Tον περασμένο Σεπτέμβριο, στο πλαίσιο των αυτοδιοικητικών εκλογών μας είχε παραχωρήσει δια ζώσης συνέντευξη η Χριστίνα Κεφαλογιάννη, κόρη του αείμνηστου πρώην υπουργού και βουλευτή Ρεθύμνου Γιάννη Κεφαλογιάννη, που εκείνη την περίοδο κατερχόταν ως υποψήφια περιφερειακή σύμβουλο στον Κεντρικό Τομέα Αθηνών με τον συνδυασμό του Νίκου Χαρδαλιά. Αν και δεν είχε ξαναδοκιμαστεί στον άκρως ανταγωνιστικό χώρο της πολιτικής, εξελέγη πρώτη σε ψήφους και μάλιστα με σημαντική διαφορά από τον δεύτερο.
Στη συζήτηση που είχαμε εκείνη την ημέρα, η κουβέντα ήρθε κάποια στιγμή και στο πανεπιστήμιο Κρήτης, οι κεντρικές υπηρεσίες του οποίου βρίσκονται στο Ρέθυμνο, έναν νομό που για τους φοιτητές της Αθήνας δεν είναι εύκολη η πρόσβαση καθώς δεν διαθέτει ούτε αεροπορική, ούτε ακτοπλοϊκή σύνδεση. «Αυτό που υποστηρίζει αρκετός κόσμος είναι πως το συγκεκριμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα το δημιούργησε μεσούσης της Χούντας ο δικτάτορας Στυλιανός Παττακός, μόνο και μόνο για να ικανοποιήσει τους συμπατριώτες του, επειδή καταγόταν από την περιοχή» λέω στην κα Κεφαλογιάννη. «Όχι, κάτι τέτοιο δεν ισχύει, ο πατέρας μου ήταν αυτός που συνέδραμε αποφασιστικά προκειμένου να δημιουργηθεί το Πανεπιστήμιο Κρήτης», μου απαντά με σιγουριά στη φωνή της.
Αργότερα, θα μου έστελνε και τα στοιχεία που πιστοποιούν κάτι τέτοιο, μέσω και της αναφοράς που κάνει στο συγκεκριμένο ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα ο ίδιος ο Γιάννης Κεφαλογιάννης, μέσα από το βιβλίο του «Γιάννης Κεφαλογιάννης: Το χρονικό μιας πορείας – Πενήντα χρόνια αγώνων» (εκδόσεις Λιβάνη). Σε αυτό αναφέρεται αναλυτικά η πολιτική δραστηριότητα του ιστορικού στελέχους της ΕΡΕ και κατόπιν της Νέας Δημοκρατίας, με ένα από τα κεφάλαια να είναι αφιερωμένο στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.
«Ήταν η μεγάλη μου πρόκληση»
Γράφει λοιπόν ο αείμνηστος πολιτικός: «Η μεγάλη πρόκληση για μένα, μέγιστο όραμα και φιλοδοξία μου, ήταν η ίδρυση πανεπιστημίου στην Κρήτη – και ειδικά στο Ρέθυμνο. Πάντοτε θεωρούσα ότι η λειτουργία πανεπιστημίου στην περιοχή θα αποτελούσε το σημαντικότερο έργο για την πόλη και το νομό, κι ότι οι επιπτώσεις του στη ζωή μας, επιπτώσεις πνευματικές, κοινωνικές, πολιτιστικές και οικονομικές, θα ήταν ανυπολόγιστης αξίας. Πίστευα πως θα έδινε πρόσθετο πνευματικό κύρος στο Ρέθυμνο και θα συντελούσε στην οικονομική αναζωογόνηση της πόλης. Και γι’ αυτό αφιέρωσα όλες μου τις δυνάμεις για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος».
Ιστορικά, για τη δημιουργία πανεπιστημιακού ιδρύματος στην Κρήτη, αρχικά είχε κάνει λόγο ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, κατά την πρώτη οκταετή διακυβέρνηση της χώρας (από τα τέλη του 1955 έως τα μέσα του 1963), και στη συνεχεία ο Γεώργιος Παπανδρέου, μετά τις εκλογές του 1964. Ωστόσο, οι πολιτικές συγκυρίες δεν τους επέτρεψαν να κάνουν πράξη τις εξαγγελίες τους.
