Το φάντασμα της λειψυδρίας που πλανάται πάνω από πολλές περιοχές της Ελλάδας και όχι μόνο, σε μια περίοδο που ο υδράργυρος χτυπάει κόκκινο και η θερμική δυσφορία έιναι στα ύψη, κάνει τους ειδικούς να χτυπούν καμπανάκι για το τέλος των αυτονόητων πραγμάτων, ακόμη και στον λεγόμενο αναπτυγμένο κόσμο, όπου οι άνθρωποι θεωρούν δεδομένο πως θα τρέχει πάντα πόσιμο νερό από τις βρύσες των σπιτιών τους ή θα υπάρχει νερό (με τον έναν ή τον άλλο τρόπο) για να ποτίσουν τις καλλιέργειές τους.
Δυστυχώς, για όλους μας τα πράγματα έχουν αλλάξει εξαιτίας – κυρίως – της κλιματικής κρίσης. Ετσι, αν δεν είναι αυτονόητο πως θα έχουμε νερό, δεν είναι αυτονόητο πως θα έχουμε και τροφή(!).
Μια ενδεικτική εικόνα του προβλήματος: Σήμερα 2,2 δισεκατομμύρια άνθρωποι δεν έχουν πρόσβαση σε πόσιμο νερό με ασφαλή διαχείριση, ενώ 750 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον πλανήτη πεινάνε …
«Η κατάσταση σε σχέση με το πολύτιμο νερό – τόσο αυτό που προορίζεται για ύδρευση όσο και για άρδευση – έχει γίνει ιδιαίτερα περίπλοκη εξαιτίας των καταστροφικών επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης και των ακραίων καιρικών φαινομένων», επισημαίνει, μιλώντας στα ΝΕΑ, η υπεύθυνη της εκστρατείας για τη βιώσιμη γεωργία στο ελληνικό γραφείο της περιβαλλοντικής οργάνωσης Greenpeace Ελενα Δανάλη.
Πλέον, όπως λέει, οι ξηρασίες είναι επαναλαμβανόμενες και τα πρότυπα βροχοπτώσεων απρόβλεπτα. Την ίδια ώρα, αυξάνεται η θερμοκρασία με αποτέλεσμα αυξημένες απαιτήσεις σε νερό.
Το νερό, ωστόσο, είναι άκρως αναγκαίο στοιχείο για τη ζωή μας και ταυτόχρονα μια απολύτως απαραίτητη εισροή για την καλλιέργεια και παραγωγή της τροφής μας. Και κάπου εδώ, κατά τους ειδικούς ξεκινάει (για την ακρίβεια ξεκίνησε) το πρόβλημα. «Σήμερα η χρήση του γλυκού νερού στη γεωργία είναι σπάταλη και εξαιρετικά μη βιώσιμη. Το 1/4 των καλλιεργειών στον κόσμο είναι αρδευόμενες. Και το 1/3 των αρδευόμενων καλλιεργειών αντιμετωπίζει εξαιρετικά υψηλό υδατικό στρες», επισημαίνει η Ελενα Δανάλη.
Κατά τους ειδικούς της περιβαλλοντικής οργάνωσης, παγκοσμίως η γεωργία είναι ο κύριος παράγοντας της λειψυδρίας, καθώς το 70% του νερού χρησιμοποιείται στην παραγωγή τροφίμων (άρδευση των καλλιεργειών και σίτιση των ζώων) και αποτελεί ιδιαίτερα σημαντική αιτία ρύπανσης των υδάτων.
