε μαζί του, εκείνα όμως δεν θέλησαν να τον ακολουθήσουν.
Τ’αδέλφια μου φάγανε και βγήκανε στον εξώστη. Καθίσανε εκεί και τα τέσσερα, σειρά σειρά. Έρχεται ένας Γερμανός και τους λέει; Κομ, κομ! και παίρνει τα παιδιά μαζί του. Καθώς βγαίνανε στο δρόμο κάτι είπε ο Γερμανός στο Σπύρο και τον ακούσαμε που γέλασε. Από εκεί τους χάσαμε. Όλη μέρα ακουγότανε άφθονοι πυροβολισμοί στο χωριό.
Η μάνα μου έλεγε κάθε τόσο: Άραγε, μην τα΄χουνε σκοτώσει; Γύρω στις δέκα το πρωί ήρθανε δυο τρεις Γερμανοί. Εκρατούσανε κάμποσα κοτόπουλα που είχαν πνίξει. Με νοήματα είπαν της μητέρας μου να τα μαγειρέψει. Οι τρεις γυναίκες εμαδήσανε, καθαρίσανε και βράσανε τις κότες. Έρχονται μια δεκαριά άτομα το μεσημέρι, κρατούσανε καραβάνες, πίνανε το ζωμό, η μάνα μου τόνε βγάζει ένα τραπέζι έξω και στρώνει ένα άσπρο τραπεζομάντηλο. Αυτοί βγάλανε το τραπεζομάντηλο, ακουμπήσανε στο τραπέζι τις καραβάνες, βάζανε μέσα το κρέας και παίρνανε τις καραβάνες και φεύγανε. Έρχεται δεύτερη παρέα και πήρανε κι αυτοί φαγητό.
Γύρω στις πέντε το απόγευμα βλέπαμε τα αυτοκίνητα των Γερμανών φορτωμένα έπιπλα, προίκες, ως και πλεξάνες κρεμμύδια και φεύγανε προς Βουκολιές. Από τη δική μας μεριά δεν έδειξε κανείς γερμανός. Είδαμε όμως σ’όλο το δρόμο από Μιχελιανά μέχρι Σελί να είναι αραδιασμένοι Γερμανοί. Σαν είδαμε και άδειασε ο δρόμος, εφύγαμε λίγα μέτρα πιο πέρα, που ήταν ένα παλιό σπιτάκι και το πατητήρι μας. Όπως επήγε η μητέρα μου στο χωράφι, βλέπει σωρό σκοτωμένα τ’αδέρφια μου. Έπιασε το κεφάλι της και φώναζε: Μου τα σκοτώσανε οι σκύλοι!
Φαίνεται τους είχαν εκτελέσει μέσα στο δρόμο και ύστερα τους τραβήξανε και τους πετάξανε στην κάτω μεριά του δρόμου. Φωνές κλάματα εμείς, μας άκουσε η θεία μου η Ελασία Δεσποτάκη από το Μετόχι και λέει: Εσκοτώσανε κανένα στα Χατζιανά! Η μητέρα μου πήγε λίγο πιο κάτω και φώναξε στη συννυφάδα της: Ελασία, Ελασία, τέσσερα, τέσσερα! Η Ελασία η Δεσποτάκη ήρθε με τις κόρες της, άρχισαν το θρήνο. Ύστερα ακούσαμε φωνές στα Παπαδιανά, Τσιχλιανά, Μετόχι, ακούγαμε τα κλάματα. Τα Μαλανδράκια, της αδελφής του πατέρα μου παιδιά, το Μιχάλη και τον Αναστάση, τα πήραν οι Γερμανοί και τα εκτέλεσαν πενήντα μέτρα πιο πέρα από το σπίτι τους.
Ο Αναστάσης έπεσε νεκρός, ο δε Μιχάλης, χτυπημένος στην κοιλιά, σηκώθηκε κρατώντας με τα χέρια του τα εντόσθιά του και τρέχει στο σπίτι. Φωνάζει: Μάνα, με σκοτώσανε! Ο Γερμανός ακολούθησε το αίμα. Το παιδί πάει στο σπίτι, πέφτει στο κρεβάτι και έρχεται ο φονιάς και βάνει, μπροστά στη μάνα, το όπλο στο μήλιγγα του γιου και τον αποσκοτώνει. Όλα τα μυαλά του έμειναν κολλημένα στον τοίχο. Οι περισσότερες χωριανές ήρθανε και μονομερίσανε σε μας.