Δώρισαν ολόκληρες περιουσίες οι κάτοικοι
Όπως αναφέρει ο Κεφαλογιάννης: «Η δικτατορία των συνταγματαρχών, πράγματι υπέγραψε ένα διάταγμα ίδρυσης Πανεπιστημίου Κρήτης με έδρα το Ρέθυμνο, και η εξαγγελία αυτή βρήκε τέτοια απήχηση στην κοινωνία της Ρεθύμνης, ώστε απλοί άνθρωποι έσπευσαν να δωρίσουν ολόκληρες περιουσίες σε οικόπεδα στην περιοχή Γάλλου, εκτάσεις που έφταναν τα 1.500 στρέμματα. Υπήρξε μάλιστα Ρεθεμνιώτης που δώρισε για το σκοπό αυτό πάνω από 200 στρέμματα, περιουσία ανυπολόγιστης αξίας σήμερα. Σε αυτό το σημείο, λοιπόν, βρίσκονταν τα πράγματα όταν έγινε η Μεταπολίτευση.
Η υπόθεση, όμως, άρχισε να περιπλέκεται, γιατί το πανεπιστήμιο διεκδικούσε ο Νομός Ηρακλείου εξ ολοκλήρου για την πρωτεύουσά του, κατά την πάγια πολιτική που ακολουθεί σε τέτοια θέματα. Θα πρέπει να υπογραμμίσω ότι οι Ηρακλειώτες εμφανίζονται πάντα ενωμένοι στις διεκδικήσεις τους και, μάλιστα, φροντίζουν να έχουν επιχειρήματα για να επηρεάζουν την εκάστοτε εξουσία. Εξάλλου, γνωρίζουν καλά ότι το μέγεθος της πόλης και του νομού ασκούν ιδιαίτερη επίδραση στην εκάστοτε κυβέρνηση, γεγονός το οποίο εκμεταλλεύονται όσο καλύτερα μπορούν.
Κόντρα στη Βουλή
Βρέθηκα αντιμέτωπος με την ενότητα και τη μεθοδικότητα των εκπροσώπων του Νομού Ηρακλείου στη Βουλή, όπου όλοι οι βουλευτές, όλων των παρατάξεων, παρουσιάστηκαν ενωμένοι σαν μια γροθιά. Είχαν φροντίσει ακόμη και να πάρουν μία μελέτη-γνωμάτευση του Πολυτεχνείου Αθηνών, το οποίο υποστήριζε, προβάλλοντας λόγους εκπαιδευτικούς και λειτουργικούς, ότι το Πανεπιστήμιο Κρήτης θα έπρεπε να λειτουργήσει ενιαία· κι ότι η φυσιολογική του θέση ήταν στην πόλη του Ηρακλείου.
Απέναντι σ’ αυτή τη συντονισμένη προσπάθεια να μεταφερθεί η έδρα και εξ ολοκλήρου η λειτουργία του πανεπιστημίου από το Ρέθυμνο στο Ηράκλειο, ο μόνος που μπορούσε να αντιπαρατεθεί στις πιέσεις που ασκούσαν στην κυβέρνηση οι Ηρακλειώτες ήμουν εγώ, γιατί ο άλλος βουλευτής Ρεθύμνης ασκούσε κυβερνητικά καθήκοντα ως υφυπουργός Εσωτερικών».
Μάλιστα, ένα βράδυ στη Βουλή σημειώθηκε έντονος διαξιφισμός μεταξύ του Γιάννη Κεφαλογιάννη και του τότε βουλευτή Ηρακλείου Κωνταντίνου Κωνιωτάκη, ο οποίος ανήκε τότε στην παράταξη της Ένωσης Κέντρου – Νέες Δυνάμεις και είχε φέρει το θέμα με ομιλία του στο Κοινοβούλιο, οπότε υπήρξε έντονη και σκληρή η αντίδρασή μου.
