Πολλά από τα λατρευτικά έθιμα, όπως ήδη επισημαίνει ο Γ. Μέγας, είναι αγροτικά, με πανάρχαιες ρίζες με την προσδοκία της καλής εσοδείας. Επειδή μάλιστα οι καιρικές συνθήκες δεν είναι σε όλη την Ελλάδα οι ίδιες η έναρξη των αγροτικών εργασιών, και κυρίως της σποράς, δεν γίνεται συγχρόνως και έτσι τα έθιμα, κατά βάσιν ίδια γίνονται σε διαφορετικές ημέρες που απέχουν λίγο μεταξύ τους
Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι η εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου σφραγίζει το τέλος ή αλλού το μέσον της σποράς. Έτσι ο λαός τη λέει Αποσπορίτισσα ή Μεσοσπορίτισσα και τη θεωρεί προστάτρια της σοδειάς (<εισόδια), γι αυτό και «Αποσοδειά» και προς τιμήν της «εισάγει» συμβολικά, κατά αρχαία συνήθεια (πανσπερμία) στο ναό «πολυσπόρια», ή «μπουμπόλια» ή «μπουσμπουρέλια».
Την παραμονή ή και ανήμερα των Εισοδίων, αλλά και του αγίου Ανδρέα, με έσχατο χρονικό όριο της αγίας Βαρβάρας (4 Δεκεμβρίου), οι νοικοκυρές έβραζαν πολλά σπόρια μαζί: σιτάρι, κριθάρι, σίκαλη, καλαμπόκι, φασόλια, ρεβύθια, κουκκιά και τα μοίραζαν υπό τύπον κολλύβων στη γειτονιά «για να γίνουν τα σπαρμένα».
Από αυτά ένα πιάτο «εισάγουν» στην εκκλησία, όπου διαβάζεται κατά τη λειτουργία και μοιράζεται στο εκκλησίασμα. Ένα μέρος του επιστρέφεται στο σπίτι. Από αυτό έχουν μερίδιο και τα ζώα, ιδιαίτερα «οι αροτήρες βόες», «τα καματερά βούγια» και το υπόλοιπο το ρίχνει ο γεωργός στο χωράφι για «να αναπαυθεί ο σπόρος».
Αλλού παίρνουν πολυσπόρια και πάνε στη βρύση για να την ταΐσουν ή να την νίψουν. Ρίχνουν τα σπόρια στο νερό και λένε: «Όπως τρέχει το νερό να τρέχει τω βιώ». Κατόπιν παίρνουν νερό και γυρίζουν στο σπίτι. Η προσφορά της πανσπερμιάς είχε και τον χαρακτήρα κολλύβων προς τους νεκρούς.
Το έθιμο της Παναγιάς της Πολυσπορίτισσας όπως το καταγράφει ο Φίλιππος Βρετάκος («Οι δώδεκα μήνες του έτους και αι κυριώτεραι εορταί των»): «Ονομάζουν όμως αυτήν και Πολυσπορίτισσα (Ευρυτανία, Δυτ.Μακεδονία, κ.α.), επειδή την ημέραν αυτήν, κατά το έθιμον, έβραζαν εντός χύτρας «πολυσπόρια», ήτοι διαφόρους δημητριακούς καρπούς και όσπρια, ως σιτάρι, αραβόσιτον (καλαμπόκι), λαθούρια, ρεβίθια, φασόλια, κουκκιά κ.τ.λ., τα οποία εμοίραζαν εις τον κόσμον «για τα χρόνια πολλά», δια να εξασφαλίσουν δηλαδή κατά το ερχόμενο έτος την αφθονίαν των καρπών. […] μοιράζουν δηλαδή «απαρχές» και θυμίζουν τα αρχαία «Πυανέψια» του ίδιου περίπου μήνα».
Επίσης ο Δημ.Λουκόπουλος («Γεωργικά της Ρούμελης», Αθήναι 1938, σ.171) αναφέρει: «Την 21ην Νοεμβρίου, οι γεωργοί γιορτάζουν την πολυσπορίτισσα ή Μεσοσπορίτισσα. Πολυσπορίτισσα λένε, γιατί σε πολλά χωριά παίρνουν πολυσπόρια (σιτάρι, καλαμπόκι, κουκκιά, κ.λ.π.) και πάνε στην πηγή, τα ρίχνουν μέσα και λένε: όπως τρέχει το νερό, να τρέχει τω βιώ. Παίρνουν νερό και γυρίζουν. Επίσης τη μέρα αυτή αντίς άλλο φαγητόι βράζουν τα πολυσπόρια, τρώνε και μοιράζουν και σε δικούς τους για χρόνια πολλά. Μεσοσπορίτισσα, όπως λένε, το είπαν με το να μεσιάζη τότε η πρώιμη σπορά τους. Κι αυτή τη μέρα βασιλεύει η πούλια, αν τύχη ξαστεριά. Κι όπως θα κάμη αυτήν τη μέρα, θα κάμη και τις σαράντα κατοπινές μέρες».
