Τις πρώτες μέρες μετά την άφιξη μου στην Κίσαμο κι ενώ προσπαθούσα με μεγάλη δυσκολία να προσαρμοστώ, σ’ ένα νέο τρόπο ζωής, ένιωθα αβέβαιος, χωρίς σιγουριά, για το τι θα έπρεπε να κάνω. Τίποτα απ’ ό,τι συναντούσα στη νέα μου καθημερινότητα δεν έμοιαζε, έστω και λίγο, με τον τρόπο ζωής, που είχα μάθει να ζω, στην ιδιαίτερη πατρίδα μου. Η αβεβαιότητα σηματοδοτούσε τη ζωή μου. Ήμουν σε μια ηλικία, που κανονικά, το μόνο που έπρεπε να με απασχολεί, ήταν τα μαθήματα μου και το σχολείο. Εγώ όμως, προσπαθούσα να ισορροπήσω, στα εφηβικά μου «θέλω» και στα οικογενειακά «πρέπει». Αυτό ήταν κάτι πολύ δύσκολο, για ένα έφηβο της εποχής μας, γιατί τα μέσα επικοινωνίας, εκείνης της περιόδου, ήταν ανύπαρκτα και στα ελάχιστα που πιθανώς υπήρχαν, δεν είχαμε τη δυνατότητα άμεσης πρόσβασης. Περιοριζόμουν ν’ ακούω τις συμβουλές των συγγενών μου και των διαφόρων φίλων της οικογενείας μου.
Το καλό με τις συμβουλές είναι, πως αν και δεν κοστίζουν τίποτα, όταν είναι οι σωστές και τις εφαρμόσεις, γίνονται αυτόματα πολύτιμες. Υπήρχε ένα μόνο κακό σ’ αυτές τις περιπτώσεις, πως ήταν δύσκολη η αξιολόγηση των συμβουλών, γιατί τις περισσότερες φορές ήταν αλληλοσυγκρουόμενες, ενώ αρκετές απ’ αυτές, ερχόταν σε αντίθεση με τα «θέλω» μου. Μια απ’ τις συμβουλές που μου έδωσαν εκείνη την εποχή, μου φάνηκε, το λιγότερο, περίεργη. Η κόρη μιας οικογένειας, που συνδεόταν φιλικά με τη δική μου οικογένεια, μαθήτρια κι αυτή, αν και σε μεγαλύτερη τάξη, μου έδωσε μια και μοναδική συμβουλή.
«Σε καμιά περίπτωση, δεν θα κάνεις παρέα με δύο άτομα στο σχολείου», μου είπε με έμφαση και μου ανάφερε δυο ονόματα, άγνωστων σε μένα, μελλοντικών μου συμμαθητών. Όταν την κοίταξα ερωτηματικά, γιατί δεν μπορούσα να καταλάβω, πώς ήταν δυνατόν ν’ αποκλείσω κάποιους απ’ την πιθανή παρέα μου, χωρίς κάποια αιτία, αυτή αρνήθηκε να μου εξηγήσει κι αρκέστηκε να επαναλαμβάνει την άποψή της, χωρίς να μου δίνει περισσότερες πληροφορίες. Δεν έδωσα σημασία στη συμβουλή της. Έτσι κι αλλιώς, σπάνια έπαιρνα στα σοβαρά τις νουθεσίες, γιατί από ιδιοσυγκρασία ήμουν μάλλον ανάποδος άνθρωπος.
Πολύ σύντομα γνώρισα τα «μαύρα πρόβατα», που θα έπρεπε οπωσδήποτε ν’ αποφύγω. Τον πρώτο καιρό, μού ήταν παντελώς αδιάφοροι, καθώς ήμασταν σε διαφορετικά τμήματα και σπανίως συναντιόμασταν. Εξ άλλου οι νέοι συμμαθητές μου ήταν τόσοι πολλοί και η γνωριμία μαζί τους γινόταν με ρυθμούς που δεν μπορούσα να ελέγξω. Σταδιακά και με αργούς ρυθμούς, προσαρμοζόμουν στη νέα μου καθημερινότητα, με αρκετή δυσκολία, γιατί οι κανόνες του οικοτροφείου απ’ τη μια και η ιδιαιτερότητα του νέου μου σχολείου από την άλλη, ήταν κάτι το πρωτόγνωρο για μένα.