Οι γυναίκες κουβαλήσανε τ’αδέρφια μου στο σπίτι του θείου μου, γιατί η μητέρα μου φοβήθηκε μην έρθουν πάλι οι Γερμανοί και κάψουν το σπίτι και δε βρει ούτε πτώματα να θάψει. Το πρωί σηκωθήκανε, βάλανε τα παιδιά πάνω στις πόρτες και τα κατεβάσανε ένα ένα. Στο πρώτο έβαλε τον ώμο η μητέρα μου αλλά στη μέση του δρόμου έπεσε κάτω και λιποθύμισε. Τα κηδέψανε στον Μιχαήλ Αρχάγγελο. Νεκροθάφτες ήταν η εξαδέλφη μου η Σοφία Δεσποτάκη και η Χρυσάνθη η Τσιχλάκη. Τα αδέλφια μου θάφτηκαν δυο δυο, ο Μανόλης και ο Σπύρος μαζί και τα δίδυμα σε άλλο τάφο.
Όταν εγύρισε η Σοφία στο σπίτι της ετρέχανε τα αίματα από τα ρούχα της. Ούτε παπάς υπήρχε να τους κηδέψει, ούτε ψάλτης να τους ψάλλει. Μόλις εκτελέστηκαν τα αδέρφια μου φόρεσα μαύρο τσεμπεράκι. Μέχρι το ’51 που παντρεύτηκα δεν έβαλα κοντό μανίκι, ούτε έβγαλα τις μαύρες κάλτσες. Το τσεμπεράκι το φορούσα μέχρι που έγινε η εκταφή των αδελφών μου. Ήμουν τότε 15 χρονών.
Μετά την κηδεία, μόλις εγυρίσανε οι πικραμένες γυναίκες στα σπίτια τους, εκόψανε κομμάτι από μαύρο ρούχο και κρεμάσανε σε κάθε εξώπορτα ένα μαύρο σταυρό. Θυμάμαι αξέχαστα που έσκισε η μητέρα μου το τσεμπέρι της γιαγιάς μου και εκρέμασε σταυρούς και στις δύο εξώπορτές μας. Εκεί εμείνανε οι σταυροί μέχρι το’51 που αρραβωνιάστηκα. Τότε πήγε η θεία μου η Ελασία και λέει: Περιμένεις γαμπρό και θα έχεις τους σταυρούς στην πόρτα σου;
Και τότε η μητέρα μου έβγαλε τους σταυρούς. Οχτώ μέρες μετά την κηδεία η μητέρα μου ξεκίνησε να πάει στον κήπο. Βλέπει, όπως επήγαινε στο δρόμο, ξερασμένα αίματα, κοντυλοφόρους, μαντηλάκια πεσμένα κάτω, χτενάκια, ότι είχαν τ’αδέρφια μου στις τσέπες τους. Πάει εκείνη, παίρνει το σκαπέτι, επήρε το χώμα με το αίμα, το’βαλε στην άκρη του δρόμου κι έχτισε με τα χέρια της έναν τοίχο και σκέπασε το αίμα, να μην το φάνε οι σκύλοι. Επήγαινε και θύμιαζε εκεί μέχρι που έφτιαξε ο μακαρίτης ο πατέρας μου ένα εικονοστάσι στο ίδιο σημείο.
Ο πατέρας μου είχε τέσσερα πρώτα ξαδέλφια και μια εξαδέλφη στον Άστρικα. Μόλις έμαθαν για το κακό ήρθαν όλοι στα συλλυπητήρια. Συνενοηθήκανε τα πέντε αδέλφια και κάνανε εκεί, στον Άστρικα, τα εννιάμερα. Τα σαράντα έγιναν στον Κακόπετρο. Είχαν φέρει πάρα πολλά στεφάνια. Οι νονοί των αδελφών μου, οι φίλοι, οι συγγενείς μας, είχανε στολίσει τον Αι Γιώργη γύρω γύρω. Όταν έγινε η εκταφή, ο πρώτος τάφος που ανοίχτηκε ήταν ο δικός μας.
