Μετά την κατάκτηση της Κρήτης από τους Ενετούς, το 1211, ήλθαν στο νησί πολλές αριστοκρατικές οικογένειες από τη Βενετία και ανέλαβαν καίριες θέσεις στα διοικητικά πράγματα.
Πολλοί απ’ αυτούς, με την πάροδο των χρόνων, εξελληνίστηκαν και περισσότερο όσοι έμεναν στην ύπαιθρο.
Τα επώνυμα τους σιγά σιγά έφθασαν και στους Κρητικούς μέσα από μικτούς γάμους, από αναγνώριση νόθων παιδιών ή υιοθετημένων από ευγενείς που, λόγω πτωχεύσεως, έχασαν τους τίτλους ευγενείας τους. Δεν αποκλείεται τέλος πανωνύμια των Ενετών να δόθηκαν σε Κρητικούς για σκωπτικούς λόγους.
Το πώς διατηρήθηκαν ως τις μέρες μας κρητικά επώνυμα με ενετικές ρίζες καταγράφει στο βιβλίο της με τίτλο “Κρητικά Επώνυμα Ενετικής Προελεύσεως” η καθηγήτρια φιλολογίας Χρυσούλα Τσικριτσή-Κασιανάκη.
Στο βιβλίο αυτό διαβάζουμε πως ο Αγαθάγγελος Ξηρουχάκης στην έκθεση του προς τη Γερουσία αναφέρει πως «Οι ευγενείς Βενετοί αναμίχθηκαν και συγχωνεύθηκαν με τους ιθαγενείς Έλληνες με μικτούς γάμους, που παρά της απαγορευτικές διατάξεις του Δόγη και αφορισμούς του Πάπα, δεν έπαυαν να συνάπτονται μεταξύ Βενετών αποίκων και ιθαγενών Ελλήνων, ευγενών και μη».
Ο ιστορικός Στέφανος Ξανθουδίδης, από την πλευρά του υπογραμμίζει ότι, «Από τη βάπτιση και στεφάνωση Κρητών από τιμαριούχους, εδίδοντο βενετικά βαπτιστικά ονόματα και από αναδόχους που δεν ήταν Βενετοί, για να κολακέψουν κάποιον άρχοντα, είτε γιατί οι γονείς τα πρότειναν λόγω θαυμασμού προς το πρόσωπο κάποιου Ενετού».
Ο Γ. Πλουμίδης προσθέτει πως μεταξύ των πληθυσμών και Ενετών στρατιωτών είχαν αναπτυχθεί στενές φιλικές και συγγενικές σχέσεις, αφού αρκετοί είχαν νυμφευθεί γυναίκες του τόπου.
Οι μικτοί γάμοι επί Ενετοκρατίας ήταν αθέμιτοι και απαγορεύονταν όμως ύστερα από τη συνθήκη του Καλλέργη (1299) επιτράπηκαν.
Μάλιστα οι Ενετοί ιστορικοί θέλοντας να δικαιολογήσουν την αφομοίωση ακόμα και των ευγενών Βενετών με τους Κρητικούς γράφουν ότι «έχομε τα ίδια ονόματα, γιατί οι Βενετοί όταν βάπτιζαν τέκνα Κρητικών έδιναν το δικό τους όνομα»
Ο Γενικός Προβλεπτής Ciacomo Foscarini σε έκθεση του είχε υποστηρίξει σχετικά: «Από τους ευγενείς Βενετούς….. πολλοί είναι, που δεν έχουν ανάμνηση της ευγενικής καταγωγής τους και πάρα πολλοί τόσο φτωχοί ….. εργάζονται με τα χέρια τους στις γεωργικές δουλειές και δεν διατηρούν τίποτε άλλο παρά το επίθετο και λίγο φέουδο, που τους έμεινε ύστερα από το μοίρασμα και το ξαναμοίρασμα. Έχουν χάσει εντελώς τη γνώση της Ιταλικής γλώσσας. Και επειδή δεν υπάρχει δυνατότητα σε κανένα χωριό του νησιού να λειτουργούνται κατά το λατινικό δόγμα, είναι αναγκασμένοι να μένουν στο χωριό, να παρακολουθούν καμιά φτωχή θεία λειτουργία στις ορθόδοξες εκκλησίες, να βαφτίζουν τα παιδιά, να παντρεύονται και να θάβουν τους νεκρούς σύμφωνα με το ορθόδοξο δόγμα και τα ελληνικά έθιμα… Οικογένειες τέλεια ελληνικές, οι οποίες δεν πιστεύω πως μπορούν να υπόσχονται περισσότερα από ό, τι θα μπορούσαν να προσφέρουν οι Έλληνες».Ο πρώην αγρονόμος Μανόλης Δακανάλης ξεχώρισε από τον κατάλογο ονομάτων με ενετικές ρίζες, που επικράτησαν ως τις μέρες μας, πολλά τα οποία συναντάμε στην περιοχή της Μεσαράς, τα οποία και σας παραθέτουμε παρακάτω. Ωστόσο τα ίδια επώνυμα βρίσκουμε σχεδόν σε όλη την Κρήτη, όπου η ενετική παρουσία ήταν έντονη.
Κατάλογος ονομάτων
Αλεβύζος. Αλεβι(υ)ζάκης.
Από το βαπτιστικό Αλεβίζος. Προέρχεται από το βενετικό Alvise, Alviso, Aloisio, Alvise Grimani 1582. Βενετοκρητικός λόγιος, ιερωμένος. Alvise Bragadin προβλεπτής σε έγγραφο του 1616 και Rettone Alnise Rinondi 1627. Αλεβίζε Μάνιο, έκτακτος προβλεπτής Σούδας το 1713.
Αλοΐζος, Λουΐζος, Αλοϊζάκης, Αλογίζος.
Βενετικό Aloiso, Aloisi και από βαπτιστικό Αλοΐζος και Αλεβιζάκης, Αλιγιζάκης. Αλοΐζε Ντεπιέρο σε έγγραφο του 1560 και Αλοΐζε Ντε Φραντσέσκι νοδάρος 1581.
Αλιφέρης και Αλιφιέρης – ακης, Αλιφιεράκης, Ανιφιεράκης και Αληφτεράκης. Βενετικό Alfier από alfier (=σημαιοφόρος) αλλά και βαπτιστικό Alfieri.
Αντάλης, Ανταλουδάκης, Αντουλινάκης, Ανταλουσάκης, Άνταλο, Ανταλούδης. Σημερινό βενετικό Andolima. Επώνυμο Andalo τον 130 αιώνα. Πέτρος και Φίλιππος Andalo, αδελφοί στα Ρουσοχώρια σε έγγραφο του 1323. Papa Georgius Andaludi κάτοικος Ηρακλείου το 1455. Γιώργης Άνταλος 1569 και παπά κυρ Ανδρέας Άνταλος και Γιώργης Άνταλος από το Πισκοκέφαλο έγγραφο 1586.
Βαϊλάκης, Βαϊλακάκης, Μπαϊλάκης. Από Βάϊλος, βενετικό Bailo (και επώνυμο βενετικό Bailo).
Bακάκης, Βακωνάκης, Βάκας. Ιταλικά επώνυμα Vacca, Vacaro . Vaccarella και βενετικά Vaccher ή Vacguer. Το Βακωνάκης πιθανόν παρωνύμιο από τη λέξη vacon.
Βαλλέργας, Βαλ(λ)εργάκης, Βαλυ(ι)ράκης και Βαλιέρος. Ιταλικό βαπτιστικό Valier, Valierio ή Valerio. Σημερινό Valerio, Valeri. Είναι το ίδιο με το οικογενειακό Valier πολύ παλιά αρχοντική οικογένεια της Βενετίας με οικόσημο. Έδωσε πολλούς άρχοντες, δόγηδες, επισκόπους. Ο Ανδρέα Vallier έγινε το 1621 διάσημος στη λογοτεχνία και έγραψε την ιστορία του Ηρακλείου. Ο Νικόλαος Βλεριανός και Ευστράτιος Βαλεριανός στα Σφακιά το 1453. Στρατηγός Valier στον Κρητικό πόλεμο 1667. Γενικός προβλεπτής Βαλιέρ σε έγγραφο του 1670 στη Ζάκυνθο.
Βελεγράκης, Μπελεγρής, Πελλεγρίνης, Πελεγρής, Πελεγριανόπουλος, Περεγρίνος.
Βαπτιστικό Pelegrinos Gisi σε έγγραφο του 11168. Ευγενής Pelegrinos Quirino 1468. Φραγκίσκος Τζεν Πελεγρίν 1611. Γεώργιος Pelegrino συμβολαιογράφος Χάνδακα (1511-1517), ΠέτροςPellegri και Bellergrin συμβολαιογράφος Χάρακα σε έγγραφα (1528-1570).
Βενέρης, Βενεράκης (Πάρτηρα Μονοφατσίου), Βενιέρης, Βενιεράκης. Σημερινό Βενετικό Venerio, Venier, Venicri. Βενετική οικογένεια Venier, Venerios από το 912. Οι Venier παλιά οικογένεια πατρικίων της Βενετίας με δικό τους οικόσημο. Η οικογένεια τρεις δόγηδες και συγκλητικούς. Στην Κρήτη υπήρξαν οι εξής δούκες: Laurent Venerio, Sabastien Venerio 1548 Daniel Vanerio 1573, Marc-Antoine Venerio 1594, Dolplin Venerio 1614.
Bενέτικος, Βενετικάκης (Πόμπια κ.λ.π.). Πιθανόν από το σημερινό Βενέτικος (=μικρόσωμος, σκυλί, Βενέτικο), Λέος Veneticus σε έγγραφο του 1271, Νικολός Venetiko έγγραφο του 1427. Αναγνώστης Βενέτικος σε έγγραφο του 1839.
Bίγλας Βίγλης-άκης, Νταβιγλάκης (Ζαρός). Paulo Bigli μεταξύ στρατευσίμων Χανίων το 1536.
Βίδος-άκης, Βίδου, Βίδης, Βιδάκης, Βίτος, Βίδα. Viti, Ven 1169, Vido Ven από το 13ο αιώνα. Vidotto, Vio και Vitus όνομα αγίου. Από βαπτιστικό Vito, βενετικό Vido. Οι Vido παλιά βενετική οικογένεια Ενετών πατρικίων από το 1264. Σε έγγραφα 1248 και 1249 Ciovani κάτοικος Χάνδακα. Johanes Vido, Κωνσταντίνος κάτοικος Χάρακα, Μαρίνος και άλλοι Vito σε έγγραφα του 1301. Ο Ιάκωβος Vinto κάτοικος Χάνδακα κατέχει φέουδο στην περιοχή του Βαθυπέτρου. Οι Βίδοι ήταν μεγάλη οικογένεια του Λασιθίου και είχαν αποικίσει δικό του χωριό. Το metochio di Vidi ή Vidiano στη σημερινή Μονή Βιδιανή.
Βιλανάκης και Μπιλανάκης.Vil(I)am, Vil(I)an, Vil(I)a.
Βιολάκης, Μπιολάκης (Καστέλλι Καινουργίου), Βιολιδάκης, Βιολετάκης, Βιολίνος, Βιολάτος.
Και σημερινό Βενετικό επώνυμο Viola, Violato, Violetta, βαπτιστικό Viola, Viole, Octavianys Valerio σε έγγραφο του 1454. Paulus Violato έγγραφο του 1301, Γεώργιος Βιολίνος 1435 Σφακιά, Zorzi Violin ή Giorgio Zamofili Violino συμβολαιογράφος Χάνδακα σε έγγραφα 1591-1636.
