Στις 8 το πρωί της 24ης Οκτωβρίου 1963, ο Παναγιώτης Παπαϊωάννου υπέκυψε στα εγκαύματά του στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο, καθώς το προηγούμενο βράδυ, η σύζυγός του τον περιέλουσε με βενζίνη την ώρα που κοιμόταν, του έβαλε φωτιά και τον έκαψε ζωντανό.
Το χρονικό του φρικτού εγκλήματος
Όπως αναφέρει η “Μηχανή του Χρόνου”, στις 11 το βράδυ της 23ης Οκτωβρίου, η 27χρονη Ελένη Παπαϊωάννου έβαλε σε εφαρμογή το σατανικό της σχέδιο. Νωρίτερα το μεσημέρι, είχε πάρει τη μεγάλη απόφαση: να κάψει ζωντανό τον άντρα της. Έτσι πήγε στο παντοπωλείο της γειτονιάς και αγόρασε τρία μπιτόνια βενζίνη. Μάλιστα, έστειλε τη μικρή κόρη της να πάρει άλλα δύο μπιτόνια.
Το ίδιο βράδυ η Ελένη έστειλε τα δυο ανήλικα παιδιά της στην πεθερά της, που έμενε δίπλα. Περίμενε μέχρι ο άντρας της, Παναγιώτης, να κοιμηθεί. Λίγο πριν από τα μεσάνυχτα έριξε στο σώμα του συζύγου της και στο κρεβάτι που κοιμόταν βενζίνη. Με ένα σπίρτο άναψε μια χαρτοσακούλα και την πέταξε πάνω του, ενώ έβαλε φωτιά και στην κουβέρτα του. Έφυγε τρέχοντας, αφού πρώτα κλείδωσε την πόρτα. Ο σύζυγός της ξύπνησε τρομαγμένος και άρχισε να ουρλιάζει από τους φριχτούς πόνους. Ενστικτωδώς, έτρεξε να ανοίξει την πόρτα, η οποία ήταν κλειδωμένη. Πήγε προς το παράθυρο του σπιτιού, το έσπασε και βγήκε έξω. Ήταν όμως αργά. Το κορμί του είχε υποστεί σοβαρά εγκαύματα.
Η Ελένη κατευθύνθηκε στη Χωροφυλακή του Κορωπίου. Ήρεμη και κυνική, είπε στους δύο χωροφύλακες: «Έβαλα φωτιά και έκαψα τον άνδρα μου. Ήρθα να παραδοθώ. Δεν μετανοώ». Ένας αυτόπτης μάρτυρας περιέγραψε τη φρικιαστική σκηνή: «Με ξύπνησαν άναρθρες κραυγές. Τις άκουσα μέσα στη νύχτα και έτρεξα στο παράθυρο. Τότε είδα έναν άνθρωπο να στριφογυρίζει σαν να χόρευε και να καίγεται σαν λαμπάδα. Σταμάτησε η αναπνοή μου». Ο Παναγιώτης Παπαϊωάννου μεταφέρθηκε στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο. Την επομένη στις 24 Οκτωβρίου, στις 8 το πρωί, ήταν νεκρός.
Σύμφωνα με την κατάθεση που έδωσε στο τμήμα Χωροφυλακής του Κορωπίου, η Ελένη Παπαϊωάννου πήρε την απόφαση να σκοτώσει τον άντρα της, «για να μην πεθάνει εκείνη πρώτη». Δήλωσε πως τα δέκα χρόνια γάμου ήταν μια κόλαση, πως ο άντρας της ήταν γυναικάς, την έβριζε, την χτυπούσε με το παραμικρό, την εκφόβιζε και τη ζήλευε παθολογικά. Μάλιστα, το ποτήρι ξεχείλισε όταν την απείλησε πως θα την σκοτώσει, διότι πίστευε ότι η γυναίκα του είχε εξωσυζυγική σχέση.
Η «Τίγρης του Κορωπίου» στη δίκη
Ο Τύπος της εποχής χαρακτήρισε την 27χρονη συζυγοκτόνο η «Τίγρης του Κορωπίου». Η Ελένη Παπαϊωάννου παραπέμφθηκε σε δίκη στο Κακουργιοδικείο Αθηνών. Το βούλευμα περιέγραφε την πράξη της: «Το θηριώδες και απάνθρωπον της ενεργείας της κατηγορουμένης, συντρίβον και αυτήν έτι την φαντασίαν, κατατάσσει αυτήν εις τα μυθολογικά τάγματα των δαιμόνων της κολάσεως».