Τα δυο πρόσωπα, που μετά βδελυγμίας θα έπρεπε, σύμφωνα με τη φιλική συμβουλή, ν’ αποφεύγω, ήταν ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Παρ’ όλη την επιφυλακτική στάση που θα περίμενε κανείς να κρατήσω και οι δυο έγιναν φίλοι μου καλοί και μάλιστα η φιλία μας κρατά μέχρι σήμερα. Το αγόρι ήταν ο Γιάννης Ρ. Όσο αφορά το κορίτσι, δεν θέλω να αναφέρω τ’ όνομά της.
Στην αρχή, δεν είχα καμιά επαφή με τον Γιάννη κι είχα την εντύπωση πως έβλεπα μια επιφυλακτικότητα, όταν σπανίως συναντιόμασταν, κυρίως στο προαύλιο του σχολείου. Τον έβλεπα ακόμη στον χώρο, που υπήρχε πίσω απ’ το καφενείο που διατηρούσε ο πατέρας του. Εκεί ο κύριος Μανώλης, ο πατέρας του Γιάννη, είχε ένα μικρό υποτυπώδες σφαιριστήριο. Τ’ απογεύματα συνήθως, αντικαθιστούσε τον πατέρα του και μοιραία, όταν μαζί με άλλα παιδιά πηγαίναμε να παίξουμε «ποδοσφαιράκι», αυτός ήταν εκεί για να επιβλέπει, τις πιθανές «μαγκιές» μας. Μας αντιμετώπιζε μάλλον αδιάφορος, συνήθως αμίλητος, χωρίς να δίνει σημασία στις φιλονικίες μας και στις φωνές μας. Τακτικά μας χάριζε το αντίτιμο των αναψυκτικών, που συνήθως βάζαμε σαν στοίχημα, στον ανταγωνισμό των αναμετρήσεων μας. Πάνω σ’ αυτό το θέμα, ο κερδισμένος ήμουν συνήθως εγώ, γιατί ήμουν μακράν ο χειρότερος παίκτης στο «ποδοσφαιράκι».
Φώτης, ο έτερος των “λουλουδιών”
Πολύ αργότερα κατάλαβα, πως η επιφυλακτικότητα που είχε απέναντι μου, ξεκινούσε απ’ την άτυπη διαμάχη, μεταξύ των μαθητών που ακολουθούσαν την «κλασσική» κατεύθυνση κι αυτών που προτιμούσαν το «πρακτικό». Αυτός ήταν αρχηγός, μαζί με τον Φώτη, σε κάθε λογής «κόντρα» με το σχολικό κατεστημένο κι εγώ ανήκα στη ηγετική τριάδα του πρακτικού. Σπανίως συνεργαζόμασταν, γιατί ή αντιπαλότητα ήταν πιο ισχυρή, από κάθε λογική συμπαράταξη.
Λίγο αργότερα, όταν μεταπήδησα και εγώ στο κλασσικό, μοιραία βρεθήκαμε πιο κοντά. Ακόμη και τότε όμως, με αντιμετώπιζε με δυσπιστία, όπως και οι υπόλοιποι του κλασσικού, που μ’ έβλεπαν σαν ξένο σώμα. Σ’ αυτό μπορώ να πω, πως είχα κι εγώ μερίδιο ευθύνης, γιατί τα «ενδιαφέροντά» μου ήταν απέναντι, στην αίθουσα του πρακτικού και δεν έχανα ευκαιρία, στα διαλείμματα και στις εκδρομές, να ενώνομαι μαζί τους, αγνοώντας τους κλασσικάριους. Σταδιακά τους έπεισα, ότι ήμουν ένας απ’ αυτούς και σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα, έγινα αποδεκτός στο κλειστό κλαμπ που είχαν δημιουργήσει, με ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται.
Παρ’ όλο που δεν μου άρεσε το αλκοόλ και το κάπνισμα, τους ακολουθούσα τις κενές ώρες, αυτές δηλαδή που δεν μπορούσε να καλύψει το σχολικό πρόγραμμα, απέναντι στο καφενεδάκι του Σήφη, όπου έβρισκαν καταφύγιο, όλοι οι μαθητές που χαρακτηριζόντουσαν τα «λουλούδια» του γυμνασίου. Εκεί ανενόχλητοι και χωρίς την επιτήρηση του καταστηματάρχη, όλοι στη παρέα κάπνιζαν κι έπιναν, ανάλογα με τη θέληση του καθενός.