Βιτώρος, Βιτώρης, Βιτ(τ)ώρος, Βιτωράκης (Πετροκεφάλι, Καμηλάρι), Βιτ(τα)ωράκης,Βικτωράκης. Και σημερινό Βενετικό επώνυμο Vittori, Vitturi και Vettore. Από βαπτιστικό VIttorio. Προβλέπεται και γαλλικό Victor, (λατ=νικητής). Η αρχοντική οικογένεια των Vitturi της Βενετίας με δικό της οικόσημο ανέδειξε πολλές σημαίνουσες προσωπικότητες στην πολιτική, στρατό και εκκλησία. Μεταξύ αυτών και ο Lorenzo Vitturi του Daniel Αρχιεπίσκοπος Κρήτης το 1595. Ο Δούκας της Κρήτης το 1453 Benedetto Vitturi. Γνωστός ο προμαχώνας Βιτούρη το 1576 (Vitturi) των Ενετικών τειχών του Ηρακλείου, Αρχιεπίσκοπος Κρήτης το 1576 Lorenzo Vituri κλπ.
Βολάνης, Βολάνιος, Βολονάκης. Είναι δυνατό να προέρχεται από το Bollani και από το Polani ή και από το Volo. Ciuseppo Volani στρατιωτικός το 1571.Οι Polani από τις παλιές και αρχοντικές βενετικές οικογένειες Nikolaus Polanis έγγραφο του 1393. Polo Polani από το Ρέθυμνο κυβερνήτης Χαλέπας έγγραφο του 1570.
Βόλος, Βολάκης, Βώ(ο)λακας, Βολακάκης (Καμηλάρι), Βολουδάκης, Βουλουδάκης, Βολίτης, Βολιτάκης, Μπολάκης, Μπουλάκης, Μπουλουδάκης, Μπολιουδάκης, Βολίν. Οι Βόλο είναι αρχοντική οικογένεια με δικό της έμβλημα. Doninus Geotgius Volo, Grensis Purilluς στο πανεπιστήμιο της Padoba το 1661, 1662. Νικόλαος Βολίν από αριστοκρατική οικογένεια της Κρήτης το 1669 πρόσφυγας στη Ζάκυνθο.
Bροντίσης. Το όνομα σώζεται στο τοπωνύμιο Βροντίσι Καινουργίου, που πρέπει να σχετίζεται με βενετική οικογένεια Fronti. Οικογένεια Βροντίσης υπάρχει σήμερα στην Άνδρο.
Γαϊτάνος, Γαϊτάνης, Γαϊτανάκης, Γαετάνης. Και σήμερα βενετικό Gaetani και Gaidano από βαπτιστικό Gaetano σχηματισμένο από τοπωνύμιο στην πόλη Gaeta. Σε έγγραφο του 1301 Marcus Gaytano και Leomardus Gaitano. Σερ Nikolo Gaitan μεταξύ στρατευσίμων Χανίων 1536. Κλήμης Γαϊτάνος, Ιερομόναχος σε διαθήκη του 1555 στο Κάστρο. Πέτρος Γαϊτάνος, νοτάριος Χάνδακα 1520-1620. Νικόλαος Γαϊτάνης σε τουρκικό έγγραφο του 1716.
Γερό(ώ)λυμος, Γερω(ο)νυμάκης. Και το σημερινό βενετικό Geroli, Gerolani και Gerolami από βαπτιστικό Girolamo και Geronimo από Ιερώνυμος. Hieronymus pατέρας της Εκκλησίας 4ο και 5ο αι. Ieronymus, Geronymus συχνό βαφτιστικό σε έγγραφα 1340-1350 και σε έγγραφα 1375, 1376, 1395. Σε έγγραφο του 1536 μεταξύ στρατευσίμων Georgilla Geronymo, Nikolo και Paulo Gerolymo.
Γέρου, Γεράκης, Γερούλιος, Γερολάκης, Γερουλάκης, Γκερεδάκης (Βώροι), Γκερόσης, Γκερούσης, Γεραιουδάκης, Γερουκάκης (Βορίζια), Γεράρδος, Γιράρδος, Γκερούδος, Γερίτης, Γερίτσης. Σημερινό βενετικό Geroli, Geretto, Giraldo. O De Felice έχει βαφτιστικό Gezo από Ruggero ή Oggero, Ιωάννης και Γεώργιος Geriti έγγραφο 1356. Σερ Μανεά Gerici 1500. Μαΐστρος Νικόλαος (Κοκολιός), Γερίτης, ζωγράφος Χάνδακα. Constantino Geruda γιατρός στην Κρήτη.
Γιακουμάκης, Γιακουμιδάκης, Γιακουμινάκης, Γιακουμόπουλος, Ντεγιάκομος. Σημερινό βενετικό Giacomi, Giacomini, Giacomazzo και Ιταλικό από βαφτιστικό Giakomo, βενετικό Jacomo Γιακουμής-Κουμής-Ιάκωβος-Jacobus. Γιακουμής πρόσωπο στην κωμωδία «Κουτζούρμπος». Jacobina Cisi 1279. Βαφτιστικό Jacobus, Jacobinus, Jacobina, Jacobellus, Jaco σε έγγραφα 1340-1350 και 1363-1399. Jacomo Melissino στα Χανιά 1536. Μαΐστρος Τζουάνες Ντεγιάκομος σε έγγραφο του 1578.
Γοναλάκης, Γουναλάκης, Αβονάλες, Αβονάλι, Βονάλες, Βονάλε, Γονάλες, Γουνάλες, Γουνάλης. Οι Avonale περιλαμβάνονται μεταξύ των πατρικίων οικογενειών της Βενετίας και νωρίς πέρασαν στις αποικίες της Κρήτης. Το όνομα απαντάται στην Κρήτη από το 1279 με τους συνηθισμένους τύπους Avonale-Avonal. Marcus Anonale Castellanus Castri Temeni έγγραφο του 1379. Σε έγγραφο του 1369 σερβενταρία στα Χαμάνια του ποτέ Blasi Avonalis. Ανδρέας Γονάλες στον Άγιο Θωμά έγγραφο του 1447. Στο χρονικό του Trivan (1646) οικογένεια Avonal μεταξύ των ευγενών βενετών di Candia και di Camea και Avonal da nod Veneti μεταξύ των ευγενών Κρητών Χανίων. Γουνάλης Γιώργης στη Σίβα έγγραφο 1705 και Γουνάλης Γιακουμής επίσης στη Σίβα 1749. Στη Μονή Αγ. Γεωργίου Επανωσήφη υπάρχει χειρόγραφο ακολουθίας που αντιγράφηκε «υπό Γεωργίου Γουνάλε τους Κρητός το έτος 1794». Γεώργιος Γουνάλες Καλλιγράφος του 1795.
Γουλιέλμος, Γουλιελμάκης, Γουρλεμάκης, Γουλιεμάκης, Βιλιέμος, Γουλιάρμος, Γουλιάμος. Βενετικό Gugliemi, Gugemo, Gemi, Viligelmo, Vielmo, Gemo. Βαφτιστικό σε έγγραφο του 1280 Viligelmo. Εμμ. Γουλιάρμος ιερέας σε έγγραφο 1424. Μεταξύ στρατευσίμων Χανίων 1536 Nikolo Gulliamo και Giorgio αδελφός του.
Γρι(υ)ντάκης, Γκριδάκης, Δριδάκης, Γρίτολος, Ντιγριντάκης. Σημερινό βενετικό Griitti – Griti – Gridi. Επώνυμο ven Gritti από το 1206. Οι Gritti μεταξύ των πατρικίων οικογενειών της Βενετίας με δικό τους οικόσημο. Ανέδειξε συγκλητικούς Pregadi και μέλη του Συμβουλίου των 40. Στην Κρήτη Δούκες o Benoit Gritti 1472 και ο Luis 1552. Ανδρέας Gritti προβλεπτής Χανίων το 1538 και ο Αλοΐζος Gritti του Φραγκίσκου το 1552. Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες.
Δαγκαλάκης (Πραιτόρια), Δαγαλάκης, Δαγοράκης. Ο Ξανθουδίδης το παράγει από το δογάλος (=ίππος χρώματος πυρόξανθου). Da Callo και σήμερα οικογένεια Calli-o παλιά αρχοντική οικογένεια αστών, απέκτησαν συγγένεια το 1694. Στοn καστροφύλακα (1583) ενορία Ηρακλείου S. Nicolo de Sangallo.
Δακανάλης – Δακαναλάκης – Δαγκανάλης και Δακαναροπούλα. (Ανώγεια, Μοίρες, Αρχένες, Πλακιώτισσα κλπ.) Και σήμερα το βενετικό Da Canal και Ιταλικό Canale από τοπωνύμιο. Βλέπε και Καναλάκης και βυζαντινό Δεκανάλης, άσχετο με το κρητικό. Το όνομα υπάρχει σε πολλές μαρτυρίες στην Κρήτη από το 1212 – 1623 με τους τύπους da Canale και de Canale ή de Canali.Δούκες Johanes de Canali 1254 και Guidode Canale το1304 και 1308.Στον Raynezio de Canalis παραχωρούνται δύο καβαλλαρίες στο διαμέρισμα Χανίων 1252 και Jacodo και Johanes de Canalis.Canaletto de Canale, 1320 στο Χάνδακα. Georcio et Cuidoda Canal 1339, Ferdatores de Crete, Sclavurio και Νicolo da Canal.Leonardus de Canali rtovidys vir· Feudatus noster in Creta, 1398. Επιθεώρηση του ιππικού Ηράκλειο από το τον Fadio da Canal Γενικό προβλεπτή το 1582.-·Μεταξύ ευγενών Ηρακλείου και φεουδαρχών υπαίθρου, Alessio Canal, Domeniko, Marco, Nikolo, Marino Canal και άλλοι το 1583.-Στο χρονικό του Τzivan 1644 μεταξύ των Νοd ven di Candia Canal. Σε έγγραφο του 1861 Δακαναροπούλα από τον Ξυδά.
Δαμάνος, Δαμανάκης, Δαμιανός, Ταμιάνος, Ταμίας. Βαφτιστικό Δαμιανός και επώνυμο Δαμιανάκης. Βαφτιστικό Damianus Genoveso κάτοικος Castro Novo έγγραφο 1373. Damianus Michel άτοικος Χάνδακα 1281. Damiano Dimitri το 1395 αγοράζει σπίτι στο Ηράκλειο. Εκατόνταρχος Damian de Zuane της Ελληνικής Φρουράς Ηρακλείου.
Δαμόστος, Δαμούστος, Δαμάστος, Δαμουλής, Δαμούλης, Δαμουλάκης, Νταμουλάκης, Μολίνος, Μουλής. Και σημερινό βενετικό da Molin. Ιταλικό Molino, Mulino, da Mulino από τοποθεσία σε μύλο. Η οικογένεια Molin με δικό της οικόσημο από τις λαμπρότερες αρχοντικές οικογένειες της Βενετίας. Ανέδειξε πολλές πολιτικές, στρατιωτικές και εκκλησιαστικές προσωπικότητες, μεταξύ των οποίων και ένα Δόγη. Στην Κρήτη Δούκες ο Ανδρέας de Molino, Μάρκος 1345 και Ιερώνυμος 1469. Σε συμβόλαιο του 1723 Νικολός Νταμουλάκης, Καπετάν Δαμουλής και Καπετάν Σταμάτης Δαμουλάκης σε τούρκικο έγγραφο το 1750.