Ο παπάς είχε πάει πιο πέρα να κάνει αίτηση στον άλλο τάφο. Εγώ έσκυψα στον τάφο μας να δω. Όπως ήταν η νεραντζιά η ανθισμένη έτσι ήταν όλο τους το σώμα, στους δυο μεγάλους μου αδελφούς, κάτασπροι νερατζανθοί φαινότανε πάνω στα οστά. Τα είδα με τα μάτια μου. Αγιασμένα, αγιασμένα! φωνάζανε όλοι. Ο παπάς μόλις τα είδε απαγόρεψε να πλησιάσει κανείς. Το ίδιο βρέθηκε να είναι και ένας άλλος, ο Τσιχλάκης ο Επιμενίδης, τον οποίο πάλι απαγόρεψε ο παπάς να βγάλουν από τον τάφο. Έμεινε εκεί. Όταν ήταν έτσι αγιασμένα τα οστά, δεν επιτρέπανε τότε να μπει στον τάφο άλλος κανείς…».1
Η Ολυμπία Δεσποτάκη, το 1951 παντρεύτηκε τον Γεώργιο Δρακακάκη και δημιούργησαν οικογένεια. Για τα γεγονότα του Κακοπέτρου και την δολοφονία των τεσσάρων αδελφών της, η Ολυμπία Δεσποτάκη – Δρακακάκη συνέθεσε ένα τραγούδι με τα παρακάτω λόγια:
Το μοιρολόι που θα πω μάθετε να το λέτε
του Κακοπέτρου τα δεινά παντοτινά να κλαίτε.
Έγραψα ποίημα θλιβερό που όποιος κι αν το διαβάσει
κι ο μεγαλύτερος εχθρός από καρδιάς θα κλάψει.
Δευτέρα ξημερώματα κυκλώσαν το χωριό μας
ήταν Αυγούστου 28 κακό στο ριζικό μας.
Θ’αρχίσω το ιστορικό με μάτια δακρυσμένα
τα Δεσποτάκια σκότωσαν άδικα τα καημένα.
Τους κύκλωσαν οι γερμανοί οι τρισκαταραμένοι
τους βρήκαν και κοιμότανε όλοι οι διαλεγμένοι.
Παιδιά ετουφεκίσανε αθώα παλικάρια
και τα’στειλαν να κατεβούν στου Άδη τα σκοτάδια.
Σα να’ταν φοβεροί ληστές και επικηρυγμένοι
έτσι τους τουφεκίσανε οι τρισκαταραμένοι.
Πρωί, πρωί είχε σηκωθεί η Δεσποτοκωστίνα
βλέπει στο δρόμο γερμανούς και λέει η κακομοίρα:
Παιδιά μου, τι μας έρχεται και τι μας περιμένει
τριγύρω στον Κακόπετρο είναι αραδιασμένοι!
Ξυπνά τους γιους της γρήγορα και δίχως να προφτάσουν
ρούχα πολλά να βάλουνε να μην κακοπεράσουν.
Ψωμί, τυρί τους έδωσε και λέει στα καημένα:
Στη φυλακή που θα’σαστε μην είστε πεινασμένα!
Σειρά σειρά καθίσανε τα τέσσερ’αδερφάκια
και η μικρή τους αδερφή τους δίνει μαντηλάκια.
Δυο γερμανοί τα μάζεψαν, στο δρόμο τα λαλούνε
να’χαν τα χώματα φωνή κι οι πέτρες να μιλούνε!
Στο δρόμο γέλιο ακούστηκε, γελούν οι δικασμένοι!
Το θάρρος και η λεβεντιά ποτές δεν αποθαίνει!
Φονιά, δεν ελυπήθηκες; Φονιά δεν εφοβήθης
παιδιά αθώα πλάσματα σφαίρες να τα γεμίσεις;
Φονιά, εσύ που τα’βαλες εις τη γραμμή αράδα
δεν ένιωσες λιποψυχιά γη πόνο γη ζαλάδα;
Φονιά πως τ’αποφάσισες και όπλισες την κάνη
και δεν εστράφηκες να δεις τη νιότη και τα κάλλη;
Στο δρόμο τα σκοτώσανε κι εκεί εσωριαστήκαν
και ύστερα σαν τα σακιά τα σπρώξαν και τ’αφήκαν.
Ύστερα πάνε οι γερμανοί στη δόλια εκείνη μάνα
κι αξίωση για μαγεριό οι άνανδροι εβάνα!
Κρατούσανε κοτόπουλα να φάνε να χορτάσουν
κι ύστερα πάλι θάνατο τριγύρω να μοιράσουν.
Χιλιάδες πυροβολισμοί πέφτανε όλη μέρα
μέχρι που ήρθε διαταγή κι έφυγαν ίσα πέρα.
Όλα τα γυναικόπαιδα τα είχαν μαζεμένα
και εις του χωριού ένα μαγαζί τα είχαν κλειδωμένα.
Τ’ απόγευμα που φύγανε οι τρισκαταραμένοι
φεύγει τους γιους της να ζητά η πολυπικραμένη.
Και μόλις είδε το σωρό απάνω εις το χώμα
τον πόνο και το θρήνο της να πει δεν είχε στόμα.
Κι όσες τα τέσσερα παιδιά είδανε σκοτωμένα
κι αυτές σουρομαδίστηκαν και τα’χανε χαμένα.