Επειδή το επεισόδιο συνέβη σε προχωρημένη ώρα, το περιστατικό δεν καταγράφηκε στις εφημερίδες της επομένης μέρας, εκτός από την εφημερίδα «Ακρόπολις’, η οποία στο επάνω μέρος της πρώτης σελίδας υπογράμμισε εμφαντικά, με μεγάλα και έντονα γράμματα: «Ενδοκρητικός πόλεμος στην Βουλή για το Πανεπιστήμιο». Η υπεράσπιση της υπόθεσης είχε ουσιαστικά πέσει όλη πάνω στον Κεφαλογιάννη που έπρεπε να κάνω τις σωστές παρεμβάσεις «για να προκύψει το επιθυμητό αποτέλεσμα και να μη χαθεί η υπόθεση» όπως γραφει.
Η λύση Καραμανλή
«Σκέφτηκα λοιπόν, προσθέτει, ότι ο μόνος που θα μπορούσε να δώσει λύση στο πρόβλημα ήταν ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, τον οποίο και ζήτησα να συναντήσω για να του θέσω το ζήτημα. Γνώριζα από παλιά ότι ο Καραμανλής είχε ιδιαίτερη αγάπη και ενδιαφέρον για το Ρέθυμνο και ήμουν βέβαιος ότι θα έβλεπε την υπόθεση με καλή διάθεση. Στη συνάντησή μας, του τόνισα ότι το Ρέθυμνο ήταν μια μικρή και ήσυχη επαρχιακή πόλη, χωρίς νυχτερινή ζωή, γεγονός που την καθιστούσε ιδανική για τους φοιτητές, ώστε απερίσπαστοι να επιδίδονται στο διάβασμα και στις σπουδές τους. Και, ακόμη, του υπογράμμισα ότι η πόλη είχε ήδη προσφέρει μια πολύ μεγάλη έκταση γης για τις κτιριακές εγκαταστάσεις του πανεπιστημίου, γεγονός που όχι μόνο έδειχνε το υπέρμετρο ενδιαφέρον και την αγάπη των Ρεθεμνιωτών για αυτό αλλά, επιπλέον, απάλλασσε την κυβέρνηση από τη χρονοτριβή και το κόστος των αναγκαίων απαλλοτριώσεων που θα έπρεπε σε άλλη περίπτωση να γίνουν για τη στέγαση του πανεπιστημίου.
Πιστεύω ότι τα επιχειρήματά μου ήταν αρκετά πειστικά και έκαναν καλή εντύπωση στον Καραμανλή, πράγμα που φάνηκε από την όλη συμπεριφορά του. Με ξεπροβόδισε με την υπόσχεση ότι θα συζητούσε το θέμα και με τον αρμόδιο υπουργό Παιδείας, προκειμένου να ληφθεί η τελική απόφαση. Με τον υπουργό Παιδείας Γεώργιο Ράλλη είχαμε άριστες σχέσεις, υπενθυμίζω, μάλιστα, ότι ήταν ο πρώτος που ζήτησε να με δει μετά το σχηματισμό της κυβέρνησης και τον άδικο αποκλεισμό μου απ’ αυτήν, οπότε είχα κάθε λόγο να πιστεύω πως θα βοηθούσε την προσπάθειά μας. Πήγα έπειτα από λίγες μέρες να τον συναντήσω και, όπως το περίμενα, τον βρήκα απόλυτα θετικό».
Το γράμμα στον αδελφό του Αχιλλέα Κεφαλογιάννη
«Μάλιστα, συνεχίζει, ήταν τέτοια η ικανοποίησή μου, που έσπευσα αμέσως να μεταφέρω τη χαρά μου στον αδελφό μου Αχιλλέα με ένα γράμμα. Από αυτό φαίνεται καθαρά η απόφαση του υπουργού να οριστεί ως έδρα του πανεπιστημίου το Ρέθυμνο και να γίνει η κατανομή της λειτουργίας του όπως έχει σήμερα».
Το γράμμα ανέφερε τα εξής:
ΓΙΑΝΝΗΣ Κ. ΚΕΦΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ ΙΑΤΡΟΣ – ΔΙΔΑΚΤΩΡ ΠΑΘΟΛΟΓΙΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ, ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ ΡΕΘΥΜΝΗΣ, ΠΑΤΡ. ΙΩΑΚΕΙΜ 19 – ΤΗΛ 727-540
Αθήνα 27/11/74
Αγαπητέ Αχιλλέα,
Σήμερα είμαι πολύ ευτυχής γιατί μου δόθηκε η ευκαιρία να συζητήσω το θέμα του Πανεπιστημίου με τον Υπουργό της Παιδείας και βρήκα πλήρη κατανόηση στο καθολικά δίκαιο αίτημα των Ρεθυμνίων.
