Στο σπίτι ενός ζευγαριού ηλικιωμένων κάποιος χτυπά την πόρτα. Μέρες που είναι φοβισμένος ο κόσμος, πλησιάζει η γιαγιά και ρωτάει.
-Ποιος είναι;
-Ο χάρος
-Και τι θες; Πιο ψύχραιμος ο παππούς.
-Ήρθα να πάρω έναν από εσάς τους δύο.
-Εμένα πάρε, λέει ο παππούς, άσε τη γιαγιά να ζήσει είμαι και μεγαλύτερος.
-Όχι, πετάγεται η γιαγιά, εμένα πάρε, άμα χάσω τον παππού, πώς θα ζήσω μόνη μου…
-Αποφασίστε, λέει ο χάρος και θα ξανάρθω.
-Άμα σε χάσω, λέει η γιαγιά στον παππού, δεν θέλω να ζήσω.
-Πάω στο καφενείο, λέει ο παππούς, να σκεφτώ…
Ξέχασε όμως τα κλειδιά του και γύρισε να τα πάρει. Χτυπά την πόρτα.
-Ποιος είναι; Ρωτάει ανήσυχη η γιαγιά.
-Ο χάρος, λέει ο παππούς κρυφογελώντας, ήρθα να πάρω τον ένα από σας.
-Δεν είναι εδώ… Στο καφενείο θα τον βρεις…!