Δυο στοιχεία που δείχνουν με μεγαλύτερη ακρίβεια το μέγεθος του προβλήματος: το 41% της συνολικής γεωργικής χρήσης νερού προορίζεται για την παραγωγή ζωοτροφών, ενώ το 1/5 του γλυκού νερού που χρησιμοποιείται στη γεωργία προορίζεται για την παραγωγή ζωοτροφών και όχι τροφής για τους ανθρώπους
Η λύση του προβλήματος
«Η λύση δεν είναι να συζητάμε τεχνικές αύξησης της αποδοτικότητας και αποτελεσματικότητας των συστημάτων άρδευσης διότι κάτι τέτοιο στην ουσία σημαίνει ότι θα εξακολουθήσουμε να διατηρούμε το εντατικό, βιομηχανικό μοντέλο παραγωγής τροφής ως έχει και απλώς θα το μετατρέψουμε σε ελαφρώς πιο αποτελεσματικό και πιο παραγωγικό. Ομως αυτό δεν λύνει κανένα απολύτως πρόβλημα», υποστηρίζει η υπεύθυνη της εκστρατείας για τη βιώσιμη γεωργία στο ελληνικό γραφείο της περιβαλλοντικής οργάνωσης Greenpeace.
Σήμα κινδύνου για το νερό |
«Δεν χρειαζόμαστε τυφλή αύξηση παραγωγής. Το παράλογο επιχείρημα ότι χρειαζόμαστε μεγαλύτερη ποσότητα τροφής ενόψει αυξανόμενου πληθυσμού στη γη δεν ισχύει. Χρησιμοποιείται από τους κολοσσούς αγροχημικών και γεωργικών προϊόντων που ελέγχουν το σημερινό εντατικό, βιομηχανικό μοντέλο και για τον λόγο αυτό υπερασπίζονται τη διαιώνισή του», συμπληρώνει.
Σήμερα, όπως επισημαίνει, 750 εκατομμύρια άνθρωποι αντιμετωπίζουν πείνα, την ίδια στιγμή που πετάμε κάθε χρόνο το 30% της παραγόμενης τροφής (αξίας περίπου 940 δισ. δολαρίων τον χρόνο). Σε ό,τι αφορά την Ευρώπη, κάθε χρόνο πετάει 88 εκατομμύρια τόνους τροφίμων – συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας (!).
Κατά τους ειδικούς της περιβαλλοντικής οργάνωσης, το αγροδιατροφικό μοντέλο πρέπει επειγόντως να ανασυγκροτηθεί ώστε, μεταξύ άλλων, να μειώσει το υδάτινο αποτύπωμά του. Αυτό πρακτικά σημαίνει: στροφή της δημόσιας χρηματοδότησης (επιδοτήσεις) σε στήριξη βιώσιμου, δίκαιου και ανθεκτικού μοντέλου, προτεραιότητα στην παραγωγή τροφής για ανθρώπους (αντί για καύσιμα και τροφή για ζώα) και προτεραιότητα στην ενίσχυση και προώθηση μεσογειακής δίαιτας (όσπρια, φρούτα και λαχανικά τόπου και εποχής).
Οι πιο συχνές και σοβαρές ξηρασίες στην περιοχή της Μεσογείου – όπου η μέση θερμοκρασία είναι κατά 1,5 βαθμό Κελσίου υψηλότερη σε σχέση με 150 χρόνια νωρίτερα – είναι μια συνέπεια της κλιματικής αλλαγής, την οποία είχαν προβλέψει οι επιστήμονες. Παρά τις προειδοποιήσεις, όμως, δεν έχει γίνει η κατάλληλη προετοιμασία. Πολλές αγροτικές περιοχές δεν έχουν ακόμη υιοθετήσει μεθόδους εξοικονόμησης νερού. «Δυστυχώς», όπως λένε πηγές που γνωρίζουν καλά το θέμα, «πολλοί είναι αυτοί που αντί να προσπαθήσουν να αλλάξουν το μοντέλο παραγωγής και κατανάλωσης σκέφτονται και προσπαθούν να βρουν κάποια θαυματουργή τεχνολογία που θα φέρει νερό…».