Η δίκη της Ελένης ξεκίνησε στις 3 Απριλίου 1964. Μάρτυρες ήταν συγγενείς του θύματος και της κατηγορούμενης. Από την αρχή οι μαρτυρικές καταθέσεις ήταν εκ διαμέτρου αντίθετες. Από την πλευρά του δολοφονημένου συζύγου, όλοι οι μάρτυρες χαρακτήριζαν την Ελένη Παπαϊωάννου ως ανήθικη και αδιάφορη προς τα παιδιά της και τον άντρα της. Υποστήριξαν ότι η Ελένη διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση.
Ο αδερφός του θύματος ήταν καταδικαστικός για τη νύφη του: «Πριν από τον γάμο, η κατηγορούμενη είχε σχέσεις με άλλον άνδρα. Οι σχέσεις αυτές συνεχίσθηκαν ακόμη και όταν παντρεύτηκε τον αδερφό μου. Εκείνος τα ήξερε όλα και συχνά μου έλεγε τον πόνο του. “Ντρέπομαι να βγω στην κοινωνία, γιατί έχω κέρατα και όλοι με κοροϊδεύουν”». Στη συνέχεια δήλωσε πως ούτε τα δυο παιδιά που είχε αποκτήσει με τον αδερφό δεν ήταν ικανά να τη συνετίσουν. Μάλιστα, μια φορά το ζευγάρι είχε καβγαδίσει άσχημα, η Ελένη έφυγε από το σπίτι και παρενέβη η μητέρα του θύματος για να πείσει τη νύφη της να επιστρέψει.
Για το έγκλημα υποστήριξε ότι ήταν προμελετημένο: «Όταν έβαλε τη φωτιά είχε φροντίσει να κλείσει καλά τις πόρτες και ο δύστυχος ο αδερφός μου δεν μπορούσε να ξεφύγει από πουθενά. Όταν ο αδερφός μου πέθανε στο νοσοκομείο και γύρισα στο σπίτι, βρήκα στο παράθυρο σκαλωμένο το απανθρακωμένο χέρι του. Ήταν ό,τι είχε απομείνει από το παλικάρι μας», είπε ο αδελφός στο τέλος της κατάθεσής του.
Η μητριά της Ελένης Παπαϊωάννου, κατέθεσε ότι η πέτρα του σκανδάλου ήταν ο φερόμενος ως εραστής της Ελένης. Φαίνεται πως ο άντρας της Ελένης συναντήθηκε μαζί του και τον απείλησε. Αυτός όμως του έκανε μήνυση. Όταν ήρθε η κλήση στο σπίτι για να δικαστεί ο Παναγιώτης, η Ελένη την έκρυψε με αποτέλεσμα να δικαστεί ερήμην με 20 μέρες φυλακή. Η διαβολική γυναίκα σκότωσε τον άντρα της την ημέρα που εκείνος έμαθε για την καταδίκη του. Η μητριά της δολοφόνου υπερασπίστηκε τον γαμπρό της, λέγοντας πως ήταν ένας έντιμος άντρας και δουλευταράς. Αγαπούσε τα παιδιά του και η στάση του απέναντι στη γυναίκα του ήταν ψύχραιμη, ακόμη και όταν έμαθε ότι τον απατούσε.
Η κατάθεση του φερόμενου ως εραστή
Στο Κακουργιοδικείο κατέθεσε και ο «εραστής» της 27χρονης συζυγοκτόνου. Αρνήθηκε ότι είχε ερωτικές σχέσεις με την κατηγορούμενη. Είχαν όμως εργαστεί μαζί σε ένα χωράφι και είχαν ανταλλάξει μερικές κουβέντες. Όσο για το επεισόδιο με τον άντρα της Ελένης, ανέφερε ότι συνέβη όταν εκείνος βρισκόταν σε ένα ζαχαροπλαστείο και η κατηγορούμενη μπήκε να αγοράσει κάτι. «Μέσα στο ζαχαροπλαστείο δεν μιλήσαμε. Λίγο αργότερα, που έφυγα μόνος μου, ο Παναγιώτης με περίμενε, όρμησε πάνω μου και μου έκοψε τη μύτη. Ξέρετε τι είναι να σου σχίζουνε τη μύτη στα καλά καθούμενα;», είπε στους δικαστές.