Από συζητήσεις έμαθα πως, μια χρονιά πριν εμφανιστώ εγώ στην Κίσσαμο, το σχολείο είχε γίνει άνω κάτω, από ένα σκάνδαλο μ’ ένα «λεύκωμα», που είχε κυκλοφορήσει μεταξύ των μαθητών και κατέγραφε φλερτ και πιθανούς εφηβικούς έρωτες. Όταν άκουσα για πρώτη φορά αυτή την ιστορία, έβαλα τα γέλια. Μου φαινόταν αδιανόητο ν’ ανακατευτούν οι καθηγητές και το σχολείο σ’ ένα τέτοιο θέμα. Στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, είχαμε κάνει πολύ χειρότερα πράγματα, χωρίς να νοιαστεί κανείς. Από συζητήσεις και κουτσομπολιά έμαθα, ότι αρκετοί μαθητές, τιμωρήθηκαν με αποβολές, κάποιοι άλλοι άλλαξαν σχολείο, ενώ ένας το σταμάτησε κιόλας. Μάλιστα κάποια κορίτσια, που είχαν αφελώς γράψει κάτι, που ίσως το θεωρούσαν τότε ευφυολόγημα, στο επίδικο λεύκωμα, χαρακτηρίστηκαν με ό,τι χειρότερο θα μπορούσε να πει κάποιος, για μια γυναίκα ελευθερίων ηθών. Ήταν μια εποχή, που το «κυνήγι μαγισσών», είχε βρει σ’ αυτόν τον τομέα την εφαρμογή του και οι συνέπειες ακολουθούσαν τους εμπλεκόμενους και τους σηματοδοτούσαν, για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Ενώ εγώ δεν ήμουν παρών σ’ αυτά τα γεγονότα, αντιλαμβανόμουν τ’ «απόνερα» της συγκεκριμένης υπόθεσης, ν’ ακολουθούν, αδίκως κατά τη γνώμη μου, πολλούς απ’ τους συμμαθητές μου και ιδιαίτερα κάποια κορίτσια. Απ’ ό,τι συμπέρανα, κυρίως από μισόλογα, γιατί ευθέως κανείς δεν αποφάσιζε να μιλήσει, ο Γιάννης ευθυνόταν κατά πολύ και είχε κύριο ρόλο στο όλο σκάνδαλο και συμμετοχή σε πολλές επί μέρους ιστορίες.
Είχε γίνει θρύλος η ανάμιξή του στην ιστορία ,με τη γαλανομάτα κοπελιά, που ήταν κρυφός πόθος των περισσοτέρων συμμαθητών μου, η οποία και τιμωρήθηκε, μαζί με πολλούς άλλους. Επειδή όμως δεν έχω ιδίαν αντίληψη των γεγονότων, δεν θα επεκταθώ σ’ αυτή την ιστορία. Πάντως μου έκανε εντύπωση, ότι ο φίλος μου την έβγαλε «καθαρή» και δεν τιμωρήθηκε, σε καμιά φάση των γεγονότων, ενώ όλοι οι άλλοι την πλήρωσαν, άλλος πολύ ακριβά κι άλλος λιγότερο. Διαχρονικό ερώτημα, τόσο του ιδίου, όσο και δικό μου, είναι κάτι που δεν μπορεί φυσικά να απαντηθεί. Αναρωτιόμαστε, αν τα πράγματα δεν είχαν αυτή την τραγική εξέλιξη, τι συνέχεια θα είχε άραγε η ιστορία του, με την γαλανομάτα κοπελιά; Επειδή όμως, παρεμβάσεις στο παρελθόν, δεν μπορούμε να κάνουμε, αρκούμαστε μόνο σε υποθέσεις, χωρίς σε καμία περίπτωση να είμαστε σίγουροι για το τι θα συνέβαινε πραγματικά.
