Ήταν Μάιος του 1941. Κοντά ένας μήνας από τότε που ακούστηκε για πρώτη φορά η γερμανική μπότα στους δρόμους της Αθήνας. Ακόμα η Κρήτη δεν είχε κατακτηθεί από τους ναζί.
Ο Μανώλης Γλέζος και ο Αποστόλης Σάντας, και οι δυο φοιτητές της ΑΣΟΕΕ, κοίταζαν τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης και θλίβονταν βλέποντας να κυματίζει η σημαία του κατακτητή. Τότε μπήκε στο νου τους το παράτολμο σχέδιο.
Στην Εθνική Βιβλιοθήκη βρήκαν ό,τι σχετικό με τον Ιερό Βράχο, τις σπηλιές και τα μονοπάτια της περιοχής. Έστησαν το σχέδιό τους: Η μόνη διαδρομή που έπρεπε να ακολουθήσουν για να μην γίνουν αντιληπτοί από τους φρουρούς ήταν μέσω του Πανδρόσειου Άντρου.
Το πρωί της 30ης Μαΐου του 1941, ο Γλέζος και ο Σάντας πληροφορήθηκαν από το ραδιόφωνο ότι η Κρήτη είχε πέσει. Οι δύο φοιτητές αποφάσισαν να δράσουν το ίδιο βράδυ: Πήδηξαν τα σύρματα, σύρθηκαν ως τη σπηλιά του Πανδρόσειου Άντρου και σκαρφάλωσαν από τις σκαλωσιές των αρχαιολόγων. Οι φρουροί δεν τους αντιλήφθηκαν. Με γρήγορες κινήσεις κατέβασαν από τον ιστό το σύμβολο του ναζισμού, μία τεράστια σημαία, διαστάσεων 4×2 μ. Οι δύο νεαροί πήραν μαζί τους τη σημαία και από την ίδια διαδρομή απομακρύνθηκαν.
Οι Αθηναίοι που ξύπνησαν νωρίς εκείνη την ημέρα κοίταξαν προς την Ακρόπολη και είδαν μόνο την Ελληνική σημαία να κυματίζει!
Με έκπληξη η γερμανική φρουρά αντιλήφθηκε ότι η σβάστικα έλειπε από τον ιστό. Στις 11 το πρωί ανάρτησαν νέα σημαία στον κενό ιστό. Οι γερμανικές αρχές διέταξαν ανακρίσεις.
Γλέζος και Σάντας καταδικάσθηκαν ερήμην σε θάνατο, οι άνδρες της φρουράς εκτελέστηκαν, οι Έλληνες διοικητές των αστυνομικών τμημάτων της περιοχής απαλλάχθηκαν από τα καθήκοντά τους. Η υποστολή της σβάστικας από την Ακρόπολη ήταν, ουσιαστικά, η πρώτη αντιστασιακή πράξη στην κατεχόμενη Αθήνα.
Το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς ιδρύθηκαν οι δύο μεγάλες αντιστασιακές οργανώσεις ΕΑΜ και ΕΔΕΣ.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ο Μανώλης Γλέζος συνελήφθη τρεις φορές από τους Γερμανούς, φυλακίστηκε και κατόρθωσε να δραπετεύσει, ενώ ο Λάκης Σάντας ξέφυγε από τους διώκτες του και κατετάγη στον ΕΛΑΣ.