Η συνταγή
Υλικά
Φασόλια κόκκινα-φακές-ρεβύθια-σιτάρι (όλα μαζί μισό κιλό)
1 κιλό καλαμπόκι άσπρο
1 κούπα καρύδια χοντροκομμένα
Λίγη κανέλα και ζάχαρη για το πασπάλισμα
Εκτέλεση
Βάζουμε το καλαμπόκι στο νερό να μουλιάσει. Καλό είναι να το βάλουμε από το βράδυ. Σε περίπτωση που δεν βάλουμε το καλαμπόκι να μουλιάσει, βάζουμε όλα τα υλικά να βράσουν στην χύτρα με λίγο αλάτι για 1 + 1/2 ώρα και όταν βράσουν και χυλώσουν και μείνουν με λίγο ζουμάκι τα σερβίρουμε πασπαλισμένα με κανέλα και ζάχαρη.
Η Παναγία, λοιπόν, συνδέεται με την καλή σοδειά (Καλοσοδειά), τη γονιμότητα της γης, πράγμα που δηλώνει και η εθιμική πανσπερμία, η προσφορά δηλαδή την ημέρα αυτή σε όλο σχεδόν τον ελληνικό χώρο φαγητού που παρασκευάζεται από πολλούς σπόρους μαζί. Ο λαός το λέει πολυσπόρια ή μπόλια, η μπομπόλια, μπουσμπουρέλια.
Tην ημέρα αυτή συνηθίζονται και μετεωρολογικές προβλέψεις.
Όπως λένε “την ημέρα αυτή βασιλεύει η Πούλια, και όπως θα κάμει αυτή τη μέρα, θα κάμει και τις κατοπινές σαράντα μέρες”
Το τελετουργικό για τα μπόλια
Την ημέρα αυτή σε πολλές περιοχές της Ελλάδας όπως και στο χωριό μας τα παλαιότερα χρόνια, ίσως ακόμα και σήμερα , υπάρχουν και μερικά ήθη και έθιμα όπως τα “Μπόλια” και το “πάντρεμα της φωτιάς”
Και τα δύο αυτά έθιμα είχαν μεταξύ τους αλληλένδετη σχέση και ήταν απαραίτητα και τα δύο.
Λέγοντας “Μπόλια “ εννοούσαν ένα μείγμα από πολλά σπόρια (Πολυσπορίτισσα) , μια κακαβιά θα λέγαμε, τα οποία τα βάζανε σε μια μεγάλη κατσαρόλα .
Η κατσαρόλα αυτή περιείχε συνήθως προϊόντα ντόπια κυρίως .Φασόλια, φακές ρεβίθια. καλαμπόκι, σιτάρι. κουκιά, φάβα, ρύζι, και όποια άλλα όσπρια μπορούσε ο καθένας να βάλει στην κατσαρόλα προσθέτοντας και λίγη ζάχαρη για καλύτερο βράσιμο.
Η αναμοιγένεια των προς βράση υλικών απαιτούσε αρκετή ώρα , μιας και δεν υπήρχαν τότε οι κατσαρόλες γρήγορου βρασμού “χύτρες”, για να βράσουν με αποτέλεσμα να μένουν στη φωτιά αρκετό χρόνο. Αυτό απαιτούσε συνεχή τροφοδοσία της φωτιάς.
Την βραδιά λοιπόν αυτή γινόταν και το επίσημο άναμμα του τζακιού και για το λόγο αυτό βάζανε να ανάψει η φωτιά πολλών ειδών ξύλα .
Πρώτα βάζανε ξύλο αρσενικό , π.χ.πουρνάρι, πλάτανο, κέδρο, και ύστερα βάζανε ξύλο θηλυκό βελανιδιά , κορτσιά λέγοντας και το σχετικό τραγούδι. “απόψε παντρεύω τη φωτιά , με τούτα τα παιδιά …….”ονοματίζοντας κάθε φορά το όνομα του ξύλου που τοποθετούσε στο τζάκι.
Σημαντικό ήταν ότι για το πάντρεμα με τη φωτιά τα ξύλα που θα χρησιμοποιούσαν πρέπει να προέρχονταν από δέντρα που ήταν μέρος ηλιόλουστο γιατί διαφορετικά αν ήταν από σκιερά μέρη δεν κάνανε ούτε κάρβουνο ούτε φλόγα παρά μόνο καπνό.
Αφού η φωτιά άναβε τότε τοποθετούσαν πάνω στην “πυροστιά” τα μπόλια και έπρεπε να διατηρηθεί η φωτιά όλη τη νύχτα για να σιγοβράσουν τα μπόλια.