Απ’ ό,τι πολύ αργότερα κατάλαβα, αυτή ήταν η ιστορία, που είχε κατατάξει τον Γιάννη, στη μαύρη λίστα των ανεπιθύμητων, για παρέα συμμαθητών. Δεν γνωρίζω, αν αυτή η ιστορία διαμόρφωσε, ως ένα σημείο, τον χαρακτήρα του. Καθημερινά στην τάξη, έβλεπα έναν ατίθασο μαθητή κι έναν «επαναστάτη χωρίς αιτία». Αδιαφορούσε για τη βαθμολογία που έπαιρνε κι είχε μια απέχθεια σ’ ό,τι νόμιζε πως ήταν το κατεστημένο της εποχής. Δεν θυμάμαι να τον είδα ποτέ, να κουβαλάει στο σχολείο, τσάντα ή βιβλία. Συνήθως ερχόταν χωρίς να ξέρει τι μαθήματα είχε το ημερήσιο πρόγραμμα. Παρ’ όλα αυτά, κατάφερνε κι επεβίωνε, στη «ζούγκλα του μαυροπίνακα», όπως συνήθιζε να λέει, χρησιμοποιώντας τη φράση απ’ τον τίτλο γνωστής κινηματογραφικής ταινίας της εποχής.
Οι γνώσεις του στα μαθήματα, περιοριζόταν πιο πολύ στις παραδόσεις και λιγότερο στο διάβασμα. Στις παραδόσεις, όταν ήταν νηφάλιος, συμμετείχε κυρίως, στα μαθήματα που τον ενδιέφεραν. Αυτά σε καμιά περίπτωση δεν ήταν μαθηματικά, φυσική και αγγλικά. Αντίθετα στα θεωρητικά μαθήματα, είχε μια απίστευτη κλίση και οι γνώσεις του σ’ αυτά, μ’ εντυπωσίαζαν. Πολύ γρήγορα αντιλήφθηκα, πως ήταν γνώσεις που αποκτήθηκαν, από εξωσχολικά βιβλία. Ο αθεόφοβος, είχε χρόνο και όρεξη να διαβάζει οτιδήποτε έκρινε πως τον ενδιέφερε, εκτός από τα μαθήματα του σχολικού προγράμματος, στα οποία έδειχνε μια περίεργη περιφρόνηση. Ίσως αυτό να συνέβαινε, γιατί τα θεωρούσε εργαλεία του κατεστημένου, για το οποίο, όπως κι εγώ, ένιωθε μια ιδιαίτερη απέχθεια.
Αμίμητο ήταν το σχόλιο που έκανε, στις εξετάσεις του εξαμήνου, όταν πληροφορήθηκε πως την επομένη, θα γράφαμε το μάθημα της «Αγωγής του πολίτου». Μας κοίταξε έκπληκτος κι είπε με απορία. «Μα ήντα μάθημα είναι ετούτο; Πότε το κάναμε; Ποιος είναι ο καθηγητής;» Αυτή η φράση του, έγινε για μεγάλο χρονικό διάστημα, ανέκδοτο και θέμα συζητήσεων όλων μας. Είχε περάσει χρονικό διάστημα έξι περίπου μηνών, που ο ιερωμένος καθηγητής, μας δίδασκε αυτό το περίεργο μάθημα κι αυτός δεν είχε ιδέα.
Πάντα μου έκανε εντύπωση, πώς κατάφερνε στις εξαμηνιαίες εξετάσεις, να συγκεντρώνει υψηλή σχετικά βαθμολογία, τέτοια που μας εντυπωσίαζε. Η εξήγηση που έδιναν οι περισσότεροι, ότι ο φίλος μας ήταν μετρ στην αντιγραφή, ικανοποιούσε ως ένα σημείο, την περιέργειά μας. Αλλά πολλοί από μας αναρωτιόμασταν, πώς ήταν δυνατόν, να έχει τόσο μεγάλα ποσοστά τύχης, στα «σκονάκια» που με μεγάλη μαεστρία, ετοίμαζε στο σπίτι. Όταν τον ρωτούσαμε σχετικά, αυτός μας κοίταζε μ’ ένα περίεργο χαμόγελο, που πλησίαζε στο μειδίαμα της Μόνα Λίζα κι απέφευγε να μας απαντήσει.