Φωνή και κλάμα αντιλαλούν στω Χατζιανών τα μέρη
τρεις μάνες κλαίνε και θρηνούν για το κακό χαμπέρι.
Η μια θρηνεί μοναχογιό, άλλη τα δυο ορφανά της
κι η άλλη η βαριόμοιρη κλαίει τα τέσσερά της:
Μανώλη μου και Σπύρο μου όφου η συμφορά μου!
Τάσο και Χαραλάμπη μου, παιδάκια δίδυμά μου!
Παίρνουν τα, τα σηκώνουνε στο σπίτι να τα πάνε
κι η Παναγιά και ο Χριστός κλαίνε και συμπονάνε.
Την άλλη μέρα η μάνα τους η Δεσποτοκωστίνα
στον ώμο της τα σήκωσε, τα πήγε εις το μνήμα.
Δυο δυο τα βάζουνε
στη γη στης εκκλησιάς την άκρη
κι ο ουρανός εσείστηκε κι έριξε μαύρο δάκρυ.
Παπάς δεν ήτανε εκεί ευχή για να τους δώσει
μητ’ άνθρωπος για την ταφή στη γη να τους κουκλώσει.
Μαύρο σταυρό εκρέμασε στην πενθισμένη θύρα
η μάνα που’χασε τσι γιους η μάνα η κακομοίρα.
Ο πρώτος γιος ο Μανωλιός στα είκοσι εφτά του χρόνια είχε του κόσμου τσ’ομορφιές
μα λιώσανε σα χιόνια.
Ο Σπύρος ήταν δεύτερος στα είκοσι τέσσερά του
κανείς δε βρέθηκε κακό να πει για τ’όνομά του.
Ο Τάσος κι ο Χαράλαμπος δίδυμα αδερφάκια
τα χρόνια είχαν δεκαεφτάτα άτυχα παιδάκια.
Μα η λευτεριά απόδιωξε πάλι την τυραννία
και λάμπει των παλικαριών η μνήμη αιωνία!
***
Από τις 28 Αυγούστου 1944 έχουν περάσει 74 χρόνια. Η κ. Ολυμπία είναι σήμερα 86 χρονών. Ζει με την απέραντη θλίψη που προξένησαν στην παιδική της ψυχή οι ναζιστικές και φασιστικές δυνάμεις τον Αύγουστο του 1944. Και καταλήγει:
«…έχουν περάσει 74 χρόνια από τη Δευτέρα 28 Αυγούστου 1944. Έκανα οικογένεια, έκανα καλά παιδιά.
Ο νους μου όμως συχνά γυρίζει στ’αδέρφια μου. Σ’αυτούς που σκοτώσανε οι γερμανοί. Και λέω γιατί; Τι κάνανε;
Ποιον πειράξανε; Σκέφτομαι και τη μάνα μου.
Τη Δεσποτοκωνσταντίνα. Ζωγραφισμένος ήταν ο πόνος πάνω της.
Ποτέ δεν έπαψε να μοιρολογάται τα παλικάρια της.
Ο πατέρας μου άφησε γενειάδα ως το θάνατό του. Κι εφόριε μαύρα ρούχα.
Μαύρα ρούχα φορούσε κι η μάνα μου.
Όταν δεν με βλέπει κανείς, κάθομαι και πλάθω μοιρολόγια για το Μανόλη μας, το Σπύρο μας και τα διδυμάκια το Χαραλάμπη και τον Αναστάση μας…».
πέτρα σκληρή και άπονη, ήθελα να σου μοιάζω
πόνο να μην αισθάνομαι, όταν αναστενάζω.
Μάνα και πως εβάσταξες ετούτη νε την ώρα
και έκανες τον ώμο σου, μια μαύρη νεκροφόρα.
Και ηρωίδα ήτανε, η Δεσποτοκωνσταντίνα
στον ώμο της τα σήκωνε, τα πήγαινε στο μνήμα.
Τέσσερα αδέρφια έχασα, στα δώδεκα μου χρόνια
κι ο Χάρος τωνε ζήλεψε στα μαρμαρένια αλώνια.
Εγώ κι αν πόνεσα φορές, πάλι κουράγιο κάνω
γιατί ήταν θέλημα Θεού, πάντα να αναστενάζω.
Γεώργιος Α. Καλογεράκης, δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος
1 Πηνελόπη Ντουντουλάκη, Η μνήμη και η στάχτη, ΙΙΙ, Χανιά, Μάιος 2006. Αφήγηση Ολυμπίας Δρακακάκη – Δεσποτάκη.