Δάνδολος, Δανδόλου, Δανδουλάκης, Δουνδουλάκης, Ντουντουλάκης, Δάντουλος, Δαντουλάκης, Τόντολος. Και σημερινό Dandolo. Οι Dandolo από τις ευγενέστερες και παλαιότερες ιστορικές οικογένειες της Βενετίας, ανέδειξε μεταξύ των άλλων και τέσσερις Δόγες. Στην Κρήτη υπήρξαν οι εξής Δούκες: Thomas Dantolo 1241, Marcus Dantolo 1263, Andrea Dandolo 1294, Hernicus 1312, Fantin Dandolo 1315, Andrea 1359, Leonardus 1363, Andrea 1378, Leon 1411 και Gerardus 1456. Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες για την οικογένεια.
Δαρίβας, Δαριβάκης, Δαριβιανάκης, Νταριβιανάκης, Ντερίβας, Ντε Ρίπα. Και σήμερα συχνό βενετικό επώνυμο Riva και De Riva. Σε έγγραφο του 1367 Nikolas De Rippa και Μάρκος γιος του, Blasius De Rippa νοτάριος έγγραφο 1359 και 1368. Vassili Deriva μεταξύ στρατευσίμων Χανίων το 1536. Γενικός προβλεπτής στο Χάνδακα 1653 Δαρίβα Ιάκ. Fantino Da Rina tenente generale dell armata όμηρος κατά την παράδοση του Χάνδακα στους Τούρκους 1669.
Δραγανιδάκης, Γραδονίκος, Γραδενίγος, Δραγανίκος, Δραγανίγος, Δρανιγόπουλος. Στα επώνυμα από τοπωνύμια Βενετικά Gradenigo, Gradonicus από το 912. Οικογένειες ιταλικές Drago, Dragone-oni, πιθανόν και από το ελληνικό Δράκων. Οι Gradenigo ήταν ευγενείς οικογένειες που ήλθαν από τη Βενετία και είχαν δικό τους οικόσημο. Ανέδειξε τρεις Δόγες, πολλούς συγκλητικούς και αξιωματούχους της Εκκλησίας. Ένας μάλιστα ύστερα από 40 χρόνια μοναστική ζωή άγιασε το 1016. Στην Κρήτη oi Gradonigo ή Gtagenigo ήταν από τους πρώτους εποίκους που ήλθαν τι 1211 από τη Βενετία. Στην Επανάσταση των αποίκων το 1363 και τη δημιουργία της δημοκρατίας του Αγίου Τίτου, πρώτος συνωμότης ήταν ο Τίτος Γραδενίγος. Πολλοί Γραδενίγο δέχθηκαν την Ορθοδοξία και αγάπησαν την πατρίδα μετά ζήλου. Μετά την πτώση του Χάνδακα (1669) μερικοί αλλαξοπίστησαν. Μεχμέρ Δραγανίγος στο Πλατυπόδι Μεραμπέλου έγγραφο 1744. Μεχμέτ Δραγανίκο στο Χουμεριακό έγγραφο 1766 και Σουλεϊμάν Δραγανίγος αιμοβόρος γενίτσαρος στη Σπιλαλόγκα. Δούκες στην Κρήτη Βαρθολομαίος Gradonico 1232, Άγγελος 1234-6, Μαρίνος 1277-80 και 1282-83, Μάρκος 1331, Πέτρος 1349-52, Ιωάννης 1368-70 και 1374-76 και Μάρκος 1627-29, Μιχαήλ Γραδενίγος πρεσβευτής τιμαριούχος Χάνδακα. Υπάρχουν πολλές αναφορές για την οικογένεια Δραμουντάνης (Ανώγεια, Κάτω Μούλια κλπ.) Προβλεπτής βεν. Tramontin και ιταλικόTramantana = chesta o viene Nord. Το όνομα δεν προέρχεται βέβαια από το βενετικό επώνυμο, αλλά από το όνομα του αέρα παρωνύμιο για κάποιον με δυναμική παρουσία.
Δρετ(τα)άκης, Ντρετάκης, Ντρετουλάκης, Δρετουλάκης, Δριδάκης, Δρέτος, Δρέτας. Ίσως από το dreto ή drito (ευθύς, ίσιος, ειλικρινής, τρέτος άνθρωπος). Γιάννης Δρέτας στον Άγιο Μύρωνα 1698. Γιάννης Δρέτο έγγραφο του 1757. Συμεών Δρετουλάκης ιεροδιάκονος της Μονής Ασωμάτων.
Zαμπέτης, Ζαμπετάκης, Ζαμπετουδάκης, Ζαμπετουλάκης. Ιταλικό Zampeti. Υπάρχει και Ζάμπος, Ζαμπέτης και Ζαμπέτας . Νικόλαος Ζαμπέτης Νύβριτος 1755.
Ζέης, ζεάκης, Ζεϊνάκης. Βαφτιστικό Geo, Zeo, Zea, πιθανόν υποκριτικό του Argeo ή Ageo ή Igea ή Igeo από Gea του Γαία Γη.
Καδιάνης, Καδιανάκης, Καντιάνος, Ντα Κάντια. Η βενετική οικογένεια πατρικίων Candiani κατάγεται από τους Sanudo της Ρώμης, που εγκαταστάθηκαν στην Padova και εκεί μετονομάστηκαν Candiani. Μ΄ αυτό το όνομα κατέφυγαν στη Βενετία και υπήρξαν από τους πρώτους ιδρυτές της. Ανέδειξαν 5 Δόγες, μέλη του Maggior Consilio και άλλους άρχοντες. Απαντάται και το βαφτιστικό Candianus – Cantiana, Candina Uxor Dominici Quagloto έγγραφο του 1281. Candianus Barbaro Σε έγγραφο του 1373. Στρατήγης και Εμμανουήλ Candiano του Θεοχάρη έγγραφο του 1299.
Καζεράκης (Πραιτόρια Μονοφατσίου). Βενετικό Caser, Casato τυροκόμος. Casari, Caseri, Csarin στη βόρεια Ιταλία διαδεδομένο από τη Βενετία.
Καζινιεράκης, Καζινάκης. Από Ιταλικό Casino.
Κάλμπος, Καλμπάκης, Καρμπαδάκης, Καλπάκης, Καλπαδάκης. Επώνυμο ven,=. Calvi, Calbo από το 1085 και Ιταλικό Calvo, Calvini, Calvino, Calbani από το λατινικό calvus (=φαλακρός). Το Καλπάκης Καλπαδάκης, πιθανόν παρωνύμιο από τουρκικό Kalpak (καλπάκι = σκούφος). Ser Franciscus Calbo, Rogatus σε έγγραφα 1345, 1347 και 1350. Γεώργιος Κάλβος Κρητικός και Νικόλαος Κλάμπος Κρητικός ιερωμένος και αγιογράφος 1681.
Καλούσης, Καλουτσάκης (Λιγόρτυνος), Καλούτζος. Επώνυμο Calli, Callo, Calini, Collucci και Calluzzi από βαφτιστικό λατινικό Callus ήδη από τον 8ο αιώνα. Σε έγγραφο του 1301 Ν. Caluci κάτοικος Χάνδακα. Σε κατάλογο προέδρων της Ελληνικής Αδελφότητας Βενετίας Zorzi Caluzi το 1538 και 1539. Zorzi Caluci πλοιοκτήτης 1544. Εμμανουήλ Καλούτσης διδάκτωρ σε έγγραφο του 1610. Σε τουρκικά έγγραφα του 1712 Γιώργης Καλούτσης στο Χουδέτσι.
Καμηλάκης. Από βαφτιστικό Camilo, Camilla από το λατινικό Camilus παρωνύμιο ή όνομα. Βενετικό επώνυμο Camillo, Camilli. Ίσως να προέρχεται από κάποιο παρωνύμιο λόγω παρομοιώσεως με την καμήλα. Βαφτιστικό Camilo Stevlioti στον Αποκόρωνα 1536. Μισέρ Καμίλο Λουμπάρδο 1560. Johanes Camilo κάτοικος στο χωριό Messocefala σε έγγραφα του 1368 και 1394. Μισέρ Καμίλος έγγραφο 1616. Κώστας Καμήλος σε τουρκικό έγγραφο του 1671.
Καπελάκης, Καπελώνης, Καπελούτσος, Καπελούσης, Καπελούσος, Καπελέτης. Επώνυμο ven Capeli, Capelleso, Cappellin και Ιταλικό Cappelli, Capelletti, Cappelloni, Capellari, Cappellacci επαγγελματικό. Οικογένεια πατρίκιων Capello κατάγεται από την Capoa και εγκαταστάθηκε στη Βενετία το 900. Ανέδειξε επισκόπους και συγκλητικούς. Στην Κρήτη Δούκες Dommenicus Capello 1532, Carolus 1540 και Jeronimus Capello 1590. Πέτρος Capello κάτοικος Χάνδακα. Albano Carello αξιωματικός της νύχτας έγγρ. 1411. Lorenzo Capello Καπετάνιος Κρήτης έγγρ. 1424. Γιρόλαμος Καπέλο, Γενικός Προβλεπτής Βασιλείου Κρήτης έγγραφο 1610. Καπελόνης (Βαθιακό) 1840.
Kαραταράκης. Από Καρατάρης (=υπολογιστής, ζυγιστής), Caratare (=εισπράκτορας φόρου), carato) (βενετικό) (=το μέρος του φόρου που αναλογεί να πληρώνει κάθε φεουδάρχης).
Kαρκάνης, Καρκανάκης, Καλκάνης. Καλκάνης – Καρκανάκης από βενετικό Calcano, Calcagnini – agnolo, Phylippa de Calcano σε έγγραφο του 1384. Γιώργης Καρκάνης έγγραφο 1856, Δημήτρης 1857 και Νικόλαος Καρκανάκης 1860.
Καρούζος, Καρουζάκης, Καρούσης. Οικογένεια Caro – Caroso και βαπτιστικό Caro, Pictro Caroso έγγραφο 1224. Επίσης Carugo, Vizenzo (Καρούζος) 1518 στη Βενετία. Μιχάλης Καρουζάκης στα Καλέσια έγγραφο 1671, παπά Εμμ. Καρούζος 1672, Μάνος Καρούσος σε τούρκικο έγγραφο του 1741 στο Πετροκεφάλι, Κωνσταντής, Καρούζος στην Πόμπια έγγραφο 1749 και Καρούζος Μιχάλης Κάτω Καλέσια Μαλεβυζίου έγγραφο 1754.
Kαρτσώνης – άκης, Καρτσωνάκης. Οικογένεια βενετική Carzoni από το 14ο αιώνα από garza και επώνυμο Carzi. Αρχοντική βενετική οικογένεια πατρικίων με δικό της οικόσημο οι Carzoni που κατάγονται από την Bologna. Ανέδειξε συμβούλους, συγκλητικούς και στρατιωτικούς. Στην Κρήτη Δούκας Marin de Carzonibus (Marino Carzoni)1484.
Κατσανέβας, Κατσανεβάκης, Κατσανέβης. Ετυμολογείται από τον Ν. Ανδριώτη κάτσε – ανέβα. Ο Τριανταφυλλίδης έχει «απροσδόκητα ζευγαρώματα». Άγγελος Κατσανέβας – φορτοεκφορτωτής, ασφαλώς νομίζει ότι το επώνυμο αυτό που ανεβαίνει κάτσα – κάτσα (κρυφά, Κρήτη). Όμως το όνομα πρέπει να είναι βενετσιάνικο. Σε έγγραφο του 1438 Berrnado Canzanare έμπορας στην Κρήτη έρχεται από την Κύπρο. Καπετάνιος Γεώργιος Cazzaneva Σφακιανός 1594.