Υπήρχαν κάποιοι καθηγητές, που τον είχαν «σταμπάρει», είτε λόγω της συμπεριφοράς του, είτε λόγω της απέχθειας που ένιωθε γι αυτούς και δεν φρόντιζε σε καμιά περίπτωση να κρύβει, και του έκαναν τη ζωή δύσκολη. Αυτός όμως δεν «μασούσε» κι αδιαφορούσε για τις επιπτώσεις και τις πιθανές τιμωρίες. Γρήγορα έγινε το «μαύρο πρόβατο» της τάξης και κρατούσε τα πρωτεία σ’ αυτόν τον τομέα, μαζί με τον Φώτη. Πίσω τους καταϊδρωμένοι κι αγκομαχώντας ακολουθούσαμε εγώ κι ο Λευτέρης Α. Είναι γεγονός, πως μας κατάταξαν εκείνη την εποχή, σε μια άτυπη ομάδα μαθητών, «τα λουλούδια», όπως χαρακτηριστικά μας βάφτισε, ο υψηλόσωμος και συμπαθής καθηγητής μας. Δεν ξέρω, αν αυτή η καταχώρηση που μας έκαναν, βασιζόταν μόνο στη συμπεριφορά και την διαγωγή, που δείχναμε μέσα στο σχολείο ή λάμβαναν οι καθηγητές μας μηνύματα κι από την εξωσχολική μας ζωή. Αυτό, μπορεί τη σημερινή εποχή να φαίνεται αστείο ή ακόμη κι εξωπραγματικό, αλλά εκείνη την εποχή, η κοινωνία της πόλης μας ήταν, με ελάχιστες εξαιρέσεις, άκρως συντηρητική. Πολύ εύκολα έφταναν στα ευήκοα αυτιά των ενδιαφερομένων, οι πληροφορίες για τη δραστηριότητά μας, «φιλτραρισμένες» αναλόγως, με τα θέλω και τα πιστεύω του καθενός. Θεωρώ όμως, πως αυτά που κάναμε εκτός σχολείου, μάς σηματοδοτούσαν κι επηρέαζαν το φέρσιμό μας, ανάλογα με τις αναστολές και τις ηθικές αντιστάσεις του καθενός.
Ήμασταν σε μια ηλικία, που αρχίζαμε να νιώθουμε τα πρώτα ερωτικά μας σκιρτήματα κι αυτό, στην τελείως κλειστή κοινωνία στην οποία ζούσαμε, ήταν δύσκολο να το διαχειριστεί κάποιος έφηβος. Ο Γιάννης ήταν ο πρώτος που μας οργάνωσε σε αυτοσχέδιες χορωδίες, αν και ο ίδιος ήταν κακόφωνος και πολύ παράφωνος, και τα βράδια επιδιδόμασταν στις απίθανες καντάδες, που άφησαν το στίγμα τους εκείνη την εποχή. Όταν ήταν ερωτευμένος, ήταν εκδηλωτικός και μας παρέσερνε σε απίστευτες ενέργειες, που είχαν τελικό σκοπό, να δείξουν τα δυνατά συναισθήματά του, στο «αντικείμενο του πόθου» του. Αυτό είχε σαν συνέπεια, πολύ γρήγορα, να γίνουμε δακτυλοδεικτούμενοι όλοι μας, γιατί κανείς δεν ήταν βέβαιος, ποιος και σε ποια έκανε καντάδα. Πάρα πολλά κορίτσια, παρ’ ό,τι αθώα, πλήρωναν αναίτια το τόλμημά μας, γιατί οι υποψίες έπεφταν, σ’ όλες που κατοικούσαν στην περιοχή που «σκοτώναμε» χορωδιακά, τις τελευταίες ερωτικές επιτυχίες, του ελληνικού πενταγράμμου.
Ο Γιάννης της ωριμότητας
Σε μια απ’ τις νυχτερινές εξορμήσεις μας κι ενώ τα φαλτσοτράγουδα δονούσαν το νυχτερινό ουρανό, ο Γιάννης μαζί με τον Δημητρό, πλησίασαν επιλεκτικά κάποια σπίτια και μπλοκάρανε τα ηλεκτρικά κουδούνια τους, βάζοντας σαν μικρές σφήνες οδοντογλυφίδες. Η φασαρία που ακολούθησε, ξεπέρασε κάθε προηγούμενο, με το πανδαιμόνιο να μεταδίδεται διαδοχικά, από σπίτι σε σπίτι. Στη μνήμη μου είναι ακόμη ζωντανή, η φάση ενός αγουροξυπνημένου άνδρα, που βγήκε στην αυλή του σπιτιού του με τα σώβρακα και πυροβολούσε στον αέρα μ’ ένα κυνηγητικό όπλο. Ο τρόμος που νιώσαμε απ’ αυτή την αναπάντεχη ενέργεια, μας έκανε να το βάλουμε ανεξέλεγκτα στα πόδια και να σκορπίσουμε στα διάφορα στενά. Φυσικά αυτή η φυγή, είχε δυσάρεστα για μας αποτελέσματα, όταν ο Δημητρός πανικόβλητος, έπεσε σ’ ένα λάκκο με λιωμένο ασβέστη, ευτυχώς με μοναδικές συνέπειες την καταστροφή των ρούχων του και τη γκρίνια του.