Μου έδωσε κατηγορηματική διαβεβαίωση ότι θα υποστηρίξει και θα εισηγηθεί ως έδρα του Πανεπιστημίου Κρήτης το Ρέθυμνο.
Δεν θέλω όμως αυτό να το ανακοινώσεις γιατί πιστεύω ότι ο καλύτερος τρόπος να κερδίσουμε το θέμα είναι η αθόρυβη αλλά συστηματική παρακολούθηση του θέματος με πίστη και επιμονή.
Θα σε κρατήσω ενήμερο επί της πορείας των προσπαθειών μου.
Με πολλή αγάπη
Οι αντιδράσεις και η αναζήτηση στέγης για τις Σχολές
«Η ίδρυση του πανεπιστημίου στην πόλη μας ήταν μια μεγάλη κατάκτηση, που έδωσε άλλη διάσταση στο Ρέθυμνο αλλά και σε ολόκληρο το νομό. Εάν μάλιστα δεν αντιμετώπιζε τις αντιδράσεις των ίδιων των καθηγητών του, η ανάπτυξή του θα ήταν ακόμη μεγαλύτερη και η αίγλη του πολύ πιο σημαντική στην πανεπιστημιακή κοινότητα της χώρας» γράφει στο βιβλίο του ο Γιάννης Κεφαλογιάννης.
Και εξηγεί: «Πρόεδρος της Διοικούσας Επιτροπής του Πανεπιστημίου Κρήτης ορίστηκε ο σπουδαίος καθηγητής και ακαδημαϊκός Μανούσος Μανούσακας, ο οποίος, μαζί με τα άλλα μέλη της επιτροπής, ανέλαβε την ευθύνη του διορισμού των καθηγητών στα επιμέρους Τμήματα και, πιστεύω, έθεσε κατά ιδανικό τρόπο τα θεμέλια για τη σωστή λειτουργία του πανεπιστημίου στα πρώτα του βήματα. Προϊστάμενος των Τεχνικών Υπηρεσιών ορίστηκε ο αρχιτέκτονας από το Ηράκλειο Λαμπάκης, γιατί προέκυψε άμεσα η ανάγκη να εξευρεθεί στέγη για τις Σχολές. Η συνεργασία μου μαζί τους υπήρξε πολύ καλή και προσφερόμουν πάντα να βοηθώ την Επιτροπή να ξεπερνά κάθε γραφειοκρατικό εμπόδιο που παρουσιαζόταν.
Μου προξενούσε, ωστόσο, εντύπωση το γεγονός ότι, παρά το έντονο ενδιαφέρον που επιδείκνυα για την προώθηση του κτιριακού προβλήματος και παρότι οι μελέτες προχωρούσαν, το κτιριολογικό πρόγραμμα για το Ρέθυμνο –σε αντίθεση με αυτό για το Ηράκλειο- δεν σημείωνε πρόοδο. Μου προξενούσε εντύπωση επίσης το γεγονός ότι με την πάροδο του χρόνου έρχονταν στο φως ορισμένα δημοσιεύματα στο Ρέθυμνο για στέγαση του πανεπιστημίου στην Παλιά Πόλη, με το επιχείρημα ότι θα έπρεπε δήθεν να βρίσκεται η διοίκηση στην καρδιά της πόλης, μέσα στη ρεθεμνιώτικη κοινωνία. Αυτή η συμπεριφορά σε συνδυασμό με ορισμένες πληροφορίες που κυκλοφορούσαν δημιουργούσαν την εντύπωση ότι το πραγματικό πρόβλημα βρισκόταν στις προθέσεις του διδακτικού προσωπικού, γιατί, επειδή δεν υπάρχει αεροδρόμιο στο Ρέθυμνο, δεν εξυπηρετούνταν οι «υπτάμενοι» καθηγητές, οι οποίοι στο Ηράκλειο είχαν τη δυνατότητα να έρχονται αεροπορικώς το πρωί, να κάνουν το μάθημά τους και, το βράδυ, να επιστρέφουν στην Αθήνα. Ως αποτέλεσμα, όμως, αυτή η συμπεριφορά επέτεινε μια κατάσταση αβεβαιότητας για το μέλλον του πανεπιστημίου στο Ρέθυμνο και επανέφερε στο προσκήνιο τις παλιές συζητήσεις για λειτουργία όλων των τμημάτων του στο Ηράκλειο».
