Μία από τις πιο μεγάλες φωνές που ακούστηκαν ποτέ, τόσο μεγάλη που ορισμένοι τη συγκρίνουν με αυτή του Στέλιου Καζαντζίδη, ήταν η φωνή του Μανώλη Αγγελόπουλου. Ακόμη και σήμερα οι Αθίγγανοι σε όλη την Ελλάδα αποτίουν φόρο τιμής στον μεγάλο Μανώλη της φυλής τους.
Γεννήθηκε στην Καβάλα στις 8 Απριλίου του 1939. Οι γονείς του Ηλιακός Αγγελόπουλος και Ερασμία, ήταν Αθίγγανοι μικροπωλητές. Ο πατέρας του είχε αγάπη στη μουσική, έπαιζε μπουζούκι και κιθάρα. Ο Μανώλης είχε και έναν αδερφό μικρότερο. Τον Λεύτερη. Δεν είχε ρίζες ο Μανώλης Αγγελόπουλος, ήταν μικρός ακόμα όταν έφυγε με την οικογένειά του από την Καβάλα για να πάει στον Αγ. Αθανάσιο Δράμας και λίγο αργότερα σε καταυλισμό στο Ηράκλειο της Κρήτης.
Εκεί έμεινε μέχρι την πρώιμη εφηβεία του, τότε δηλαδή που έχασε τον πατέρα του. Η απώλεια οδήγησε την υπόλοιπη οικογένεια στην Αθήνα και πιο συγκεκριμένα, στα κάτω Πετράλωνα.
Στις αρχές του 1958 ήρθε η πρώτη μεγάλη επιτυχία. Ήταν το τραγούδι του Στράτου Ατταλίδη «Μαγκάλα», που ξεπέρασε τις 100.000 πωλήσεις και αποτέλεσε το αντίπαλον δέος της «Μαντουμπάλας» του Στέλιου Καζαντζίδη.
Ήταν ο άντρας του σπιτιού πια και ο άγραφος νόμος έλεγε ότι πρέπει να εργαστεί για να ζήσει την οικογένειά του. Έκανε πολλές δουλειές εκείνη την εποχή. Από πωλητής χαλιών, λουστράκος στον Πειραιά, γκαρσόν σε καφέ, σιδεράς.
Το πάθος του όμως με τη μουσική, τον οδηγούσε στα νυχτερινά κέντρα της Αγίας Βαρβάρας και τον Πετραλώνων για να ακούσει και να σιγοτραγουδήσει τις επιτυχίες της εποχής.
Ο άνθρωπος που «οσμίστηκε» αμέσως το ταλέντο του ήταν ξάδελφός του και μουσικός στην ορχήστρα του Στέλιου Καζαντζίδη. Ο Ανέστος Αθανασίου, δεξιοτέχνης του μπουζουκιού. O δεύτερος ήταν o λαϊκός συνθέτης Θεόδωρος Δερβενιώτης.
Έτσι, στα τέλη του 1956 άρχισε τις εμφανίσεις σε λαϊκό κέντρο του Χαϊδαρίου, δίπλα στον Στράτο Παγιουμτζή και τη Σωτηρία Μπέλλου, ενώ ηχογράφησε και το πρώτο του δισκάκι με το τραγούδι του Τόλη Εσδρά «Τρέξε στα τσαντίρια μάνα».
Στις αρχές του 1958 ήλθε η πρώτη μεγάλη επιτυχία, που του άνοιξε τον δρόμο προς την κορυφή. Ήταν το τραγούδι του Στράτου Ατταλίδη «Μαγκάλα», που ξεπέρασε τις 100.000 πωλήσεις και αποτέλεσε το αντίπαλο δέος της «Μαντουμπάλας» του Στέλιου Καζαντζίδη.
Συνεργάστηκε με πολλούς σύνθετες όπως Aθανασίου, Καραπατάκη, Καλδάρα, Ατταλίδη, Μπακάλη, Καρανικόλα, Δερβενιώτη, Αργύρη Βαμβακάρη, Μητσάκη Χιώτη, Τσιτσάνη, με στιχουργούς όπως Παπαγιαννοπούλου, Κολοκοτρώνη, Δαλέζιο, Βίρβο, Σοφό κ.ά.
Γνωρίστηκε και ερωτεύτηκε την Αννούλα Βασιλείου, στη δισκογραφική της Columbia όπου έκανε δοκιμαστικά για να γίνει τραγουδίστρια. Παντρεύτηκαν και άρχισαν να δουλεύουν μαζί στα νυχτερινά κέντρα. Ο κόσμος τους λάτρευε. Απέκτησαν τρία παιδιά, τον Ηλία, τη Μαρία και το Στάθη.
Μερικά από τα πιο σημαντικά τραγούδια του Μανώλη Αγγελόπουλου είναι:
«Τα μαύρα μάτια σου» (Αγγελόπουλος/Μπιζάνη)
«Όσο αξίζεις εσύ» (Καλδάρας)
«Φαρίντα» (Τσιτσάνης)
«Μαγκάλα» (Ατταλίδης/Βασιλειάδης)
«Φεγγάρι χλωμό» (Μπιθικώτσης/Γκούτης)
«Έφυγε κι ακόμα πάει» (Πετσάς)
«Μη με ξεχνάς» (Δερβενιώτης/Βίρβος)
«Τσιγγάνας Γάλα» (Καμπουρίδης/Σπυρόπουλος)
«Ρίχτε στο γυαλί φαρμάκι» (Καλδάρας/Παπαγιαννοπούλου)
«Μουσταφάς» (Δερβενιώτης/Βίρβος)
«Η μάνα η Γκρέκα» (Μηλιός/Μαλκώτσης)
«Όταν χορεύεις μάτια μου» (Χρ. Νικολόπουλος/Χαψιάδης)
Μανώλης Αγγελόπουλος – Ειν’ ευτυχής ο άνθρωπος, 1983 Λυκαβηττός
Το καλοκαίρι του 1983 έδωσε δύο συναυλίες του στο Θέατρο του Λυκαβηττού. Εκεί ο Μανώλης Αγγελόπουλος γνώρισε τις δύο όψεις της δημοσιότητας. Από τη μία καταχειροκροτήθηκε από το κατάμεστο θέατρο και από την άλλη δέχθηκε ρατσιστικές επιθέσεις από την ελίτ της εποχής.
Πέθανε στις 2 Απριλίου 1989 σε νοσοκομείο του Λονδίνου, μία εβδομάδα προτού συμπληρώσει τα πενήντα του χρόνια, εξαιτίας επιπλοκών από εγχείρηση καρδιάς (τριπλό μπάι-πας), στην οποία είχε υποβληθεί στις 14 Ιανουαρίου του 1989.
Πηγές: Sansimera, wikipedia, pathfinder