Ο Γιάννης ήταν αυτός που εμπνεύστηκε και οργάνωσε, την εξόρμησή μας στον Μπάλο, πράγμα για το οποίο θα τον ευγνωμονώ για πάντα. Γιατί, σχεδόν παρά τη θέληση μου, με παρέσυρε σε μια περιπέτεια και γνώρισα αυτό το απίστευτα όμορφο μέρος της περιοχής μας, σε μια εποχή, που σχεδόν κανείς δε το επισκεπτόταν. Εκεί, όλη η παρέα ζήσαμε κι απολαύσαμε, λίγες μέρες απόλυτης ελευθερίας και ήρθαμε πιο κοντά στη φύση. Αν μπορούσα ν’ αξιολογήσω, ποιο ήταν το σημαντικότερο γεγονός, που έζησα στην Κίσσαμο, ανεπιφύλακτα θα έλεγα πως ήταν η εκδρομή και η γνωριμία μου με τον Μπάλο, στις αρχές της δεκαετίας το ’70. Αυτό φυσικά το χρωστώ στον Γιάννη και δευτερευόντως στον Αντώνη και τ’ άλλα παιδιά.
Αυτός με μύησε στα κρητικά γλέντια, όταν με πίεσε να συμμετάσχω σε γιορτές με απίστευτες οινοποσίες κι όχι μόνο. Αυτός μαζί με τον Πσιπσή, ήταν οι πρωταγωνιστές στην ονομαστική γιορτή μου, με όλα τα σχετικά παρατράγουδα εκείνης της περιπέτειας. Ας μη ξεχνάμε πως, με τη βοήθεια του Κωστή, μέχρι πετρέλαιο είχαν πιει εκείνη τη βραδιά. Βασικό γεγονός ήταν, πως μετά από κάθε γλέντι, έλειπε τις πρώτες ώρες ή ερχόταν μεθυσμένος και κοιμόταν πάνω στο θρανίο, με τον Φώτη να τεντώνεται στ’ αριστερά του, για να τον κρύψει, απ’ το οπτικό πεδίο των καθηγητών. Αυτός ήταν η αιτία, που έκανα τις πρώτες μου κοπάνες, από κάποια μαθήματα κι αράζαμε στο καφενεδάκι του Σήφη, αν επρόκειτο για μία ώρα κοπάνας ή μεταναστεύαμε στον Μαύρο Μόλο, στο εκεί καφενείο, χαρτοπαίζοντας και πίνοντας τσικουδιά. Σ’ αυτές τις ατασθαλίες μας, είχαμε την κάλυψη της Αντωνίας, που ήταν απουσιολόγος και φρόντιζε να ξεχνάει, να μας βάλει τις ανάλογες απουσίες. Αυτό για μεγάλο χρονικό διάστημα, μας εξυπηρετούσε, καθώς και τις κοπάνες μας κάναμε και απουσίες δεν παίρναμε. Μέχρι που το ανακάλυψε ο υψηλόσωμος καθηγητής της φυσικής κι εκτός απ’ τη σφαλιάρα που έδωσε στην Αντωνία, της αφαίρεσαν και το απουσιολόγιο, οπότε μείναμε χωρίς κάλυψη και περιορίσαμε κατά πολύ τις κοπάνες.
