Οι χάρτες συνήθως παραλείπουν αυτήν την κουκίδα που ‘ναι ριγμένη στη θάλασσα των Κυθήρων, ξεκόβει λίγο απ’ το Συγκλιό (Αντικύθηρα) και τραβά για την εσπερία.
Λίγα αγριοκάτσικα βόσκουν σήμερα σ’ αυτό το νησί, που πήρε το όνομά του από τη λίγη πρασινάδα που το σκεπάζει σαν πράσινο καπέλο. Βράχοι απότομοι οι ακρογιαλιές του, χωρίς αμμουδιές και λίγο το χώμα του. Θαρρείς αυτό το χώμα ήρθε από άλλες στεριές μόνο για να ριζώσουν οι θάμνοι του και να τραφούν τα λίγα δέντρα του, να βρουν κάτι τα πουλιά να φωλιάσουν στους γκριζόμαυρους βράχους του.
Πόσοι ναυαγοί κρεμάστηκαν στα τσουγκρερά χαράκια του σκοτεινές νύχτες και φωτισμένες μέρες, θύματα της ειρήνης και του πολέμου. Έμποροι και ταξιδιάρηδες, επαναστάτες και κουρσάροι, Βενετοί και Φράγκοι, Τούρκοι και Ρωμιοί. Συντρίφτηκαν τις νύχτες τα καΐκια τους στ’ ανώμαλα ακρογιάλια και χάθηκαν στα πέλαγα. Άλλοι γλύτωσαν, άλλοι πέθαναν από ασιτία στο άγονο νησάκι. Πόσες φορές, πόσοι…
Οι γέροι Συγκλιώτες πολλά άκουσαν και λίγα θυμούνται…
Φθάνουν καμιά φορά οι φωνές τους απελπισμένες κι η αγωνία τους αφήνει στα βράχια και στα νερά. Τ’ αφουγκράζονται και σιωπούν. Να ‘ναι οι ψυχές των παλιών ή καινούργιοι θαλασσοπνιγμένοι. Και στον τελευταίο πόλεμο βρέθηκαν μετά από μήνες οι ξερολιθιές που έκτισαν οι ίδιοι, τέσσερις σκελετοί, που κάποιο ναυάγιο τους πέταξε εκεί χωρίς να τους αντιληφθεί κανένα πλοίο και να γλιτώσουν.
Μα δε θα ‘ναι πάνω από διακόσια χρόνια που το νησί είχε μια μόνιμη ανθρώπινη παρουσία. Έναν ασκητή. Έναν ερημίτη καλόγερο. Έφτιαξε πεζούλια με το λίγο χώμα που βρήκε. Έσκαβε και έσπερνε στάρι και κριθάρι. Σώζεται τ’ αλωνάκι, του τ’ αλώνευε και το λίχνιζε.
Έφτιαξε μια στέρνα να συγκρατεί τα νερά της βροχής. Να πίνει και να ποτίζει ένα μικρό κήπο, λίγα ζώα. Σκάλιζε μια μεγάλη πέτρα – την έκαμε σκάφη για να πλύνει τα ρούχα του και να ζυμώσει το λίγο ψωμάκι του. Σε μια κόγχη της γης που τη διαμόρφωσε σε φούρνο, το έψησε. Και μια μικρή σπηλιά ήταν το προσευχητάρι και η κατοικία του.
Πώς πέρασε τη ζωή του εκείνος ο εραστής της περισυλλογής και της μοναξιάς: Πώς ήταν το όνομά του: Πότε ακριβώς και πόσο έζησε στο Πρασονήσι; Πώς περνούσε τις ατελείωτες κρύες και κατασκότεινες νύχτες του χειμώνα; Όταν αναστέναζαν τα πέλαγα και μούγκριζαν τα κύματα στο ξερονήσι. Όταν το ‘πνιγαν οι καταιγίδες και το ‘βρεχαν οι μπόρες. Κι ο βοριάς έκαιγε με την παγωνιά του το λίγο χόρτο και κρυστάλλιαζε τα ξερόκλαδα. Όταν ένα φύσημα έσβησε το λυχνάρι του και η μοναχική του ύπαρξη βυθιζόταν στην κατάμαυρη και κατάκρυα απεραντοσύνη. Θαρρώ δε θα μάθουμε ποτέ.
Μπορούμε όμως να φανταστούμε σαν τη σύγχρονη κυρά της Ρω. Φρουρό στα υγρά σύνορα του έθνους με τους τόσους γείτονες της Δύσης, Μυσίρι, Μάλτα, Βενετία.
Να φανταστούμε πόσα μιλέτια γνώρισε. Τις φιλίες που έκανε. Πόσους έσωσε. Ναι, οι ναυαγοί τότε δεν ήταν χαμένοι. Έβρισκαν ψωμί, θαλπωρή και συντροφιά. Όσου καιρός και αν περνούσε για να τους αντιληφθεί κανένα περαστικό πλεούμενο, εκείνοι είχαν εξασφαλισμένη συντήρηση. Τα ψαράδικα και τ’ άλλα καίκια που μπορούσαν να προσεγγίσουν τις κακοτράχαλες ακτές, θα έδιναν στον ήρωά μας ό,τι του χρειαζόταν ή ό,τι τους παράγγελνε.
Και κείνος πάντα κάτι θα τους φίλευε. Κατά την εποχή. Κρέας από τα ζώα του, γάλα ή τυρί. Ή κάτι από τον κήπο του.
Μα ήλθε κι ο τελευταίος χειμώνας του Ροβινσώνα. Έφτασε άνοιξη, έφεξαν τα πέλαγα, ξεθόλωσαν τα νερά κι αροδαμός δειλά παραμέρισε το λίγο χώμα για να ξεμυτίσει. Οι ψαράδες που πρώτα πάτησαν το νησάκι δεν βρήκαν τον ξερακιανό καλόγερο να τους περιμένει στο σπηλιάρι του. Δεν φαινόταν στην πλαγιά, ούτε στην κορυφή.
Έψαξαν στους ξερόβραχους, μήπως ψαρεύει. Πουθενά. Ηρεμία πάλι πλάκωσε στο ξερονήσι,
Κάτω απ’ το σπηλιάρι του ήταν ένας τάφος σκαμμένος, καλοχτισμένος και μόνο η ταφόπετρα ξεπρόβαλε από τα έδαφος.
Αισθάνθηκε, λίγο μόνος το τέλος του, ξάπλωσε στον τάφο, τράβηξε την πλάκα και τον σκέπασε.
Σήμερα, ύστερα από τόσα χρόνια, κάτι μένει από τη ζωή που δημιούργησε στο πέρασμά του αυτός ο άγνωστος ήρωας της ζωής και της πίστης. Κάτι αγριοκούνελα από τα κουνέλια που έτρεφε ο γέροντας.
Μικρά – μικρά με χρώμα κοκκινωπό σαν το χώμα του νησιού. Πώς ζουν χωρίς νερό τα ξερά καλοκαίρια; Οι ψαράδες που τα κυνηγούσαν, μας λένε πως βλέπουν σκαλίσματα στις μισόχλωρες ρίζες….
*Aπό το βιβλίο του Αθανάσιου Π. Δεικτάκη «Γραμπουσιανοί τόποι και θρύλοι»