Όλοι οι μάρτυρες υπεράσπισης, ακόμη και οι χωροφύλακες σημείωσαν ότι η Ελένη Παπαϊωάννου είχε έρθει πολλές φορές στο τμήμα για να καταγγείλει την επιθετική συμπεριφορά του άντρα της. Οι μάρτυρες υπεράσπισης κατέθεσαν ότι άνδρας της Ελένης ήταν βίαιος και γυναικάς. Ο πιο ένθερμος υποστηρικτής της Παπαϊωάννου ήταν ο αδερφός της: «Ξέραμε ότι ήταν παλιάνθρωπος, αλλά επειδή διακόρευσε την αδερφή μας σε ηλικία 15 ετών αναγκαστήκαμε να τους παντρέψουμε», κατέθεσε.
Γάμος από βιασμό
Σειρά είχε η απολογία της κατηγορούμενης. Η εξήγηση που έδωσε ήταν ότι ο άντρας της την ζήλευε. Εκείνη τον φοβόταν. Σε όλη τη διάρκεια της απολογίας, η Ελένη Παπαϊωάννου έκλαιγε με λυγμούς. Διηγήθηκε τη δική της πλευρά.
«Μεγάλωσα μέσα στην ορφάνια. Η μητριά μου με έστειλε υπηρέτρια σε ένα σπίτι. Αργότερα ο μακαρίτης με βίασε. Δεν ήθελε να με παντρευτεί, αλλά επενέβησαν τα αδέρφια μου και τον ανάγκασαν να με πάρει. Από τότε η ζωή μου έγινε μαρτύριο. Με έβλεπε μπροστά του σαν τον χάρο. Ο άντρας μου ούτε σκοτιζόταν για μένα και τα παιδιά. Δεκάρα δεν μου έδινε για το σπίτι. Όταν του ζητούσα να μου δώσει χρήματα για να αγοράσω λίγο γάλα, μου έλεγε να βγω στο πεζοδρόμιο», έλεγε κλαίγοντας.
Περιέγραψε την καθημερινότητά της και πως δεχόταν απειλές για τη ζωή της και για τη ζωή των παιδιών της. «Ήμουνα μια ζωντανή νεκρή και μακάρι να με σκότωνε να είχα ησυχάσει», δήλωσε. Η κατηγορούμενη παραδέχτηκε ότι σκότωσε τον άντρα της και κλείνοντας την απολογία της είπε στους δικαστές: «Μετανιώνω για αυτό που έκανα, επειδή δεν έπρεπε να αφαιρέσω τη ζωή ενός ανθρώπου, αλλά η ζωή μου είχε γίνει ένα μαρτύριο. Τώρα χρωστάω μια ζωή. Πάρτε την. Μόνο γλιτώστε τα παιδιά μου από τα χέρια του κουνιάδου μου».
Μετά την απολογία της, ο Εισαγγελέας ζήτησε από τους ενόρκους να την κηρύξουν ένοχη. Δεν δέχθηκε τους ισχυρισμούς της περί κακής συζυγικής ζωής. Απέδωσε τα πάντα στην επιθυμία της να εκδικηθεί τον σύζυγό της, επειδή είχε χτυπήσει τον εραστή της. Η Πολιτική Αγωγή την χαρακτήρισε «σύγχρονη Κλυταιμνήστρα» και περίμεναν την απόφαση των ενόρκων. Αν αποδέχονταν την ενοχή της, η Παπαϊωάννου θα αντίκριζε το εκτελεστικό απόσπασμα.
Οι ένορκοι ωστόσο, αναγνώρισαν το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου της Ελένης Παπαϊωάννου και της καλής διαγωγής μετά το έγκλημα. Η ποινή της ήταν 18 χρόνια φυλακή. Με το άκουσμα της απόφασης, η συζυγοκτόνος άρχισε να βγάζει άναρθρες κραυγές, να τραβά τα μαλλιά της και σχίζει το δέρμα της. Η «Τίγρης του Κορωπίου» είχε αποφύγει τον θάνατο.
#pgnews