Ο κύριος Μανώλης, ο πατέρας του, είχε μεγάλη αδυναμία στον γιό του και παρ’ όλο που δε συμφωνούσε με τις κουζουλάδες του, πάντα τον κάλυπτε κι ήταν δίπλα του, σε κάθε δυσκολία του. Τον χαρτζιλίκωνε αρκετά καλά, σε σχέση με μας τους υπόλοιπους, που σχεδόν ποτέ δεν είχαμε περισσευούμενα χρήματα, αλλά κι ο Γιάννης ποτέ δεν μας άφηνε ακάλυπτους. Όταν είχε χρήματα αυτός, είχαμε κι εμείς και το αντίθετο. Βέβαια αυτό το αντίθετο ήταν πάρα πολύ σπάνιο, όπως σπάνια ήταν τα χρήματα που είχαμε κι εμείς στη διάθεσή μας. Η μόνιμη ανησυχία του κ. Μανώλη, ήταν οι τρέλες κι ο ατίθασος χαρακτήρας του γιόκα του. Πολλές φορές μού είχε πει, να προσπαθήσω να του βάλω μυαλό και να κάνω μια προσπάθεια, να τον ηρεμήσω. Αυτό με παραξένευε πάρα πολύ, γιατί είχα την πεποίθηση, πως εγώ ήμουν το πλέον ακατάλληλο πρόσωπο, γι αυτή την ενέργεια, αφού ήμουν ίδιος, ίσως και χειρότερος, απ’ τον Γιάννη.
Όταν στη τελευταία τάξη, ο Φώτης άλλαξε συμπεριφορά λόγω έρωτος και μετεξελίχτηκε σε καλό παιδί, τέτοιο που έπαψε να τον ακολουθεί, στις διάφορες κουζουλάδες που έκανε, μοιραία εγώ έγινα το δίδυμό του. Επειδή και οι δυο ήμασταν εκρηκτικοί χαρακτήρες, ξεσαλώσαμε μ’ απίστευτες ενέργειες, που άφηναν άναυδους ακόμη και τους συμμαθητές μας. Η μόνη φορά που ήρθαμε σε σοβαρή κόντρα, ήταν η διαφωνία που είχαμε για τη διάθεση των χρημάτων, που είχαμε μαζέψει, για την πενταήμερη εκδρομή. Μια εκδρομή που ποτέ δεν έγινε, γιατί είχαν απαγορευτεί όλες οι σχολικές εκδρομές, λόγω του τραγικού δυστυχήματος στη Γεωργιούπολη. Τα χρήματα που είχαμε μαζέψει, απ’ τις διάφορες εκδηλώσεις και δραστηριότητες που είχαμε κάνει, για αυτόν τον σκοπό, ήταν πάρα πολλά, για τα δεδομένα της εποχής. Ήταν τόσα, που εγώ σαν ταμίας τα είχα καταθέσει στην τράπεζα, για να έχω καλύτερο έλεγχο και κυρίως για μεγαλύτερη ασφάλεια. Όταν το πήραμε απόφαση, πως δεν θα πάμε πενθήμερη εκδρομή, προσπαθήσαμε να νοικιάσουμε λεωφορεία απ’ την πόλη μας, αλλά μάταια, γιατί οι καθηγητές, τους είχαν συστήσει το αντίθετο. Με ενέργειες του Γιάννη και του Πσιπσπή, κάναμε αντίστοιχες προτάσεις, σε τουριστικά γραφεία των Χανίων, με τα ίδια αρνητικά αποτελέσματα.
Με συνοπτικές διαδικασίες, αποφασίσαμε να ξοδέψουμε τα χρήματα, στα πάρτι που οργανώσαμε στο δωμάτιο, που νοίκιαζε ο Φώτης και σε απίστευτες εκδρομές. Παρ’ όλες τις σπατάλες που κάναμε, ήταν αδύνατο να ξοδέψουμε τα χρήματα, που είχαμε μαζέψει. Τότε από μερικούς, για την ακρίβεια πολύ λίγους, καθηγητές άρχισαν πιέσεις, να τους δώσουμε τα υπόλοιπα χρήματα, για τις ανάγκες του σχολείου. Θυμάμαι ιδιαίτερα την πίεση ενός καθηγητή, που επέμενε πως μ’ αυτά τα χρήματα, θα δημιουργούσαν μια βιβλιοθήκη, η οποία θα ήταν πολύ χρήσιμη στους μαθητές. Αντισταθήκαμε παραπάνω απ’ ότι ήταν δυνατό, σ’ όλες αυτές τις πιέσεις και ιδίως ο Γιάννης, που κυριολεκτικά έβγαζε σπυριά και μόνο που άκουγε, τόσο για την αγορά της εγκυκλοπαίδειας, όσο και την κατασκευή εν γένει της βιβλιοθήκης. Όπως χαρακτηριστικά έλεγε δημοσίως και σε μερικές περιπτώσεις φώναζε, χωρίς να νοιάζεται αν τον ακούσουν οι καθηγητές: «Ρε, μπόμπα θα τους βάλω, φωτιά να τους κάψω, μα λεφτά δεν τους δίνω». Μετά από αντεγκλήσεις και διαβουλεύσεις, με την πλειοψηφία των μαθητών, που έπαιρναν ενεργά μέρος σε αυτές τις άτυπες συνελεύσεις κι ενώ είχαμε αποφασίσει να μη δώσουμε τα χρήματα, τελικά κάναμε το αντίθετο. Μάλιστα, όπως με ενημέρωσε ο φίλος και συμμαθητής μας Γιώργος Τ., που υπηρέτησε αργότερα σαν καθηγητής, στο παλιό μας σχολείο, η βιβλιοθήκη που τελικά έγινε, γράφει πως είναι δωρεά της τάξης μας.
