Αϊ Νίκουμ δεν πρόφθασα να σκάνου πουλές μαμαλίγκες.
Έτρεφε μέσα της την ελπίδα ότι θα προλάβαινε να δει το γιο της. Τον τέταρτο στην αράδα, τον Νίκο της, τον ξενιτεμένο στην μακρινή Αυστραλία, πριν σφαλίσουν για πάντα τα θολωμένα από το πολύ κλάμα μάτια της.
Το τελευταίο γράμμα που έλαβε από τον αγαπημένο της γιο, έγραφε καθαρά ότι τα Χριστούγεννα θα ερχότανε στην πατρίδα να γιορτάσουν μαζί τη γέννηση του Σωτήρα και να περάσουν, έπειτα από δεκαπέντε περίπου χρόνια που έλειπε στην ξενιτιά, όλες τις χρονιάρες μέρες. Η λαχτάρα της ν’ αγκαλιάσει το λατρεμένο της παιδί δεν περιγράφεται με λόγια. Από τη μέρα που είχε λάβει εκείνο το γράμμα, πριν τρεις πάνω – κάτω μήνες, οι μέρες δεν περνούσαν, έλεγε με πικρό παράπονο, λες και ο θεός τις μεγάλωνε επίτηδες, να μεγαλώνει την καθ’ όλα δικαιολογημένη αγωνία της. Τα όνειρα δε, που έκανε, πως θα τον υποδεχότανε το γιο της κ.α. δεν είχαν μετρημό. Έλεγε και ξανάλεγε και τα μάτια της έλαμπαν από χαρά, ότι εκτός από τα φαγητά που θα του έφτιαχνε και τα γλυκίσματα, θα του έφτιαχνε και πολλές μαμαλίγκες γιατί του άρεσαν πάρα πολύ. Αυτό βέβαια δεν το είχε ξεχάσει. Άλλωστε ξεχνάει ποτέ η μάνα τι αρέσει στο παιδί της; Εδώ πρέπει να διευκρινίσω ότι η μαμαλίγκα είναι για όσους δεν γνωρίζουν ένα είδος πεντανόστιμης πίτας, που συνηθίζεται και φτιάχνεται στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, τη Ρούμελη.
Βέβαια κάποια χρήματα από ‘κεινα που της έστελνε τα διέθεσε κι έφτιαξε ένα κατακαίνουριο φόρεμα που θα το φορούσε πρώτη φορά όταν θα ερχότανε με το καλό ο Νίκος της, τη νύχτα των Χριστουγέννων που έπειτα από τόσα χρόνια θα πήγαινε όλη η οικογένεια μαζί στην εκκλησία. Αμ τι, έτσι θα πήγαινε στην εκκλησία; Ατημέλητη, με παλιά ρούχα; Παπούτσια καινούρια της είχε πάρει ο μικρότερος γιος της ο Στέλιος στην γιορτή της, της Αγίας Αικατερίνης. Με αυτές τις όμορφες σκέψεις και με ανείπωτη λαχτάρα αγαπητοί μου φίλοι περνούσαν οι μέρες της ηρωίδα μας.
Όμως πριν από διετίας περίπου, είχε παρουσιαστεί ένας παράξενος πόνος στο στομάχι της, έτσι τον έλεγε. Ο Στέλιος, ο μικρός γιος της όταν την πήγε στον γιατρό να την εξετάσει, τα πράγματα δεν τα είδε και τόσο καλά και πρότεινε να εισαχθεί στο Νοσοκομείο η μητέρα. Όταν πήγε στο Νοσοκομείο, μετά από αρκετές εξετάσεις, οι γιατροί διαπίστωσαν ότι η μητέρα είχε προσβληθεί από την επάρατο νόσο και το συντομότερο έπρεπε να χειρουργηθεί.
Η δύστυχη γυναίκα δεν μπορούσε να φανταστεί το μέγεθος του κινδύνου που παραμόνευε, όχι γιατί ήταν καθυστερημένη διανοητικά, όμως να φανταστείτε ότι από το χωριό της δεν είχε φύγει άλλη φορά και πλησίαζε τα ογδόντα χρόνια ζωής. Όλα όσα πέρασε και όσα έβλεπε στο νοσοκομείο ήταν πρωτόγνωρα πράγματα για κείνη. Τώρα, μετά την επιτυχή επέμβαση και την αφαίρεση του όγκου, έτσι είχε ακούσει κι έτσι έλεγε, περνούσε καλύτερα. Ειδικά τις πρώτες μέρες που βγήκε από το νοσοκομείο και που έμενε στην Αθήνα, περίπου ένα μήνα, στην κόρη της πού ήταν παντρεμένη εκεί. Δεν πόναγε καθόλου και περνούσε καλά, και συμπλήρωνε, όταν επέστρεψε στο χωριό της, όταν την ρωτούσαν οι χωριανοί, “βρε καλά, κατάκαλα είμαι”.