Η συνάντηση με την πρύτανη
«Τα γεγονότα αυτά, συνεχίζει, προκάλεσαν την έντονη αντίδρασή μου, με σκληρές δηλώσεις και με σχετική Ερώτηση στη Βουλή, η οποία ανάγκασε την τότε πρύτανη Μαρία Σπυράκη να επιδιώξει συνάντηση μαζί μου ώστε να μου δώσει εξηγήσεις για όλα όσα συνέβαιναν στο πανεπιστήμιο. Η Μαρία Σπυράκη ήταν πρώτη εξαδέλφη με τη γυναίκα ενός στενού μου φίλου στην Αθήνα, του δικηγόρου Γεώργιου Μπουρνάκη, και μέσω αυτού κανονίστηκε η συνάντησή μας. Της δήλωσα κατά τρόπο απόλυτο και κατηγορηματικό ότι τα πάντα μπορούσαν να συμβούν σ’ αυτό τον τόπο, όμως ένα δεν μπορούσε να γίνει ποτέ: να φύγει το πανεπιστήμιο από το Ρέθυμνο. Κι ότι αυτό θα έπρεπε να το μεταφέρει, κυρίως, στους καθηγητές.
Έτσι πιστεύω ότι δόθηκε ένα τέλος στις όποιες αμφιταλαντεύσεις· και το πανεπιστήμιο στο Ρέθυμνο εξακολουθεί να λειτουργεί, δυστυχώς όμως έξω από την κοινωνία της Ρεθύμνης και τα προβλήματά της. Η αλήθεια είναι ότι στην ουσία ποτέ μέχρι σήμερα το πανεπιστήμιο δεν έπαιξε το ρόλο που είχαν αρχικά οραματιστεί γι’ αυτό όλοι οι Ρεθεμνιώτες, να είναι, δηλαδή, επικεφαλής της πνευματικής, πολιτιστικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής του Ρεθύμνου. Μάλιστα, η σημερινή πρυτανεία έχει στερήσει από την πόλη δύο σημαντικά έργα μην παραχωρώντας ορισμένα τετραγωνικά μέτρα από τα τόσα οικόπεδα που έχουν δωρίσει στο πανεπιστήμιο οι Ρεθεμνιώτες: α) το αθλητικό κέντρο στου Γάλλου εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων το 2004, με αποτέλεσμα να χαθούν 1 δις δραχμές, που προβλέπονταν για την κατασκευή του· και β) ένα σύγχρονο νοσοκομείο 300 – 350 κλινών, με την άρνησή της να παραχωρήσει 100 στρέμματα για την οικοδόμησή του».
«Αυτοί ξέρουν…»
Και καταλήγει: «Το πανεπιστήμιο, παρότι η τοπική κοινωνία το περιβάλλει με απόλυτη εμπιστοσύνη, έχει σταθεί ξένο και απόμακρο απέναντί της. Αυτή η συμπεριφορά του μόνο θλίψη και απογοήτευση έχει προκαλέσει. Και, ειλικρινά, απορώ πώς είναι δυνατόν να σκέπτονται και να ενεργούν κατ’ αυτό τον τρόπο πνευματικοί άνθρωποι – καθηγητές πανεπιστημίου. Πώς μπορούν να αδιαφορούν για τα τόσο ζωτικά προβλήματα; Δεν νιώθουν τίποτε για την πόλη που τους φιλοξενεί; Δεν νιώθουν την πνευματική τους ευθύνη απέναντι σε μια κοινωνία με τόσο μακρά πολιτιστική και ιστορική παράδοση; Είναι η εκδίκησή τους γιατί τους στερήσαμε τη δυνατότητα να μεταφερθούν στο Ηράκλειο, για να ζουν σε μια μεγαλούπολη και με ευχέρεια να επικοινωνούν, όποτε θέλουν, με το αθηνοκεντρικό κατεστημένο ως «ιπτάμενοι» καθηγητές; Αυτοί ξέρουν».
ΠΗΓΗ: newsbeast.gr