Όσο κι αν προσπάθησα να θυμηθώ τον λόγο, για τον οποίο υποκύψαμε κι ενδώσαμε στις απαιτήσεις των καθηγητών, μου ήταν αδύνατο. Το σίγουρο είναι, πως ο Γιάννης, ο Φώτης κι ο Σπύρος, μέχρι και σήμερα μου «τη λένε», για αυτό το θέμα. Πάντως το ποσό που τους δώσαμε, ήταν πάρα πολύ χαμηλό και σε καμιά περίπτωση δεν είχε σχέση με το αρχικό ποσό, αλλά ήταν αρκετό για να γίνει μια σωστή βιβλιοθήκη.
Στη βάφτιση των δύο παιδιών του, που την έκανε συγχρόνως, κάλεσε όλους όσους βρήκε απ’ τους παλιούς συμμαθητές μας. Το ίδιο βράδυ, έγινε ένα απίστευτο γλέντι που, εκτός απ’ το φαγοπότι και την οινοποσία, είχε κρητική μουσική και μπαλοθιές, που θύμιζαν έναρξη πολέμου.
Αυτός ήταν η ψυχή, για τη συγκέντρωση όλων των συμμαθητών, του κλασσικού μόνο βεβαίως, μετά από τριάντα χρόνια. Με δική του πρωτοβουλία, επικοινώνησε μαζί μας, για να βολιδοσκοπήσει τις διαθέσεις μας και μετά έψαξε και βρήκε τα τηλέφωνα όλων μας και πιεστικά απαίτησε την παρουσία μας στην εκδήλωση. Εμένα προσωπικά με φιλοξένησε μ’ όλη την οικογένειά μου, στο σπίτι του και προσπάθησε να διευκολύνει, όλους όσους μπορούσε. Η συγκέντρωση είχε απίστευτη επιτυχία κι επαναλήφθηκε και τα επόμενα χρόνια. Ήταν όντως συγκινητικό, να βλέπουμε τους παλιούς συμμαθητές μας, που είχαν μεταμορφωθεί σε ώριμους άνδρες και γυναίκες. Φυσικά μια κάποια μελαγχολία πλανιόταν στην ατμόσφαιρα, για τη χαμένη νιότη και κοιτάζαμε με δέος την ωριμότητα που μας τύλιγε, περιμένοντας το επόμενο πιο οδυνηρό στάδιο.
Τα χρόνια που πέρασαν, δεν άλλαξαν παρά στο ελάχιστο την ψυχοσύνθεση του Γιάννη. Κάθε φορά που επισκέπτομαι την Κίσσαμο, νιώθω πως μεταφέρομαι στον χρόνο και γι αυτό φροντίζει ο Γιάννης. Μαζί αναπολούμε, τα εφηβικά μας «κατορθώματα», μερικά απ’ τα οποία, δεν είναι δυνατόν να γραφούν, αλλά στην παρέα μετά απ’ την επιβεβλημένη οινοποσία, όταν οι γλώσσες λύνονται κι οι αναστολές αμβλύνονται, τα θυμόμαστε και γελάμε. Πάντα όμως στο τέλος, μας μένει μια πικρή γεύση, για πράγματα που κάναμε και κυρίως γι αυτά που δεν τολμήσαμε ποτέ να κάνουμε. Αυτά τα τελευταία μας στοιχειώνουν και μας κάνουν να αναρωτιόμαστε, χωρίς ποτέ κανείς να μπορεί να δώσει απάντηση.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΡΟΛΑΧΑΚΗΣ