Ήταν Σάββατο 29 Ιουνίου 2002 και μία δυνατή έκρηξη αναστάτωσε το λιμάνι του Πειραιά, λίγο πριν τις 10.30μμ. Ο Σάββας Ξηρός και ο Δημήτρης Κουφοντίνας μετέφεραν δύο εκρηκτικούς μηχανισμούς με προορισμό τα εκδοτήρια της Minoan Flying Dolphins και η μία βόμβα πυροδοτήθηκε από λάθος στο ρολόι του μηχανισμού, στα χέρια του Σ. Ξηρού και το περίστροφο που είχε στην κατοχή του αποδείχτηκε ότι ανήκε στον αστυνομικό Χρήστο Μάττη εκ των θυμάτων της «17 Νoέμβρη».
Στις 8 Ιουλίου από το κρεβάτι του νοσοκομείου ο τραυματισμένος Σ. Ξηρός που νοσηλεύονταν φρουρούμενος θα προβεί σε αποκαλύψεις για τη δράση της 17Ν και θα ακολουθήσουν συλλήψεις των μελών της. 13 καταδικάστηκαν για τη δράση της οργάνωσης, που συνολικά λειτουργούσε για 27 χρόνια. Τα κλειδιά και η τηλεκάρτα που βρέθηκαν πάνω στο Σ. Ξηρό, βοήθησαν στον εντοπισμό χώρων που χρησιμοποιούσε η οργάνωση.
Όπως δήλωσε μεταξύ άλλων ο Bασίλης Μαρκής επίτιμος Αντιεισαγγελέας Aρείου Πάγου, μιλώντας στην εκπομπή της ΕΡΤ «Συνδέσεις»: «Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, προέκυψε ξεκάθαρα ποια ήταν η οργάνωση και τα εγκλήματά της. Ήταν μία από τις πιο πολυάριθμες δίκες στις οποίες είχα λάβει μέρος, είχαμε περίπου 120 δικηγόρους, ένα τεράστιο αριθμό εγκληματικών ενεργειών να διερευνήσουμε, αλλά είχαμε και έναν ιδιαίτερα ταλαντούχο πρόεδρο του δικαστηρίου, το Μιχάλη το Μαργαρίτη.
Καταφέραμε το ακατόρθωτο να δικάζουμε κάθε μέρα από τις 9πμ έως τις 6μμ (και τα Σάββατα) και δεν πέρασε το 18μηνο για να αφεθούν ελεύθεροι όσοι κατηγορούνταν για όλα αυτά τα εγκλήματα. Η παρουσία του Γιάννη του Διώτη του εισαγγελέα στην αντιτρομοκρατική υπηρεσία και ο επαγγελματισμός που έδειξαν τα στελέχη της αστυνομίας, έπαιξαν ρόλο στη συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού.
Η υπόθεση αυτή έφτασε στην εξέλιξη που είχαμε γιατί δύο χρόνια πριν ο Μιχάλης ο Σταθόπουλος με νόμο που είχε φέρει, μετέφερε την αρμοδιότητα για εκδίκαση σε τέτοιες δίκες από μικτά ορκωτά δικαστήρια με ενόρκους σε εφετεία με τακτικούς δικαστές, γιατί η εμπειρία έλεγε ότι σε παραπλήσιες υποθέσεις που τα αποδεικτικά στοιχεία βοούσαν με κριτήρια των ενόρκων που μπορεί ο καθένας να αντιληφθεί, διέφευγαν».