Περισσότερες από τις μισές ξενοδοχειακές μονάδες της Κρήτης που συνολικά φθάνουν τις 1.650, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι βίλες και τα ενοικιαζόμενα διαμερίσματα, επιλέγουν τοπικά προϊόντα του νησιού για τους πελάτες τους και ο αριθμός τους αυξάνεται συνεχώς.
«Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια μεγάλη στροφή στα ντόπια ποιοτικά προιόντα γιατί δίνουν προστιθέμενη αξία στις παροχές της ίδιας της μονάδας» είπε στο Ράδιο Κρήτη ο Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Διευθυντών Ξενοδοχείων Γιώργος Πελεκανάκης επισημαίνοντας ότι αφορούν σε όλη τη γκάμα της εγχώριας παραγωγής, από το ελαιόλαδο και το μέλι, μέχρι τα αυγά, το κρέας, τα λαχανικά, τα γαλακτοκομικά .
Ο ίδιος τονίζει ότι οι θερμότεροι υποστηρικτές τους είναι οι μεγάλες ξενοδοχειακές αλυσίδες που τα διαφημίζουν και τα πουλάνε στους ξένους επισκέπτες οι οποίοι δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον για την κρητική γαστρονομία .
Το μεγάλο, ωστόσο, πρόβλημα το οποίο διογκώνεται συνεχώς, είναι η μειωμένη παραγωγή.
Οι ίδιοι οι παραγωγοί ενημερώνουν ότι δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις μεγάλες παραγγελίες, κυρίως γιατί έχει μειωθεί το εργατικό δυναμικό τους και οι ξένοι που τους βοηθούσαν φεύγουν ο ένας μετά τον άλλο.
«Χτυπάμε το καμπανάκι του κινδύνου, γιατί φοβόμαστε ότι μέσα στα επόμενα χρόνια η κατάσταση θα χειροτερέψει και η ντόπια παραγωγή θα συρρικνώνεται ολοένα και περισσότερο και αυτό το θεωρούμε ιδιαίτερα σοβαρό» υπογράμμισε ο πρόεδρος των διευθυντών ξενοδοχείων.
Για να καταλάβουμε τα μεγέθη των αναγκών, ένα ξενοδοχείο 1300 κλινών, όπως μας είπε ο κ. Πελεκανάκης, χρειάζεται στην διάρκεια μιας σεζόν περίπου 75 τόνους κρέατος εκ των οποίων οι 25 τόνοι είναι ντόπιας παραγωγής.
Ακόμη, 5 τόνους λάδι, 300 κιλά μέλι, 7 τόνους γαλακτοκομικών προϊόντων από τα οποία ο 1,5 τόνος γάλα ,γιαούρτι και τυριά προέρχονται από την τοπική παραγωγή και 1 εκατομμύριο αυγά για την παρασκευή φαγητών αλλά και για χρήση στην ζαχαροπλαστική, για τα γλυκά που προσφέρει στους μπουφέδες του το ξενοδοχείο.