Ο Γιάννης Τσατσάνης, με το χαϊδευτικό όνομα Μαρσελίνο, είχε γεννηθεί το 1973 στην Αγία Βαρβάρα. Η οικογένειά του ήταν από τις πιο προβεβλημένες μεταξύ των τσιγγάνων, καθώς ο πατέρας του είχε μεγάλη οικονομική επιφάνεια, την οποία είχε αποκτήσει από εμπόριο ηλεκτρονικών ειδών από την Ταϊβάν. Ο μικρός Γιάννης εκδήλωσε από νωρίς το ενδιαφέρον του για το ποδόσφαιρο και καθώς μεγάλωνε άρχισε να απλώνεται η φήμη του ως μεγάλο ταλέντο, έχοντας ξεκινήσει να παίζει και ως βασικός στην ομάδα του Κεραυνού της Αγίας Βαρβάρας. Εκεί του είχε δοθεί και το προσωνύμιο «Μαραντόνα», αν και αργότερα επικράτησε το Μαρσελίνο, του Βραζιλιάνου παίκτη που θαύμαζε το 17χρονο αγόρι, με το οποίο ήταν γνωστός και αγαπητός στον κοινωνικό του περίγυρο. Μέσα από αυτούς τους αγαπημένους φίλους όμως, ξεπήδησε η πιο φριχτή ιστορία που θα μπορούσε να φανταστεί ο ίδιος και η οικογένειά του. Δύο από αυτούς τους αδελφικούς φίλους του συλλαμβάνουν το σατανικό σχέδιο να απαγάγουν τον Μαρσελίνο και να ζητήσουν λύτρα από τον πατέρα του. Σιγά-σιγά στο κόλπο μπαίνουν και άλλα άτομα, γνωστοί και φίλοι, οι οποίοι οργανώνουν την απαγωγή. Ένα ήσυχο απόγευμα, την Κυριακή 18 Απριλίου του 1990, πλησιάζουν τον Μαρσελίνο στην καφετέρια που καθόταν οι δύο από αυτούς, ο Κώστας Σπινάρης και ο Δημήτρης Αγαπητός, και του υπόσχονται ότι θα τον οδηγήσουν στον άνθρωπο που του είχε κλέψει το ραδιοκασετόφωνο από το αυτοκίνητό του λίγες ημέρες πριν για να μπορέσει να το πάρει πίσω.
Ο Μαρσελίνο πείθεται και τους ακολουθεί προς μία ερημική περιοχή στο Σχιστό, στη θέση Πυροβολεία. Εκεί όμως γίνεται κάτι αναπάντεχο, καθώς τους περιμένουν τρεις άνδρες με κουκούλες, οι οποίοι επιτίθενται στον Μαρσελίνο και εν μέσω πυροβολισμών και κινήσεων εκφοβισμού, τον υποχρεώνουν να φορέσει και αυτός κουκούλα. Από εκεί, η τριάδα των Σταμάτη Γρυπαίου, Δημήτρη Σκαφτούρου και Γιάννη Λαζάρου οδηγούνται με το αυτοκίνητό τους και με δεμένο τον Μαρσελίνο προς ένα διαμέρισμα στο Χαϊδάρι. Και έτσι ξεκινά η ολιγοήμερη, όπως αποδείχτηκε, περιπέτεια της απαγωγής του.
Οι γονείς του νεαρού Ρομά, βλέποντας ότι δεν έχει επιστρέψει, αρχίζουν να ανησυχούν και την επομένη κάνουν καταγγελία στην Αστυνομία. Την επόμενη ημέρα γίνεται το πρώτο τηλεφώνημα από τους απαγωγείς, οι οποίοι ζητούν 150.000.000 δραχμές από τον πατέρα του Μαρσελίνο. Μάλιστα για να τους πείσουν ότι είναι ζωντανός βάζουν μαγνητοφωνημένη κασέτα του 17χρονου, ο οποίος ικετεύει την οικογένειά του να πληρώσει τα λύτρα, γιατί αλλιώς θα του κάνουν κακό. Η υπόθεση έχει αρχίσει να παίρνει άλλη τροπή, καθώς τέτοια ζητήματα απαγωγών δεν ήταν συνηθισμένα για τα δεδομένα των ελληνικών Αρχών, που βρίσκονταν σε αχαρτογράφητα νερά. Οι απαγωγείς επικοινώνησαν και τις επόμενες ημέρες, πιέζοντας τον πατέρα να καταβάλει τα χρήματα, γιατί αλλιώς θα εκτελούσαν τον γιο του. Ο πατέρας είχε συγκεντρώσει ένα σεβαστό ποσό, περίπου 30 εκατομμύρια (μαζί άλλα τόσα που είχαν μαζέψει οι συγγενείς), όμως τα πράγματα ξαφνικά πήραν άλλη τροπή. Οι απαγωγείς κάποια στιγμή θεώρησαν ότι ο Μαρσελίνο τούς είχε καταλάβει από τη φωνή (μην ξεχνάμε ότι ήταν αδελφικός φίλος και συμπαίκτης στην ποδοσφαιρική ομάδα με κάποιους από αυτούς) και αποφασίζουν να τον βγάλουν από τη μέση.
Η επόμενη φάση του δράματος του Μαρσελίνο είναι και η πιο τραγική, καθώς ο νεαρός οδηγείται σε ένα μαντρί κάπου έξω από τα Σκούρτα στη Βοιωτία. Εκεί έσκαψαν πρώτα έναν λάκκο, ο ένας από αυτούς, ο Γρυπαίος, σήκωσε το πιστόλι και εκτέλεσε εν ψυχρώ τον Μαρσελίνο με μία σφαίρα στην καρδιά και μία κοντά στην καρωτίδα. Στη συνέχεια σκέπασαν το πτώμα με το χώμα και απομακρύνθηκαν από το σημείο. Όλο αυτό το διάστημα οι περισσότεροι από αυτούς συμπαραστέκονταν στην οικογένεια και ορκίζονταν ότι θα έκαναν τα αδύνατα δυνατά για να τον βρουν ζωντανό. Μάλιστα, ακόμα και μετά τη στυγερή δολοφονία δεν παραιτήθηκαν από το αρχικό τους σχέδιο και συνέχιζαν με τηλεφωνήματα να πιέζουν τον πατέρα του Μαρσελίνο να τους δώσει τα λύτρα. Στο μεταξύ είχαν μειώσει τις απαιτήσεις τους στα 50 εκατομμύρια και είχαν δώσει και ραντεβού για να πάρουν τα χρήματα, όμως προφανώς αντιλήφθηκαν την παρουσία της Αστυνομίας πέριξ της καφετέριας «Φλόκα» στην Κηφισίας και δεν εμφανίστηκαν ποτέ.