Κατσαρός, Κατσαράκης, Κατσαράς, Κατσαρόλης. Από το βενετσιάνικο Cazzaro, Cacciari, οικογένεια Cazzaro – aroli. Σε έγγραφο του 1329 Costa Cazara κάτοικος Χερσονήσου. Martinus Chazara κάτοικος Χάνδακα έγγραφο του 1369. Νικόλαος Κατσαρός 1502 και 1503. Μεταξύ στρατευσίμων το 1536 στα Χανιά Fudo Cossaro και Manoli Cazzaro. Zuanne Curin deco Cazzara νοτάριος σε έγγρ. 1590 – 1629. Κτήτορας της Μονής Αρετίου Ιερομόναχος Μανασής Κατσαράς 1617. Σε τουρκικό έγγραφο του 1716 Γιάννης και Μανόλης Κατσαράς.
Κατσούλης -άκης, Κατσούλος, Κατσουλιέρης, Κατσουλιεράκης, Καζούλης, Καντζόλης, Κατσουλάριος, Κατσούλης. Έχει παρουσία στην Κρήτη κατσούλα (=γάτα). Βενετικό Cazza – Jola – Zola (=mestola κουτάλα, μυστρί). Paolo Cassuglia και Cassullo έγγραφο 1236. Marius Cassli (Cassulo) Consiliarius στη Βενετία έγγραφο 1252. Μεταξύ στρατευσίμων Χανίων 1536 Dimitris Cazulis. Γιώργος Κατσούλης, Σγουρολέος και Κατσούλης Νικόλας Αγριμολέος έγγρ. 1583. Επίσης μεταξύ οφειλετών παχτωτών Λασιθίου το 1583 Γιάννης Κατσουλάριος του ποτέ Μιχελή. Σε αναφορά Σφακιανών το 1594 στον Προβλεπτή Χανίων Pasgualigo υπογράφει «εγώ Καπετάν Γιάννης Πέτερος Κατσούλης».
Κοζύρης, Κοζυράκης, Κοζάκης, Καζανάκης, Κοζωνάκης, Κοζανίδης, Κοτζάκης, Κοτζανάκης, Κότσας, Κοτζέλης. Από το Cosma – Cosimo – Cosimi, De Cosi. Σε έγγραφα του 1320 Paghnutius γιος Cosiri κάτοικος Κουμάσα και Μιχάλης Cosiri beccarius. Ιωάννης Cosiri 1368 και Θεόδωρος κάτοικος Καταλαγάρι. Costas Cosiri από Χανιά κάτοικος Χάνδακα 1378 και Γεώργιος Cosiri μπαρμπέρης στο Χάνδακα. Μακάριος Κοζύρης ηγούμενος και Ιωάννης Κοζύρης από την Κρήτη στη Ζάκυνθο έγγραφο του 1670.
Κοκ(κ)λάκης, Κοκολακάκης, Κοκολινάκης. Βαπτιστικό Κοκόλης Καρδάμης έγγραφο 1583. Μαΐστρος Νικόλαος Κοκολιός Γερίτης ζωγράφος στο Χάνδακα 1504.
Κόκος, Κοκάκης, Σκοκάκης, Καουκάκης, Καούκος. Και σήμερα Βενετικό Cocco. Οι Cocco μεταξύ των πατρικίων οικογενειών της Βενετίας κατάγονται από το Durazzo και κατ΄ άλλους από την Μάντοβα. Ανέδειξαν πολλές προσωπικότητες. Ο Caetano Cocco του Αντώνη ίδρυσε το Κολέγιο Κόκκο στην Πάντοβα το 1565. Ο ίδιος εγκαινίασε το Αρχιεπισκοπικό της Κέρκυρας το 1574. Πολλοί Cocco ή Cauco σε έγγραφα το 1224,1225 και 1228. Marco Cocco έμπορος 1301. Cauco ή Cocco νοτάριος σε έγγραφα 1373-1427. Ser Antonius Cocco (Cauco) δικηγόρος 1423. Καπετάνιος Storza Cocco 1594.
Κολλάκης, Κολλουδάκης, Κολλάρος, Κολέσης, Κολουντζάκης, Κολ(λ)αρετάκης, Κο(ω)λέτης, Κωλετάκης, Κολετσάκης, Κολεντζάκης, Κολετζάκης, Κολατσιδάκης, Κόλας. Από κόλας (Cola) υποκριτικό του Νικόλα. Οικογένεια Cola από βαπτιστικό υποκριτικό του Nicola Coletti, Colasi, Colizzi. Σε έγγραφο του 1372 Pavlos de Colla Potron ιδιοκτήτης πλοίου στο Χάνδακα. Collw εξόριστος από το Castro St, Nichita έγγραφο 1399. Τζώρτζης Κόλλας 1604. Αγρός Μάρκου Κολλάρου σε τούρκικο έγγραφο του 1670, μετόχι Κολάρου κοντά στα Ανώγεια. Ιωάννης Κολάρος στη Σίλαμο 1672 και Μάρκος Κολάρος στον Άγιο Θωμά 1673.
Κονταρής, Κονταράκης, Κονταρίνος, Κονταρίνης, Κονταρόπουλος. Και σήμερα Βενετικό Contarini (ο), Η αρχοντική οικογένεια των Contarini εγκαταστάθηκε στη Βενετία από της ιδρύσεως της. Ανέδειξε πολλές προσωπικότητες, συγκλητικούς, 8 δόγες και πολλούς εκλησιαστικούς άρχοντες. Ο Antonio του Zaccaria το 1387 έγινε επίσκοπος Di Adria και αργότερα Αρχιεπίσκοπος di Candia. Δούκες Κρήτης Ιάκωβος 1479, Μάρκος – Αντώνιος 1544 και Διονύσιος Λαυρέντιος Contarini Γενικός Προβλεπτής Κρήτης 1631 – 1635. Υπάρχουν πολλές αναφορές για την οικογένεια.
Kόπακας, Κοπάσης – άκης, Κοπιδάκης, Κόπος, Κοπέος. Coppo –I, ve, Cup oven από τον ΧΙΙ αιώνα. Βertolemeus Cupo, Candia 1209. Andrea Copo 1327, Ιωάννης Κόπος τέως ταμίας Κρήτης 1384. Franciscus Copo ή Coppo νοτάριος 1376 – 1368. Μεταξύ στρατευσίμων Χανίων 1536 Jani Liarco Opeo. Αντώνιος Κοπέος από Χανιά 1583 μαθητής Ελληνικού Κολεγίου Αθανασίου Ρώμης. Andreas Copus πτυχιούχος Πανεπιστημίου Padova έγγραφο 1592.
Κορνάρος, Κορναράκης, Κορνέλης, Κορνελάκης, Αορνηλάκης, Κορνολάκης, Κορνήλος, Κορναρόπουλος, Κουρνελάκης. Και σήμερα βενετικό Corner από βαπτιστικό Cornaro – Corner = Cornelio . Οικογένεια Βενετίας Cormelio και Cornaro – Corner, Cornario από το 1153 από Corno (=μουσικό όργανο), σύμβολο αφθονίας. Philipo Cornario de Sancto Felice φεουδάρχης Χανίων 1252. Alexius Cornario, σε έγγραφο 1341, πρεσβευτής φεουδαρχών 1345. Michele Cornaro ζωγράφος στο Βούργο του Χάνδακα έγγραφο 1461. Γενικός Διοικητής Κρήτης Ιερώνυμος Corner 1527. Cornaro Francesco Κυβερνήτης γαλέρας 1571. Corneri βενετοί ευγενείς Ρεθύμνου 1574. Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες.
Κουμάντος, Κουμαντάκης, Κουμαντακάκης, Κουλάνδρος, Κουμάσος. Από το βαπτιστικό Ciacomo, Ciacomato, Comato, Comado. Στην Tzivan 1644 από εμπόρους Χανίων οικογένεια Cumasso. Μιχελής Κουμάσος σε τούρκικο έγγραφο 1672.
Κούμης, Κουμάκης, Κουμιανού, Κουμαδοράκης, Κουμμούτος. Οικογένεια βενετική Commeto, Cmello, Comin XVI αιώνα. Από βαπτιστικόc Ciakomo Jacode και ιταλικό Como, Compi, Comino, Cominato, Comuzzo, Comotto. Τοπωνύμιο Κούμος Πεδιάδος. Αλμυρός Κουμάτος δικαστής της νύχτας στο Χάνδακα έγγραφο 1347. Νικολό Cumi μεταξύ στρατευσίμων το 1536 στα Χανιά.
Koκρίνος, Κουρινάκης, Κουρής, Κουράκης, Κουριδάκης. Επώνυμο βενετικό Quirinus από το 1173-Querini, Quizino, Querino. Οικογένεια πατρικίων οι Qurtini κατάγονται από τη Ρώμη, εγκαταστάθηκαν στη Πάδοβα και από εκεί πέρασαν στο Torcello. Ήταν από τις οικογένειες που συνετέλεσαν στη δημιουργία του Δόγη. Ανέδειξαν επισκόπους, πατριάρχες, συγκλητικούς και ιππότες. Το 1310 ο Sign Zuane Querin του Νικολό εγκαταστάθηκε στο Ρόδο και αγόρασε τη νήσο Αστυπάλαια. Είχαν δυο ΔούκεςPaulus Querin 1216-1218, Paulus Querini 1223-1226 και Culilmus 1397-1399. Piectro Querini φεουδάρχης Χάνδακα πρεσβευτής φεουδαρχών 1349. Lauro Querini βενετοκρητικός λόγιος 1460. Πολύ συχνό επώνυμο Κουρίνος-Κουρής στα έγγραφα της Μονής Αρετίου 1550-1634. Οικογένεια Κουερίνου από την Κρήτη στην Ζάκυνθο 1669. Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες και αναφορές για την οικογένεια.
Kούρτης, Κουρτάκης, Κουρτικάκης, Κούρτος, Κουρτίκης. Βαπτιστικό Curto και οικογένεια βενετικό Curti – toni, βενετικό Curzo –i, Επώνυμο de Curti, di Curti από παρωνύμιο curto. Ο Τριανταφυλλίδης ετυμολογεί επώνυμο Κουρτίδης από τούρκικο Kurt (=λύκος). Ο Ξανθουδίδης το Κούρτης-Κουρτάκης από τη λέξη κούρτα και κούρτη (=μάντρα αιγοπροβάτων). Σε δημοτικό τραγούδι : «Να σε δω κούρτα των αρνιών, σταλίστρα τω προβάτω». Τοπωνύμια Κούρτα στην Ελεύθερνα Μυλοποτάμου και Κούρτες Καινουργίου. Σε έγγραφο του 1299 Rigo και Georgius Curto, lannno Curto Zacho. Γεώργιος Κουρτικάκης έγγραφο του 1582 και Κωνσταντής Κουρτάκης έγγραφο 1584. Στην ελληνική στρατιά Ρεθύμνου Καπετάν Αλέξης Curihi εκ του Καζά Πλατανιά έγγρ. 1584.
Λαγκο(ου)βάρδος, Λαγουβάρδος, Λαγουάρδος. Και σήμερα βενετικό Longobardi. Επώνυμο Langobardo κυρίως στο νότο. Αναφέρεται εν μέρει στο γερμανικό λαό των Λαγγοβάρδων. Το όνομα συχνό σε συμβόλαια του 1301. Πέτρος, Μάρκος, Νικόλαος και άλλοι Lagovbardo και Longovardo. Φραγκίσκος Λογγοβάρδος ιερέας, νοτάριος Χάνδακα σε έγγραφα του 1394-1417. Οικογένεια Λγουάρδου από το Ρέθυμνο το 1651 στη Ζάκυνθο. Λέγεται ότι στη Μονή του Αγίου Γεωργίου Επανωσήφη ιδρύθηκε λίγο πριν το 1600 σε περιοχή που ανήκε στον άρχοντα Λαγοβάρδο. Νικολής Λανκουβάρδος 1839, Μεθόδιος Λαγουβάρδος Επάνω Τριπόδι Μυλοποτάμου ηγούμενος Μονής Ασωμάτων το 1860 και Αγαθάγγελος Λαγουβάρδος από τους Αγίους Αποστόλους Αξαρίου ηγούμενος το 1918 της ίδιας Μονής.
