Γεύση - Ψυχαγωγία ΜΑΤΙΕΣ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

«Τα παίρνω στο κρανίο»: Πώς μιλούσαμε από τη δεκαετία του ’80 μέχρι τις αρχές του ’90

Οι δεκαετίες του 1980 και του 1990 εκπέμπουν… μπόλικη νοσταλγία από όσους έζησαν εκείνες τις τόσο διαφορετικές εποχές. Εδώ έχουμε αρχίσει να βλέπουμε ρομαντικά την εποχή της κατάκτησης του Euro από την Εθνική. Φανταστείτε, λοιπόν, τους καιρούς όπου ήταν… νέοι και ωραίοι οι γονείς μας.

Και τότε, φυσικά, είχαν τη δική τους γλώσσα. «Θα μας κουφάνεις δικέ μου, με αυτά που λες», ήταν μια από τις άπειρες φράσεις τους. Θα αναφέρουμε κι άλλες φράσεις, για να δούμε σε ποια δεκαετία μεγάλωσες.

Θα έχει… φάση, μην ανησυχείς. Η Ρένα Παγκράτη τα είχε πει πολύ ωραία στο υπέροχο τραγούδι της από το «Βασικά καλησπέρα σας», την απόλυτη ταινία των βιντεοταινιών της εποχής και πάμε, λοιπόν, να δούμε εκείνες τις ατάκες.

Οι ατάκες από το ’80 και το ’90 που έμειναν για πάντα στις ψυχές μας
Μας κούφανες: Συνήθως ακολουθούμενο από το…

…Δικέ μου: Που αργότερα έδωσε τη θέση του στα «ρε κολλητέ», «μεγάλε» και «ξα» (από το ξάδερφε).

Οι γέροι μου: Για όσους μεγάλωσαν στα τιμημένα 80s. Εξίσου συνηθισμένο και στον ενικό, «ο γέρος μου», σπανιότερη παραλλαγή το «η γριά μου». Για όσους γεννήθηκαν την τελευταία δεκαετία, να εξηγήσουμε ότι αναφέρονται αντίστοιχα στους γονείς, τον πατέρα και τη μάνα.

Η/Ο έτσι μου: Επίσης, το αίσθημα, το πρόσωπο, η δικιά μου/ ο δικός μου. Γιατί κάποτε οι εποχές ήταν λίγο πιο αθώες, και το «γκόμενος/α» ακουγόταν ελαφρώς προσβλητικό.

Μου τη δίνει: Από τον Γκρινιάρη στα Στρουμφάκια μέχρι τον Χάρρυ Κλυνν και το Dirty Talking του, χρησιμοποιούταν για να δηλώσει είτε εκνευρισμό («μου τη δίνουν οι Παρασκευές»), είτε ενθουσιασμό –συνήθως μετά ελαφρού σεξουαλικού υπονοούμενου, όπως στη φράση «μου τη δίνει αυτή η γκόμενα».

Μου τη βγήκε: Συνώνυμο και παρεμφερές των «μου την έφερε», «με τάπωσε», «με ρούμπωσε», που χρησιμοποιούνται σε παρόμοιες αλλά διαφορετικές μεταξύ τους περιπτώσεις.

Τζάμι: Από τις πιο αγαπημένες εκφράσεις των 90s, απαντιόταν συχνά και στις παραλλαγές «τζαμάτο» και «τζαμάουα».

Τα πήρα στο κρανίο: Μοντέρνα εκδοχή του πατροπαράδοτου «μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι». Ήταν κι αυτή στο top-10 των 90s εκφράσεων.

Καλά ε, πώρωση: Δήλωνε μεγαλύτερο ενθουσιασμό από το «τζάμι» και τις παραλλαγές του. Είχε και δικό της υπερθετικό, την οστεοπόρωση. Χρησιμοποιήθηκε ως σλόγκαν και σε διαφήμιση της Pepsi στα τιμημένα 90s.

Έφαγα φλας/Φλασιά: Θυμήθηκα κάτι ξαφνικά, μου ήρθε μια ιδέα ουρανοκατέβατη. Χρησιμοποιούταν κατά βάση προς τα τέλη των 90s και τις αρχές των 00s.

Τσάγια/Τσίου: Ελληνοποιημένες εκδοχές του ιταλικού ciao, χρησιμοποιούνταν ως αποχαιρετισμοί τις ένδοξες δεκαετίες του ’80 και του ’90.

Τον έστειλε για βρούβες: Αξιολάτρευτα παλιακό όσο και το «πάω για βρούβες», από εκείνα που δεν γίνεται να τα ακούσεις και να μην χαμογελάσεις έστω λίγο.

Μου κάνει νερά: Προήλθε από τις οθόνες που δεν δούλευαν σωστά, και επεκτάθηκε σε ανθρώπους –για παράδειγμα «μου κάνει νερά τώρα τελευταία το γκομενάκι».

Έπαθα κασκαρίκα: Η κασκαρίκα είναι, κατά τον ορισμό του Slang.gr, συνώνυμη με το χουνέρι, αλλά λιγότερο σοβαρή.

Δεν τρέχει τσάι: Για ακόμα μεγαλύτερους σε ηλικία ομιλητές της ελληνικής, «δεν τρέχει κάστανο».

Το σκαπουλάρω έγινε την κάνω, την πουλεύω (τον πούλο! = δρόμο!, ενώ πήρα τον πούλο= με ρίξανε).

(Σ.Σ. Εν τούτοις, το ρήμα «πουλεύω» = πεθαίνω καταγράφεται από τον Χρόνη Μίσσιο ως έκφραση του υποκόσμου ήδη από τα χρόνια του Εμφυλίου. Όσο για το παλιό «σκαπουλάρω», θυμάμαι ότι το χρησιμοποιούσαμε αποκλειστικά με την γνωστή έννοια ξεφεύγω, διαφεύγω, την οποία έχει άλλωστε και το ταυτόσημο ιταλικό scapolare. Επικουρικώς, υπήρχε και ο τύπος τη γλύταρα, αντί του ορθού τη γλύτωσα).

[…]Το μπανίζω έγινε κοζάρω. Το με καμία κυβέρνηση έγινε ούτε με σφαίρες κλπ.

λινάτσα, λέζος, λινός = κωλόπαιδο, κουφάλα

γαμιστερός = ωραίος

Λέγανε επίσης βουτυρόπαιδο, κυριλόβιος, ξενέρωτος, ξενέρι, φλώρος, ντισκάς, ντισκόβιος, γκίραπας ή γκιράπης, τυρί, φλούφλης,

Λέγανε (φρικιό) έχει […] πέντε καταλήξεις: φρικιό, φρικιάρης, φρίκος, φρικάς, φρίκουλος.



ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