Καθημερινές … επιζήμιες συνήθειες
Ταυτόχρονα, το θέμα «νερό» φέρνει στην επικαιρότητα ζητήματα καθημερινής συνήθειας όπως: μείωση σπατάλης χρήσης νερού, μείωση σπατάλης τροφίμων, προτεραιότητα σε τρόφιμα με χαμηλότερο αποτύπωμα νερού, όπως φρούτα, όσπρια, λαχανικά, αντί για κρέας και γαλακτομικά κ.ο.κ.
Αυτό που γίνεται πλέον σαφές είναι πως η προστασία της φύσης και των υδάτινων πόρων από τις καταστροφικές επιπτώσεις της βιομηχανικής γεωργίας είναι πλέον ζήτημα που σχετίζεται με τη ζωή και την επιβίωσή μας.
Τι απαιτείται για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα στην Ελλάδα
Στη χώρα μας, ειδικά μετά τις εκτεταμένες πλημμύρες από τις κακοκαιρίες «Daniel» και «Elias» που έπληξαν τη Θεσσαλία, «απαιτείται επείγουσα στροφή του αγροδιατροφικού μοντέλου τόσο στην πληγείσα περιοχή όσο και σε ολόκληρη τη χώρα σε ένα μοντέλο δίκαιο, βιώσιμο και ανθεκτικό, που δεν σπαταλά ούτε ρυπαίνει το πολύτιμο νερό» αναφέρουν από την περιβαλλοντική οργάνωση.
Χωράφια με καλλιέργειες βαμβακιού και σιταριού στον κάμπο του νομού Λάρισας |
Τα μέτρα
Κατά την Ελενα Δανάλη, για την επάρκεια σε νερό απαιτούνται δεσμευτικοί στόχοι γιαδραστική μείωση κατάχρησης και σπατάλης νερού. Επίσης σχεδιασμός συνολικής ορθολογικής διαχείρισης των υδάτινων πόρωνγια κάθε αγροτική περιοχή.
Παράλληλα, απαιτούνται μέτρα που εξορθολογίζουν τις ιδιαίτερα υδροβόρες καλλιέργειες, όπως το βαμβάκι, που εξαντλούν τους υδάτινους πόρους, ενώ επιβάλλεται και επαναπροσδιορισμόςκαιεπαναχάραξη των φυσικών ροών και θέσεων του νερού (ρέματα, χείμαρροι, ποταμοί, μέγεθος επιφανειακών υδάτινων όγκων κ.λπ.).
Επίσης είναι αναγκαία η κατασκευή μικρών φραγμάτων(αντί φαραωνικών, κοστοβόρων και ενεργοβόρων έργων) στις ροές ποταμών, χειμάρρων και ρεμάτων ώστε να αυξηθεί η δυνατότητα συγκράτησης των νερών για την άρδευση των καλλιεργειών και παράλληλα να μειωθούν οι κίνδυνοι από την ανεξέλεγκτη ροή τους.
Για την Ελλάδα, τα κλιματικά μοντέλα του ΕΑΑ και της πρωτοβουλίας CLIMPACT, για ένα «μέσο» σενάριο, προβλέπουν αύξηση της θερμοκρασίας από 3,5 έως 4 βαθμούς Κελσίου το αργότερο μέχρι το 2070, με μείωση της βροχόπτωσης κατά περίπου 30% έως τα τέλη του αιώνα («ΤΑ ΝΕΑ» αναφέρθηκαν στο θέμα στο φύλλο της 22ας Ιουλίου 2024).
Ας σταθούμε στη μείωση των βροχοπτώσεων: Πρακτικά, αυτό σημαίνει πως το γλυκό νερό θα γίνει ακόμη πιο δυσεύρετο, γιατί το μεγαλύτερο μέρος του θα διαφεύγει προς τη θάλασσααντί να αποθηκεύεται στην επιφάνεια ή υπογείως.
Παράλληλα, κατά τους ειδικούς, δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε τον κίνδυνο που προκύπτει από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας που θα πλησιάσει το 1 μέτρο έως το τέλος του αιώνα και απειλεί να κατακλύσει με νερό της παράκτιες περιοχές.