Λαδουκάκης. Από το Λάντος-Λάνδος. Lando συχνό στη Βενετία. Η οικογένεια Lanto μεταξύ των παλαιοτέρων και ευγενέστερων οικογενειών της Βενετίας . Ανέδειξε πολλούς άρχοντες, δόγες, καρδινάλιους, επισκόπους στην Κρήτη και είχε δικό της οικόσημο. Marino Lando σύμβουλος Κρήτης σε έγγραφα του 1420 και 1422. Ιερώνυμος Lando από τη Βενετία (1459-1493) αρχιεπίσκοπος Κρήτης. Σεβαστιανός Lando προβλεπτής Ιππικού στο Χάνδακα έγγρ. 1603. Οικογένεια Λάνδου από την Κρήτη το 1599 στη Ζάκυνθο.
Λαντζούρης, Λάντζουράκης. Πιθανόν από Λάντζας, με βενετική κατάληξη – ore.
Λέκκας, Λεκάκης, Λεχάκης, Αλεγκάκης, Αλεκατσάς. Και σήμερα Βενετικό Lacca, Lecco, Lecchi. Ιταλικό επώνυμο Lecchi, Lecco cognome Lombardo dal toponimo Lecco. Georgius Alecaza μεταξύ Βιλλάνων 1299. Craco Lecho αξιωματικός γαλέρας σε έγγραφο 1584. Βαρδής Λεκάκης έγγραφο 1697. Δημήτρης Λέκας Βενερατιανός στα Βορίζια έγγραφο 1866.
Λουπάκης, Λουπάσης, Λουπασάκης , Λούπος, Λούπης, Λουπίνος. Στα ελληνικά Λούπης = αρπακτικό πτηνό. Από το Lupo βαπτιστικό Λούπος, Λουπάκης, Λουπέτης. Επώνυμο Ιταλικό Lupo, Lupattι από Lupo. Και σήμερα βενετικό Lupi, Lupino και Lupin μεταξύ πατρικίων οικογενειών της Βενετίας. Σε έγγραφο του 1300 Cifredus Lupinus στο Χάνδακα. Marcus Lupino, Benveuti Lopino 1329, Μάρκο Lupini από την Candia στη Ρόδο το 1354, Νικόλαος Λούπο 1841. Λούπο Γιώργης σε δημοτικό τραγούδι.
Λυρώνης. Λιρόνες = νόμισμα ενετικό. Σε έγγραφο του 1622 αναφέρεται «υπέρπυρα 501 εις λυρόνες και κατρίνια». Αλλά και Λυρόνι (το) = λύρα.
Μαλεφι(υ)τσάκης, Μάλφες. Βενετική οικογένεια Μalfato από το 971. Και σήμερα ιταλικό Malfatto ( Fatto male = brutto, άσχημος). Σε έγγραφο του 1471 Marcus Malfatus φεουδάρχης.
Μαν(ν)νέα, Μάνεσης, Μανέλος, Μανιδάκης, Μανέας. Και σήμερα βενετικό Mahco, Manesso. Βαπτιστικό Μανέας Πόλος. Μανέας Ντεμέζος, Μανουήλ ή Μανέας Ντατσίπρη νοτάριος. Manea Mazzo, Pietro Manca Mazzo, Piertro Manea νοτάριο έγγραφο 1583-1665).
Μανιάς, Μανιάδης, Μανιαδάκης, Μανιακουδάκης, Μανιάκος. Mani ven από το 1148, Manin, Manati, Manuzio, Manuzato, Manoli βαπτιστικό Manolessus ven από το 1075.
Μανιώρος – Μανιωράκης. Από το Μανιός – Μανιάρος. Η συγγραφέας πιστεύει ότι προέρχεται από το Μανιός – Μανιόρος. Βαπτιστικό Μagno από λατινικό magnus = gande. Αλλά και Μario βαφτ. από λατινικό Μarius από το αρχαϊκό manus.Σερ Sclavus Magno από τη Βενετία κάτοικος Χάνδακα 1352. Σε έγγραφα του Ι363 1395 σι Βενετοί Sclavus Magno, Madlus, Magno, Marius και Johanes Magno. Στα Χανιά το 1536 mastro Maro Mari και Mastro Manoli Mari, Retrus magnus thesaurarius 1545. Γιάννης υιός Μανιού έγγραφο 1672 και Μανόλης Μανιάς έγγρ. 1674. Αλοΐσιος (Αλεβίζε) Μάνιο, έκτακτος προβλεπτής Σούδας έγγρ. 1713. Μανιουδάκη από την Κρήτη το 1868 στη Ζάκυνθο.
Μανούσος, Μανουσάκης, Μανούσακας, Μανουσακάκης, Μανουσουδάκης, Μανουσιουδάκης, Μανουσιδάκης, Μανουσέλης, Μανουσελάκης και Μανουσογιαννάκης. Από το βαφτιστικό Μano, Manea, Manusso, Manoli προβλεπτής Μari, Maro, Matusso και Zane Zanessi,Zanusso, προβλεπτής Γιάννης Γιαννούκος – Γιαννούσος (επών. Γιαννουσάκης στις Μαργαρίτες Μυλοποτάμου), Μιχ. Γιαννούσος 1566. Κατά την εποχή της Ενετοκρατίας το Εμμανουήλ – Μανόλης συνηθίζεται ως Μάνος – Μανός- Μανιός – Μανέας – Μανούκος – Μανούσος από επίδραση βενετική. Ο Οlinieri έχει Μani, Manuzio, Manuzzato, Manoli από το 1309, Μanolessus από το 1075 από μεσαίων. βαφτ. ο Εm. De Felice έχει βαφτίσει Μanolo υποκ. του Εmmanouele. Σε έγγραφο του 1479 βαφτ. Μanussio Marci. Ser Manussio 1546. Μanutio Rireri στα Χανιά 1536, Μanusso di Candia 1559 και Μanusso Mara Candiote, 1569.Μανούσος Πρέβελης του Πέτρου 1591. Σε έγγραφα του 1503 -1509 Μanoli da Candia και 1501 -1517 Μanusso da Candia που ο Αντ. Πάρδος ταυτίζει. Στα κατάστιχα του νοταρίου Μ. Μαρά 1538 – 1578 βρίσκουμε αδιακρίτως Μανουήλ ή Μανέας, Μανώλης ή Μανούσος. Μανούσος Πηγάς δάσκαλος 1567 και 1582, Μανοήλ Πηγάς δάσκαλος 1572 το ίδιο πρόσωπο όπως δέχεται και ο Μέρτζιος. Και η Ασπασία Παπαδάκη από την ανάγνωση πολλών εγγράφων ταυτίζει το Εμμανουήλ – Μανέας – Μανούσος. Επίσης η Μ. Κωνσταντουδάκη ταυτίζει τον Μανέα Μουζουράκη ζωγράφο 1509-1534 με τον ser Manussio Mazurachi και με τον Μανέα Μουζουράκη μάρτυρα σε έγγραφο του 1549. Σε έγγραφο του 1692 Σταμάτης υιός Μανούσου και Παύλος υιός Μανούσου.
Ματαλενάκης, Μανδα(ε)λενάκης, Μανδαλένης. Σημερινό βενετικό Maddalena, βαπτιστικό Maddalena, Magdalena = Μαγδαληνή, Γιώργης Μανδαλεύης σε έγγραφο του 1880. Σε τούρκικο έγγραφο του 1970 συνοικία Κερά Μαδελένη.
Μαραβέλιας, Μαραβελάκης. Οικογένεια Βενετική Meraviglia και Miradello. Βαπτιστικό Marabello . Μαραβίλια και Μαραβέλια οικογένεια από την Κρήτη στη Ζάκυνθο.
Μαραγκός, Μαρακάκης, Μαραγκουδάκης (συχνό στην Κρήτη). Και σημερινό βενετικό Marangon και Marangoni από το βενετικό Maragon.
Μαράκης, Μαρούσης, Μαρουσάκης, Μαρούδης, Μαρούδας, Μαρουδάκης, Μαρούλης, Μαρουλάκης, Μαρονικολάκης, Μαράνος, Μαράς, Μαρανίνης. Πολλά από το Marin Μαρής, Μαράκης. Οικογένεια βενετική Mari, Marusso από το βαπτιστικό Marano –ami, ana. Σε έγγραφα του 1367-1394 Γιώργης Marano στην Catoacrea, Κώστας Marano στο χωριό Simari, Μιχαήλ Marano στους Κουνάβους και Πέτρος, Νικηφόρος, Αποστόλης, Ιωάννης, Νικόλαος Marano και Δημήτριος Maranini κάτοικος Χάνδακα σε έγγραφο του 1369. Maistro Andrea Marino ζωγράφος, έγγραφα 1563-1600. Μάξιμος Μαράς Μητροπολίτης Ιεραπόλεως έγγραφο 1665. Ιερέας Γρηγόριος Μαράς του αφέντη Μάρκο από το Κάστρο της Κρήτης στη Βενετία σε διαθήκη του 1704.
Μαρ(ρ)ής, Μαράκης, Μαρακάκης, Μαριδάκης, Μαρυδάκης. Από Marino, Marin, Μαρής. Το Μαράκης ίσως από το Μαράνος-Μαράς. Το Μαριδάκης μπορεί και παρωνύμιο από το ψάρι μαρίδα. Στη Βιάννο σε επιγραφή εκκλησίας του 1360 Νικολέτος και Κώστας Μαρής από Βενετούς πατρίκιους Marini. Δημήτριος Μαρής νοτάριος σε έγγραφο του 1562. Μαθιός Μαρής του Ιωάννη στα Καλέσα το 1661. Μελέτιος Μαρής 17ος αι. Ιερομόναχος που δίδαξε στον Χάνδακα.
Μαργέτης, Μαργέτος, Μεριέτος, Μαριέττας, Μαργετάκης, Μαργιετουσάκης. Και σημερινό βενετικό Maro-Mari πιθανό και από το Marietta, συχνό βαπτιστικό κατά την Ενετοκρατία.
Mαρίνος, Μαρινάκης, Μαρίνης, Μαρικόπουλος. Από οικογένεια βενετική Marino από το 1122 Marini, Marinato, Mαrinello από βαπτιστικό Marino. Νικολάους Marino κάτοικος Χάνδακα έγγραφο 1281. Σε έγγραφα 1361 Fragco Marino da Candia και Michele Marino da Candia κάτοικοι στην Αμμόχωστο. Έγγραφο του 1399 Μάρκος Marinos του ποτέ Κωνσταντίνου. Συγγενείς του Μάρκο Μαρίνο. Μεταξύ στρατευσίμων το 1536 στον Κουρνά Αποκορώνου Nikola Marinopulo, Nikolo Marino patron Το 1552 και 1554. Λαυρέντιος Μαρίνος (1593-1616) ηγούμενος της Βροντησίου.
Mαριόλος, Μαριολάκης, Μαργιολάκης, Μαργιώ(ό)λος, Μαργιολάκης. Βενετικό Mariol. Ιταλικό Mariolo (=πονηρός, απατεώνας, παιχνιδιάρης) αλλά και μαριόλος = ναύτης). Μαργιολάκης Ιωάννης έγγραφο 1867 στον Άγιο Ιωάννη Πυργιωτίσσης.
Μαρκετάκης, Μαρκατσάκης, Μαρκουτσάκης, Μαρκουσάκης, Μαρκότσος, Μαρκάδος, Μαρκάδης. Οικογένεια βενετική Marchi – chetti, -oncini. Οικογένεια Marco, Marcuzzi, Marcon, Marcato, Marchelli , Matchetti, Marcozzi. Το Μαρκουτσάκης και Μαρκουσάκης από το Marco, Marcuzzi, Ιωάννης Γεωργ. Μαρκότσος από τον Άγιο Ιωάννη Ρεθύμνου έγγραφο 1659.
Μαρνέλ(λ)λος (Ίνι), Μαρνελ(λ)άκης, Μαρινελόπουλος. Και σημερινό βενετικό Marinello, Marinelli, Marinellus Barbadido φεουδάρχης σε έγγραφο 1349. Τζώρτζης Μαρινέλος σε έγγραφα του 1583 και 1586.
Ματζαπετάκης, Ματζαπέτας. Mazza + petto. Και σήμερα Mazza, Mazzavillani, Mazzacavallo. Πιθανώς από το Μagnia + peto ή Mazza + όνομα Betto. Σε έγγραφα του 1225 Giov Magniapane da Chioggia. Σε έγγραφα του 1369 και 1380 Mazapetta Haman Κάτοικος στο χωριό Κάτω Άκρια και Maria Mazapendena στα Απάνω Πάρτιρα. Σε έγγραφο του 1683 «δια του Φιλοχρήστου Μανουήλ του Μαντζαπέτα του Κρητών Γραίγου και αγαπημένου αδελφού της ημετέρας αδελφότητας». Σε έγγραφο του 1705 Γιώργης Ματζαπέτας και Γιαννάς Ματζαπέτας και σε έγγραφο του 1715 Ματζαπέτας στο Καστέλλι Καινουργίου.
Μαν(ν)τζουράνης, Μαντζουρανάκης. Μαντζουράνα. Βενετικό mazorana, majorama.
Μέμμος, Μεμάκης (Παρανύμφοι κλπ). Και σήμερα βενετικό Μemο. Οι Μemo μεταξύ των αρχοντικών οικογενειών της Βενετίας ανέδειξε 3 δόγες, συγκλητικούς και επισκόπους. Στην Κρήτη δούκας ο Ludonicus Memmo το 1584 και Αρχιεπίσκοπος Vitus το 1407 και Μichael Memmo 1448. Πιέρος Μέμος σε διαθήκη του 1500. Ιωάθαν Μέμος αρχιγραμματέας, αρχειοφύλαξ και Δ/ντής αστυνομίας (1567-71). Μισέρ Βιττόρε Μέμο έγγρ. 1581. Κωνσταντ. Μέμος (1699) διδάσκαλος του Ελληνικού Σχολείου στη Βενετία. Ασφαλώς ο ίδιος Κωνστ. Μέμος ακαδημαϊκός Αβλαβής (Πlesο) 1669 – 1701
Μενεγής, Μενεγάκης, Μενέγγολος, Μέγγουλος, Μέγκολας. Σημερινό στη Βενετία Meneghini και Menegzzi. Από βενετικό βαπτιστικό Domenego, Menego, Ιταλικό Domenico =Κυριάκος. Laurenzio Mengulo συμβολαιογράφος Κρήτης έγγραφο του 1268. Nikola Mengulo κάτοικος Χάνδακα έγγραφο 1271. Πέτρος Mengolo 1571 ζωγράφος Χάνδακα.
Μέντζος, Μεντζάκης, Μετζάκης, Μετζη(ι)δάκης, Δεμέζος, Δεμέτσος, Δομέτζος, Δεμετζάκης, Μετζογιαννάκης, Μεντζαντωνάκης, Ντε Μέντιο, Ντε Μέτζος, Ντεμέτζος, Ντεμουτζάκης, Μετζιόπουλος, Ματζάς. Οι De Mezzo οικογένεια πατρικίων της Βενετίας. Ο Nicolo de Mezzo που πέθανε στον πόλεμο του 1648. Σε έγγραφο του Marcus de Medio 1363 και ο Πέτρος de Medio σε έγγραφο του 1371 αναφέρονται βιλλάνοι στον Άγιο Θωμά. Basiglio Mezan Coroneo μεταξύ στρατευσίμων Χανίων το 1536.
Μορόνης. Από το βενετικό Moro – Moroni. Σώζεται το τοπωνύμιο Μορόνι Καινουργίου.
Μουζουράκης. Από το μουζούρι (ιταλικό misura = μέτρο μετρήσεως των σιτηρών).
Μούλος, Μουλακάκης. Από το μούλος (ιταλικό Mulo = νόθος). Vassili Mulo Βιλλάνος έγγραφο του 1299. Georgius έγγραφο 1483.
Μουρτζής, Μουρτζάκης, Μουριζάκης, Μοροζίνης, Μορεζίνος, Μορεζής, Μορζίνης, Μουρίζης, Μουρίζος, Μουρούζης, Μουρσίν. Ιταλική οικογένεια Mori, Moro, Morello, Moroni, Moresi, Morisi. Από τις παλιές αρχοντικές οικογένειες της Βενετίας με οικόσημο, ανέδειξε 4 δόγηδες, ιππότες, συγκλητικούς και ο Λεονάρδος έγινε πατριάρχης στην Κωνσταντινούπολη. Στην Κρήτη έδωσε δούκες και το υδραγωγείο Μοροζίνη. Κρήτη του Μοροζίνη και τελευταίος υπερασπιστής του Χάνδακα. Δούκες της Κρήτης Angelos Mauroceno 1256, Marin 1274, Albertus dus 1355, Fraciscus 1361, Petrus 1364, Franciscus 1372, Ludonicus 1407, Egidus 1417, Johannew =1502, Antonius 1519, Franciscus 1612, Ponatus 1617, Benardus 1644 Joseph Mauraeno 1650. Υπάρχουν πολλά στοιχεία για την οικογένεια.
Μπαρμπαδάκης, Μπαρμπουδάκης, Μπαρμπουλάκης, Μπάρμπος. Μπορμπουδάκης, Μπουρμπουδάκης, Μπουρμπάκης, Μπαρμπάτσος –τσας Βαρβάτσος. Ιταλική οικογένεια Barba, Barbi, Barbolini, Barbacci, Barbuzzi από barba, Barda, Barbani κλπ. Οι Bardo πολύ παλιά οικογένεια αρχοντική της Βενετίας με δικό της οικόσημο και ανέδειξε επιφανείς άνδρες. Στην Κρήτη δούκες ο Pantaleon Bardo το 1393-95 και Marcus Barbo το 1500. Pantaleo Barbo Georgii προβλεπτής Κρήτης το 1366. Υπάρχουν και άλλες αναγραφές για την οικογένεια.
Μπαστάς, Μπαστάκης. Από το υποκριτικό του Sebastiano, ιταλικό Basiano.Βαπτιστικό Bastia και Bastian σε έγγραφο του 1581 και 1588. Σεβαστιανός (Μπαστάς) το 1669 από την Κρήτη στη Ζάκυνθο.
Μπαφάκης, Βαφάκης, Μπάφος. Και σήμερα βενετική οικογένεια Baffo . Το Βαφάκης από εξελληνισμό, ίσως και από το βαφέας. Βενετική οικογένεια πατρικίων οι Baffo από το 872. Τζανίνος Μπάφος δικαστής νύκτας στο Χάνδακα. Σε έγγραφο του 1370 αναφέρεται ότι ο Andrea Baffo αγόρασε 4 σερβενταρίες στα Πιτσίδια, Καμηλάρι και Γωνιές από τον G. Barbo. Νικολός Μπάφας στον Άγιο Μύρωνα σε έγγραφο του 1741 και Βαφάκης Νικολής στα Σκούρβουλα το 1867.
Μπέλλος, Βέλ(λ)ος, Μπελάκης, Μπελιδάκης, Βέλλιος, Βελιδάκης, Μπελώνης, Μπελέτος, Μπελότος, Μπελόνος. Και σήμερα βενετικό Bello, Bellon, Belletti, Bellini, Bellio. Οικογένειες Belloni και Bellotto αρχοντικές οικογένειες. Σε έγγραφα του 1271 Αντώνιος Μπέλλι, Φίλιππος Μπελώνας κάτοικοι Ηρακλείου, Ιωάννης Μπέλλιος βαρελοποιός έγγραφο του 1363, στον Ιωάννη Μπέλλο χορηγείται άδεια να βρει παπά για το χωριό του το 1423. Μεταξύ προσφύγων στη Ζάκυνθο του 1682 η σύζυγος του Νικολή Μπελέτο. Κέκος Μπελότος το 1669 στη Ζάκυνθο.
Μπιζάκης, Μπιζανάκης, Μπιτζανάκης (Άνω Άκρια), Πιζάνη, Μπίζες. Οικογένεια στη Βενετία Piza, Pizzani. Οι Pizani μεταξύ πατρικίων οικογενειών της Βενετίας ανέδειξε πολλούς άρχοντες, καρδινάλιους και ένα δόγη. Στην Κρήτη δούκας ο Ιωάννης Πιζάνο 1477. Σε έγγραφο του 1629 ο επίσκοπος Σητείας και Ιεράπετρας Πιζάκης. Σε έγγραφο του 1661 ο Νικόλαος Πιζάνης κάτοικος στην περιοχή Πυργιώτισσας.
Μπίκος, Μπι(υ)κάκης. Βενετική οικογένεια Pico, Picozzi, Pichetti. Ιταλικό Picca. Από το μπίκος ( Picca) = αξίνα, σκαπάνη. Πέτρος Μπίκος 1360, Ντίνος Μπίκος 1332. Σε έγγραφα του 1841 Μπικάκης Νικόλαος και Μπικοπούλα Ελένη 1867 στο Καστέλλι.
Μπίτζος, Μπιτσάκης, Μπιτσακάκης, Βιτσακάκης, Μπλαβής. Βενετικό επώνυμο Bizzo από Bizzio ή από το Picco Μπίκος. Γεώργιος Μπίκος στα Χανιά το 1536.
Μπλαβάκης, Μπλάβος, Μπλαβομάτης, Μπλάβας, Μπλαβής. Από παρωνύμιο Μπλάβος (βενετικό blavo = γαλανός). Μανουήλ Σανούδος λεγόμενος Μπλάβος στα κατάστιχα νοταρίου Μιχαήλ Μαρά (1538-1578). Μεταξύ προσφύγων Κρητών στη Ζάκυνθο το 1667 Γιώργης Μπλαβάς και Δημήτρης Πολίτης Μπλαβάς. Εμμανουήλ Μπλαβάς σε ονομαστικό κατάλογο του 1173 στη Σούδα.
Μπούζας, Βούζας, Μπουζάκης. Ιταλικό buzzo (= κοιλιά). Βούζας από μπούζα (=κοιλιά, κήλη, εξελληνισμένο).
Μπρίλος, Μπριλ(λ)άκης, Βρυλ(λ)άκης, Μπιρλάκης. Βενετικό Brilli, βαπτιστικό Brillante, Brillantina, πιθανόν σχετικό.
Νικολετάκης, Νικολοζάκης, Νικολουζάκης, Νικολέρης, Νικολέτσος, Νικολινάκης, Νικολής. Επώνυμο βενετικό Nicola από το 12ο αιώνα, Nikoli – to, Nikolozo, Cola Coletti –Iotti. Στα έγγραφα της Μονής Αρετίου Νικολέτος, Νικολέτα. Επίσης στον Κατροφύλακα 1583 Νικολέτος Φουλέης, Νικολέτος Ντόνος. Στη Ζάκυνθο οικογένεια Νικολέτου 1730 και Νικολετάκη 1808.
