Νέα έρευνα διαπίστωσε ότι αυτή η νευρολογική διαταραχή μπορεί να μην είναι τόσο σπάνια όσο πίστευαν μέχρι σήμερα οι ειδικοί.
Τα συμπτώματα της ιδιοπαθούς υπερυπνίας περιλαμβάνουν όχι μόνο την έντονη υπνηλία κατά τη διάρκεια της ημέρας, αλλά και τις υπερβολικές ώρες ύπνου, τη δυσκολία να ξυπνήσουν και τον αποπροσανατολισμό κατά την αφύπνιση.
Αυτό δυσκολεύει την ολοκλήρωση των καθημερινών δραστηριοτήτων και μειώνει την ποιότητα ζωής του ατόμου.
Η ιδιοπαθής υπερυπνία διαφέρει από τη ναρκοληψία ως προς το εξής: Τα άτομα με ναρκοληψία ναι μεν νυστάζουν κατά τη διάρκεια της ημέρας, αλλά συνήθως δεν κοιμούνται για υπερβολικά μεγάλα διαστήματα και μπορεί να ξυπνούν με αίσθημα αναζωογόνησης μετά από σύντομο ύπνο.
Οι ερευνητές εξέτασαν δεδομένα ύπνου για 792 άτομα μέσης ηλικίας 59 ετών. Όλοι οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε εξέταση μελέτης ύπνου κατά τη διάρκεια της νύχτας αλλά και ημερήσιου ύπνου, που μετρά πόσο γρήγορα αποκοιμάται κάποιος κατά τη διάρκεια τεσσάρων ή πέντε σύντομων ύπνων.
Οι συμμετέχοντες ρωτήθηκαν επίσης σχετικά με την υπνηλία κατά τη διάρκεια της ημέρας, την κόπωση, την ώρα που πάνε για ύπνο και πόσες ώρες κοιμούνται τη νύχτα όταν εργάζονται και όταν δεν εργάζονται.
Διαπίστωσαν ότι 12 άτομα ήταν πιθανές περιπτώσεις ιδιοπαθούς υπερυπνίας. Όσοι είχαν τη διαταραχή, ένιωθαν πιο έντονη υπνηλία, παρά τον ίδιο ή τον μεγαλύτερο αριθμό ωρών ύπνου.
Σε μια έρευνα για την υπνηλία με κλίμακα βαθμολογίας από το 0 έως το 24, η οποία περιλαμβάνει ερωτήσεις, όπως πόσο πιθανό είναι ένα άτομο να αποκοιμηθεί ενώ κάθεται, μιλάει και σταματάει μέσα στο αυτοκίνητο, τα άτομα με ιδιοπαθή υπερυπνία είχαν μέσο όρο βαθμολογίας 14, ενώ τα άτομα χωρίς αυτή είχαν μέσο όρο βαθμολογίας 9. Οποιαδήποτε βαθμολογία πάνω από 10 είναι ανησυχητική.
Κατά τη διάρκεια των μελετών ύπνου, τα άτομα με ιδιοπαθή υπερυπνία χρειάστηκαν κατά μέσο όρο τέσσερα λεπτά για να αποκοιμηθούν τη νύχτα και έξι λεπτά κατά τη διάρκεια των μεσημεριανών ύπνων, σε σύγκριση με τα 13 λεπτά κατά μέσο όρο τη νύχτα και 12 λεπτά κατά τη διάρκεια των μεσημεριανών ύπνων για τα άτομα χωρίς τη διαταραχή.
Οι ερευνητές εξέτασαν επίσης την υπνηλία κατά τη διάρκεια της ημέρας σε άτομα με ιδιοπαθή υπερυπνία κατά μέσο όρο για 12 χρόνια. Διαπίστωσαν ότι για τα 10 άτομα για τα οποία υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία, η υπερβολική ημερήσια υπνηλία ήταν συχνά χρόνια. Ωστόσο, η υπνηλία υποχώρησε για τέσσερα άτομα, δηλαδή για το 40% των ατόμων που μελετήθηκαν. Ο Plante σημείωσε ότι αυτό όχι μόνο δίνει ελπίδα στα άτομα με τη διαταραχή, αλλά υπογραμμίζει επίσης την ανάγκη περαιτέρω μελέτης του τι οδηγεί σε ύφεση.
Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί ο επιπολασμός της ιδιοπαθούς υπερυπνίας, επειδή για να τεθεί η διάγνωση απαιτούνται δαπανηρές και χρονοβόρες εξετάσεις ύπνου. Εξετάσαμε δεδομένα από μια μεγάλη μελέτη ύπνου και διαπιστώσαμε ότι η πάθηση αυτή είναι πολύ πιο συχνή από τις προηγούμενες εκτιμήσεις και τόσο διαδεδομένη όσο ορισμένες άλλες κοινές νευρολογικές και ψυχιατρικές παθήσεις, όπως η επιληψία, η διπολική διαταραχή και η σχιζοφρένεια”.
David T. Plante, MD, PhD, συγγραφέας της μελέτης, Πανεπιστήμιο του Wisconsin-Madison΄
“Τα αποτελέσματά μας καταδεικνύουν ότι η ιδιοπαθής υπερυπνία είναι σχετικά συχνή, πιο διαδεδομένη από ό,τι γενικά θεωρείται, οπότε υπάρχει πιθανώς μια σημαντική διαφορά μεταξύ του αριθμού των ατόμων με αυτή τη διαταραχή και εκείνων που αναζητούν θεραπεία”, δήλωσε ο Plante. “Απαιτούνται περαιτέρω προσπάθειες για τον εντοπισμό, τη διάγνωση και τη θεραπεία όσων επηρεάζονται από ιδιοπαθή υπερυπνία. Πρόσθετη έρευνα μπορεί επίσης να αποσαφηνίσει τα αίτια της ιδιοπαθούς υπερυπνίας και να οδηγήσει σε νέες θεραπείες”.
Η μελέτη δημοσιεύεται στο επιστημονικό περιοδικό Neurology.