Νουάρος, Νουαράκης. Από το βενετικό nodano, ιταλικό notion (= συμβολαιογράφος). Επίσης ιταλικό Notaro = notaio που στον Μεσαίωνα δήλωνε γραφεία δημοσίων εγγράφων.
Νταβιγλάκης. Επώνυμο Βίγλας, Βίγλης, Βιγλάκης.
Ντισπυράκης, Ντεσπίρο, Σπιρούζος, Σπιρίνος. Spiro, Spiretto, υποκοριστικό του Spiridione από το ελληνικό Σπυρίδων κυρίως στη Βενετία και Τεργέστη. Σε έγγραφο του 1497 Αντρέας Ντεσπίρος.
Παντουβάς, Πα(ν)δουβάς, Παντουβάκης, Μπαντουβάς, Μπαντουβάκης. Padoa, Padan, Padovin, Pad(t)avin από τον 12ο αιώνα, από την Πάντοβα. Στον Κατσούρμπο επίθετο Παντουβανάτος, αλλά παντουβανάτα, δηλαδή μεγάλα όπως των ορνίθων της Πάντοβας. Σε έγγραφα 1279-1281 πολλοί κάτοικοι στο Βούργο του Χάνδακα με το επώνυμο Paduanus. Ο καπετάνιος Ιωάννης-βαπτιστής Ντι Πανταβάνι πέθανε από την πανούκλα, έγγραφο του 1594. Μανουήλ Παντουβάς νοτάριος 1590, Κώστας Παντουβάς 1631, Μανούσος 1632, Μανόλης του Νικολή από το Καστέλλι της Φουρνής και άλλοι σε έγγραφα της Μονής Αρετίου. Εμμανουήλ Παντουβάς του Νικ. Ιερέας ζωγράφος από την Κρήτη. Παντουβάς Μανόλης της συντεχνίας των τζαγκαράδων Κρητικός στη Ζάκυνθο 1706.
Πόλος, Πόλης, Πο(λ)λάκης, Πο(ω)λιουδάκης, Μπολιουδάκης, Πολυδάκης, Πολάνος, Πάολος, Πολέτος, Πολόπουλος, Πολοσηφάκης, Πολογιωργάκης, Πωλαναγνωστάκης, Χατζηπολάκης. Από το βαπτιστικό Polo, Ιταλικό Paolo = Παύλος. Ιταλικά επώνυμα Paoli,Poli, Polo,Poleti (o), Polacci και Πουλής. Πόλος Χρυσός έγγραφο του 1564. Πόλος Μπος έγγραφο του 1565. Και σημερινό βαπτιστικό στα Σφακιά Πόλος Πολιός στο Ζαρό. Οικογένειες Polli, Polo, Polini, Polin μεταξύ των πατρικίων οικογενειών της Βενετίας. Πέτρος Paulo κάτοικος Χάνδακα έγγραφο 1271. Σε έγγραφο του 1301-1302 Πιέρος Πόλος και Πέτρος Παουλίνος κάτοικοι του Χάνδακα, Πώλος Πουλόπουλος καπετάνιος στα Σφακιά 1594. Καπετάν Πόλος σε τούρκικο έγγραφο του 1672.
Πουλής, Πουλιός, Πολιού, Πουλάκης, Πουλάς, Πούλακας, Πουλακάκης, Πουλιαδάκης, Πουλεδάκης, Πουλινάκης, Πουλιδάκης, Πολινάς, Πουλίτζενα, Πουλόπουλος, Πουλούδης. Από το Πόλος, Πολιός, Πουλιός, Πουλής, Πολάκης, Πούλος, Παύλος, Πουλίμος, Πουλημένος. Επώνυμο βενετικό Polo, Paolo, Polini, Polesso, Pulin, Polizzi, Moyses Pulla εβραίος έγγραφο 1368, Μανόλης Pulachi από τα Χανιά έγγραφο 1498. Μεταξύ των στρατευσίμων στα Χανιά το 1536 Σταμάτης, Αντώνιος και Νικόλαος Πουλάκη, Χωράφια της Πουλίτζενας το 1582. Μάρκος Πουλάκης του Παναγιώτη από το Ορνό. Πουλάκης στη Σούδα έγγραφο 1660. Θεόδωρος Πουλάκης ζωγράφος, Πούλος Δημήτρης στις Μάλες Ιεράπετρας το 1672. Πουλάκης Νικoλός το 1669 και Θεόδωρος αγιογράφος. Πουλινάκης Γιώργης στον Άγιο Μύρωνα του 1705 κλπ.
Πρεκατσούνης – Πρεκατσουνάκης. Ίσως από το επώνυμο Procaciante από το 1635-1704 ή σχετίζεται με το επώνυμο Perccini και Proccacino βαπτιστικό το 14ο αιώνα.
Πυράκης, Πυρούδης, Πυρίνης, Πυρ(ρ)ής. Ο Ξανθουδίδης θεωρεί πιθανόν από το πυρρός-κοκκινωπός. Υπάρχει το ιταλικό Pirri, Pirrlli από το λατινικό Pyrrhus. Βαπτιστικό από το 1922 και επώνυμο Peroni, Periorol. Σε έγγραφο του 1394 άδεια στον Εμμανουήλ Pireno του Μιχαήλ να χειροτονηθεί ιερέας. Σε κατάλογο στρατευσίμων στα Χανιά 1536 Γεώργιος Pirino και Zanin Piero, Μάρκος, Ιωάννης και Νικόλαος Pirino στον Αποκόρωνα. Μεταξύ παχτωτών οφειλετών Λασιθίου Κοκόλης και Γιώργης Πυρής και Λέος Πυρής του Μιχαήλ 1583.
Ραμουτσάκης, Ραμούτσος. Ο Τριανταφυλλίδης ετυμολογεί από τούρκικο και περσικό ram = υπάκοος. Βενετικό Rami (1243) βαπτιστικό Ramosio ΧVΙ αιώνας. Σε έγγραφο του 1518 και 1534 γραμματέας του Δούκα ο Ciov. Battista Ramusio. Μεταξύ στρατευσίμων στα Χανιά το 1536 οι Νικολός και Αντώνιος Ranz.
Ρεμεδιάκης, Ρεμεδιανάκης. Κρητικά ρεμέδιο. Βενετικό remedio, ιταλικό rimedio = φάρμακο, θεραπεία. «Δεν έχει ρεμεδιό η δουλειά αυτή», λέγεται και σήμερα, δεν μπορεί να διορθωθεί. Ιταλικό επώνυμο Rimedi , Remedi από μεσαιωνικό βαπτιστικό Remedius.
Ρι(η)γάκης. Σήμερα βενετικό οικογενειακό Rigo, Righi πολύ συχνό. Ως βαπτιστικό σε έγγραφο του 1922 Rigo Zacho. Στη Ζάκυνθο οικογένεια Ρηγάκη ή Μετζαλύρα το 1665.
Ρουμπάκης, Ρουμπελάκης, Ρουμπεδάκης, Ρομπάκης, Ρομπογιαννάκης, Ρομπατζής, Ρουμπάτσος, Ρουμπίνος. Επώνυμο βενετικό Cherubin, Rubini, mato-Robin. Επώνυμο Roba στην Πάντοβα το 1136, ιταλικό Rubino, στη Βενετία Rubin, Rubinato από rubino. Ο Γεωργακάς ετυμολογεί Ρουμπής, Ρουμπάρης, Ρούμπος, Ρουμπάνος από ρόμπος = κόμπος, πυγμή αρχαίος Ρόμβος = ρουμπί, κουρέλι. Σε έγγραφο του 1670 άμπελος Ιωάννου Ρουμπάζη, Ρουμπάτσος Μανιός του Κων/νου Πάνω Μούλια, έγγραφο 1674. Μάρκος Ρουμπάκης 1702 και Ρούμπος Μανιός στο Ζαρό το 1749.
Ρωμανός, Ρομάνας, Ρω(ο)μανάκης, Ρωμανιάς, Ρομανίτσης, Ρομανής, Ρομανίνης. Από βαπτιστικό Romano από λατινικό Romanus = da Roma. Υπάρχει και το βυζαντινό Ρωμανός-Ρωμάνος. Ιερώνυμος Ρωμάνος φουρνάρης 1645, Ρωμάνος Γεώργιος πλοίαρχος στη Ζάκυνθο 1730. Ρωμανάκης Νικόλαος στο Μοχό Πεδιάδος 1746.
Ρουσ(σ)άκης, Ρουσιάκης, Ρουσ(σ)ελάκης, Ρόσης, Ντε Ρόσης, Ρουσέας, Ρουσέλης, Ροσέλος. Ο Ξανθουδίδης το παράγει από το βυζαντινό ρούσσος, ρούσιος, ρώσσος, λατινικό russeus, russus = ερυθρός, ερυθρωπός στην ποιμενική χρήση ρούσος τράγος, ρούσα αίγα. Και σήμερα ιταλικό Rosso, Rossi, Rossini, αλλά και βαπτιστικό Rosso, Rysso. Βενετικό Russos από το 1117. Πέτρος Ρούσος κάτοικος Χάνδακα 1280. Στον κατάλογο παχτωτών οφειλετών Λασιθίου Κων/νος Ρούσος 1583. Ιάκωβος Ρούσος εβραίος από την Κρήτη στη Ζάκυνθο το 1673 κλπ.
Σαβιολής, Σαβής. Savi=σοφοί, λέγονταν οι σύμβουλοι του Δούκα. Μάλλον από βαπτιστικό και οικογένεια στη Βενετία Dal Savio , Saviolo. Νοτάριος Αβάκιος Savius και Mainardus Sanius έγγραφο 1390. Σάβιος Εμμαν. Πρωτοψάλτης Χάνδακα, έγγραφο 1414. Μανέας Σαβής του παπά Μιχελή ζωγράφος στο Πισκοκέφαλο Σητείας 1589. Σαβιολής στην Ανώπολη και μάρτυρας Θεόδωρος Σαβγιολής έγγραφο 1731.
Σαβοϊδάκης, Σαβουϊδάκης, Σαβόγιας. Και σήμερα ιταλικό επώνυμο Savoia. Savoiardi. Σαβοϊδάκης από τον πληθυντικό Σαβόϊδες.
Σαλούστρος. Πιθανόν να σχετίζεται με τη λέξη σαλούστρο που απαντάνται στον Καστούρμπο και η σημασία και ετυμολογία της είναι άγνωστη. Πιθανότερο να προέρχεται από βαφτ. sallustio. Κρητικοί ευγενείς Ρεθύμνου οι Saluzzi 1574. Μεταξύ ευγενών Κρητών Ρεθύμνου 1583 Μattio Salustro του π. μισέρ Ραntalon Zuane του π. πισέρ Francessco και Ζυane Salustro il Vecchio. Οικογένεια με δικό της οικόσημο.Αndriana Salustopula έγγρ. 1683 μεταξύ Κρητών προσφύγων στην Κέρκυρα.
Σαρ(ρ)ής, Σαριδάκης, Σαρινάκης, Σαριτσάκης, Σαρουλάκης, Σάρρος, Σαράκης, Σαρίτης. Επώνυμο βενετικό Baldassari, Valdesarini, Saro, Seretta, Sarato, Seretto. Έγινε Σαρής. Το όνομα μπορεί να είναι και από το τούρκικο σαρής = ξανθός. Σε έγγραφα του 1378,1394 και 1396 τοπωνύμιο. Saro στο Castro και Σαρίτες Πιθανόν από Σάρο ίσως από το Ζαρό.
Σαγρεδάκης, Σεγρεδάκης, Σεκρέτος, Σακρέτος, Σαγρέδος, Σεγρέδος. Και σήμερα βενετικό Segre. Οικογένεια βενετικό Sagreto και Segreto από τον 12ο αιώνα. Οι Sagreto από τις παλαιότερες αρχοντικές οικογένειες της Βενετίας και ανέδειξαν πολλούς άρχοντες και ένα δόγη. Στην Κρήτη έχουμε δούκα από 1602-1604 τον Zuane Sagreto.
Σινιολάκης (Πανασός), Συνόλης, Σύνολος, Συνολάκης, Συνελάκης, Συνουλέτος.Οικογένεια Βενετίας Signolo –ulo το 12ο αιώνα. Οικογένεια πατρικίων της Βενετίας που πολλά μέλη εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη. Μιχαήλ Signolo 1252 φεουδάρχης στα Χανιά. Σε χριστιανική επιγραφή μεταξύ 1300-1400 στην Κριτσά «Ειγίνιος Τουπλίκλην Συνουλέτος». Σε έγγραφα του 1538 ο παπά Signolo λειτουργεί στην εκκλησία του Χριστού στα Ανώγεια. Και τοπωνύμιο Συνολιανά από οικογένεια στα Λιβάδια Μυλοποτάμου.
Σκούρας, Σκουράκης, Σκουραδάκης, Σκουρίτης, Σκουράκης, Σκουρογιάννης (Λαράνι), Σκουρέλλος, Σκουρόπουλος, Σκούρης. Βενετική οικογένεια Scuro, Scureto από παρωνύμιο. Σκούρος (ιταλικό scuro = μαυριδερός, σκοτεινός, δύσκολος). Στο Ζαρό παρωνύμιο Σκουράκι και Σκουρομανόλης. Μεταξύ στρατευσίμων Χανίων το 1536 Γιάννης Scuri. Μιχάλης Σκουρής στο Ροτάσι Μονοφατσίου 1747. Στην Ζάκυνθο το 11670 Σκούρη από το Μεγάλο Κάστρο Κρήτης.
Σολδάτος, Σουλτάτος, Σολδάτος. Και σήμερα βενετικό Soldati, Solda από soldato =στρατιώτης.
Σπαντιδάκης, Σπαντίτης. Από το Sbandito, ο επικηρυγμένος, ο εξόριστος. Σε έγγραφα του 1710 Σπαντίτης Νικόλαος. Και αλλού Σπαντιδέας.
Στελάτος, Στέλλας. Και σημερινό Stellin, Stellin. Επώνυμο Stellato και από βαπτιστικό Stella (άστρο). Πέτρος Stella Κάτοικος Πατσίδες έγγραφο 1396. Δημήτριος Στέλλας ξυλουργός, έγγραφο 1508. Σε έγγραφο 1525 Stella Patron πλοιοκτήτης. Οικογένεια Στέλλα από την Κρήτη στην Ζάκυνθο.
Ταβερναράκης. Ετυμολογία Χρυσής Τσικριτσή ταβερνάρης ( tabernarius ) από εκλατινισμένο τύπο tabernarius που υπάρχει στις μαρτυρίες. Υπάρχει βενετικό επώνυμο Tavernaro.
Tέκου, Τεκάκης, Τεκωνάκης. Πιθανώς από το Telemaco, Teodorico.
Τζανής, Τζάνου, Τζανάς, Τζανάκης, Τζανακάκης, Τσανακάκης, Τζανουδάκης, Τζιανάκης, Τζιανουδάκης, Τζανιδάκης, Τζανέτου, Τζανετάκης, Τζιανούκος, Τζανουκάκης, Τζανόπουλος, Ζαν(ν)ής, Ζαννιδάκης, Ζανουδάκης, Τζάνε, Τζαν, Τζάνασης. Από το βενετικό βαπτιστικόZuane, Zane =ιταλικό Gionanni. Και σημερινό βενετικό επώνυμο Zne, Zanelli, Zanini, Zanetti, Zuanelli, Zanuco και Τζουάνος, Τζουανάκης, Τζοβάνης, Ντζανής, Ζάνης, Ζανέτος, Ντζανέτος. Βαπτιστικό Τζανάκης σε έγγραφα 1344, 1356, 1357, 1363, 1399 και 1421. Ιωάννης Zane δούκας 1246, Μαρίνος Zane φεουδάρχης Χανίων 1252. Καπετάνιος Ανδρέας Τζάνε έγγραφο 1301. Πέτρος Zane πρεσβευτής των Βενετών προς τους επαναστάτες το 1362. Ο Ρεθύμνιος Τζάνε μεταξύ αυτών που συνέλαβαν το Σήφη Βλαστό το 1474. Gerolamo Zane αρχιναύαρχος Βενετικού στόλου το 1571. Γιάννης Τζάνες αρχιστράτηγος σε επιγραφή του 1615 στις ενετικές δεξαμενές στο λιμάνι Ηρακλείου. Υπάρχουν πολλές αναφορές για την οικογένεια.
Τζερμιάς, Τζερνιάς, Τζερνιαδάκης, Τζερμνιάς, Γκερεμία, Τζερμιάν. Επώνυμο βενετικό Geremia. Ο Θωμόπουλος το θεωρεί πατρίδων από τοπωνύμιο Τζερμιάδες. Από βαπτιστικό Geremia και Jeremia = Ιερεμίας, Βαπτιστικό Geremia Cisi σε έγγραφο του 1279. Μεταξύ αρχιεπισκόπων Marino Geremia vercoro di Agria έγγραφο του 1282. Μεταξύ παχτωτών οφειλών Λασιθίου αναφέρονται οκτώ με το επώνυμο Zermia και Zermian.
Τζονευράκης, Τζινευ(β)ράκης, Ζινευράκης, Τζενεβράκης, Τζσόνεβρο. Και σημερινό βενετικό Ginevra. Από βαπτιστικό Τζινέβρα, Καλλέργη Τζινεύρα σε έγγραφο του 1670 στη Βενετία. Bernado Zenevro σε έγγραφο του 1300. Το Τζονευράκης πιθανόν Τζόνευρο.
Τζώρτζης, Τζωρτζάκης, Τζωρτζακάκης, Τζωράτος, Τζωρτζίνης, Τζρτζινάκης, Τζωρτζουλάκης, Τζορτζάκη, Τζορτζέλη, Ντε Τζόρζι. Από του βενετικό Zorzi, ιταλικό Giorgio, λατινικό Cheorghios, ελληνικό γεωργός. Σημερινό βενετικό Zorzi, Zorzini, Zorsan, Zorzetto, Zorzatto. Στον καστροφύλακα (1583) Zorzi συχνό βαπτιστικό. Επίσης συχνό στα έγγραφα της Μονής Αρετίου, θηλικό Τζώρτζα Κερατζώρζα 1634. Πέτρος Τζώρτζης ρέκτορας Σητείας 1351. Γερουλάνος Zorzi από τον Χάνδακα κυβερνήτης γαλέρας το 1570. Κυπριανός Ζώρζης συμβολαιογράφος Χάνδακα σε έγγραφα του 1589-1605 κλπ.
Τορνεζάκης, Τορνεσάκης, Τορνάζης. Το Τορνέσι, Τορνέσα = χρήματα κοινά χαλκά της Ενετοκρατίας στην Κρήτη. Η λέξη απαντάται στον Ερωτόκριτο και Καζούρμπο. Σε έγγραφα του 1370 Νικόλαος Τορνέσης κάτοικος Γιοφυράκια. Τορνέσης στα Καλέσα έγγραφο 1867.
Τσάβος, Τσαβολάς, Τσαβολάκης, Τζαβλάς, Τζαβλάκης, Τζ(σ)βολάκης. Από το τζάφος (βενετικό Zafo = αστυνόμος). Απαντάται στον Κατζούρμο. Σε έγγραφο του 1595 Τσάφος, κλητήρας, εκτελεστικό όργανο των δικαστικών αποφάσεων Επώνυμο Zaffo παρωνύμιο βενετικό Zsffoni.
Tσάτσαρης, Τζατζαριδάκης, Τσατσαράκης, Τζετζεράκης, Τσατσαρολάκης, Τζατζαρολάκης. Βενετικό επώνυμο Zazzera, Zazzaretta, Zazeroli, τον 16ο αιώνα. Σε έγγραφο του 1830 Τζατζαρολάκης Γιώργης στους Κομητάδες.
Τσιριλάκης, Κυραλάκης. Βαπτιστικό από την λατρεία των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, ιδίως Βενετία. Σημερινό βενετικό Cirillo (Τσιρίλος) Ιάκωβος Τσιριλάκης από το χωριό Σκλάβοι Σητείας ηγούμενος στη Μονή Τοπλού το 1892-96, το 1902-1906 και 1908-1911. Σημερινό τοπωνύμιο Άγιος Κύριλλος Καινουργίου.
Τσιτερής, Τσιτεράκης. Τσίτερα = κιθάρα «Βιολιά να παίζουν, τσίτερες λαγούδια να λαλούσι».
Τυλάκης, Τυλιανάκης. Ίσως από το tilio υποκριτικό του Attilio ή βαπτιστικό του Edilio, Dillio. Στα Χανιά Μιχάλης Dillia το 1536. Κων/νος Τιλάκης έγγραφο 1584.
Φράγκος, Φραγκάκης, Φραγκιαδάκης, Φραγκιουδάκης, Φραγκιαδουλάκης, Φραγκούλης, Φραγκουλάκης, Φραγκουλιδάκης, Φραγκέδης, Φραγκεδάκης, Φρανγγεδάκης, Φραγκούδης, Φραγκιάς, Φταντζάς. Ιταλικό βαπτιστικό Franco = ελεύθερος. Σημερινό βενετικό Franco. Και βυζαντινό Φράγκος, φράγγος, Φραγκόπουλος. Το κρητικό επώνυμο από το franco = απελεύθερος. Σημερινό βαπτιστικό Φράγκος, Φραγκιός, Φραγκής, Φραγκιάς. Βαρθολομαίος Φράγγος σε έγγραφο του 1236. Άγγελος Φράγκος φεουδάρχης στα Χανιά 1252. Ο Μάρκος Φράγκο είχε σερβεντερία στο χωριό Ατσιπάδες 1370. Μανόλης Φράγκος ιατροφυσικός και Νικόλας Φράγκος 1569. Εκατόνταρχος Σταμάτης Φράγκος στην Ελληνική Φρουρά Ηρακλείου 1584. στην Ελληνική Φρουρά Ηρακλείου 1584. Μισέλ Αλέξανδρος Φράγκος ζωγράφος 1641. Μάρκος Φράγκος ιατρός από την Κρήτη στη Βενετία το 1691. Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες για την οικογένεια.
Φραντζέσκος, Φραντζεσκάκης, Φραγκισκάκης, Φρα(ν)τζικινάκης, Φραντζής, Φράντζιος, Φραντζάς. Από του βαπτιστικό Francesco, Francescino. Βυζαντινό Φραντζής. Fetrus Francisco κάτοικος Χάνδακα 1271. Βαρθολομαίος Francesci συμβολαιογράφος Χάνδακα σε έγγραφα 1337-1341. Νικόλαος Φραντζέσκος νοτάριος Σητείας σε έγγραφα 1570-1587. Γεώργιος υιός παπά Φραντζά από Αληθινή Καινουργίου.
(Αντλήθηκαν στοιχεία από κείμενο που δημοσίευσε ο Μανόλης Δακανάλης στην εφημερίδα ΑΝΤΙΛΑΛΟΣ της Μεσαράς το 2004 )