Ο μακαρίτης ο άντρας της είχε φύγει από τη ζωή πριν δεκαπέντε χρόνια, τη χρονιά που είχε φτιάξει τα χαρτιά του ο Νίκος να ξενιτευτεί, στην μακρινή Αυστραλία, πίσω από τη θάλασσα όπως συνήθως έλεγε. Και να τώρα που πλησίαζε η πολυπόθητη μέρα να δει και να αγκαλιάσει έπειτα από τόσα χρόνια τον Νικόλα της, την ξανάπιασαν πάλι εκείνοι οι πόνοι στην κοιλιά της και φορές – φορές έμοιαζαν σαν μαχαιριές. Ο Στέλιος την ξαναπήγε βέβαια στον γιατρό, αλλά παρ’ όλη την καλοσύνη του γιατρού, έλεγε η ηρωίδα μας και τα φάρμακα που της έδωσαν, άλλου είδους από τα πρώτα, δεν εννοούσαν να υποχωρήσουν καθόλου. Κι όσο ο πόνος δεν έλεγε να υποχωρήσει, με πολύ παράπονο έλεγε με τη γνήσια ρουμελιώτικη προφορά της “Α να ιδείς Στέλιουμ, δε θα προλάβου να ιδού τον Νίκου μας” και τα μάτια της άρχιζαν να τρέχουν σαν τις στάλες της βροχής, πικρά δάκρια.
Σώπα βρε μάνα, τι κουβέντες είναι αυτές που λες τώρα, αντιλογόταν ο Στέλιος και δύσκολα κράταγε τα δάκρυά του και κείνος που ήταν έτοιμα να τρέξουν από τις βρύσες των ματιών του σκιάζοντας μη προδώσουν την πικρή αλήθεια που ο γιατρός του είχε πει για την μητέρα του.
Την τελευταία φορά που την είδε ο γιατρός είπε στον Στέλιο “Δεν μπορούμε να κάνουμε απολύτως τίποτα άλλο, λίγος χρόνος έχει απομείνει για τη μάνα σου”, τότε ο Στέλιος έγραψε ένα γράμμα στον Νίκο να κάνει ότι μπορεί να έρθει στο χωριό να δει τη μάνα και να τον δει και κείνη μη φύγει από τη ζωή με το πικρό παράπονο αυτό.
Τώρα ο Νίκος θα ερχότανε, πρώτα ο θεός, λίγο πριν τα Χριστούγεννα, μαζί με τα δυο του παιδιά, τον Παναγιώτη και την Κατερίνα. Η γυναίκα του, κόρη μετανάστη και αυτή δεν μπορούσε να ταξιδέψει γιατί ήταν έγκυος. Της το είχε απαγορέψει ο γιατρός. Δεν το είχαν πει στη μητέρα ότι θα έφερνε και τα εγγόνια μαζί του για να μην της μεγαλώσουν περισσότερο την αγωνία της και αν προλάβαινε να τα δει να χαιρότανε περισσότερο που θα τα έβλεπε. Επιτέλους η πολυπόθητη μέρα πρόβαλε, που ο Νίκος θα έφτανε στο σταθμό του τραίνου και θα πήγαινε ο Στέλιος να τον υποδεχτεί με το άλογο, να φορτώσουν και τα πράγματα που έφερνε μαζί του.
Φεύγοντας όμως ο Στέλιος είπε στη μητέρα του “μητέρα μην πάρεις το δρόμο και ‘ρθεις από κοντά γιατί ο καιρός κόβετε, μη σε πιάσει καμιά βροχή στο δρόμο κι απομείνεις μεσόστρατα”, “όχι παλικάριμ, τράβα εσύ, να μη νοιάζεσαι για μένα”, και συνέχισε “δεν τα χου χαμένα”, που σημαίνει δεν είμαι τρελή. Όταν όμως κατάλαβε ότι έφτανε η ώρα που θ’ αγκάλιαζε το παιδί της ύστερα από δεκαπέντε χρόνια, δεν τη σήκωνε ο τόπος. Πήρε λοιπόν το ραβδί της και σιγά – σιγά και με χαρά που δεν περιγράφεται κρυμμένη μέσα στα στήθια της και με βρεγμένα μάτια από τα δάκρυα τώρα πια δάκρυα χαράς πήρε το δρόμο που οδηγούσε έξω από το χωριό, από εκεί που θα ξαγνάντευε ο Νίκος της.
Όταν επιτέλους έφτασε αγκομαχώντας, αλλά έφταξε έξω από το χωριό σε μια ραχούλα, σκούπισε τα δακρυσμένα μάτια της, έβαλε την παλάμη της πάνω στο μέτωπο και κοίταξε πέρα το δρόμο. Ένας γλυκός αναστεναγμός έφυγε από τα χείλη της κι αμέσως μια φωνή γλυκιά όσο γλυκιά είναι η φωνή της μάνας όταν καλεί το παιδί της κι είπε όσο δυνατά μπορούσε “Εσύ είσαι Νίκουμ, έρχεσει, εσύ εισή παλικάριμ”. Δεν ήταν πολύ μακριά κι ο Νίκος άκουσε τη φωνή της μητέρας κι αντιλοήθηκε σχεδόν κλαίωντας “εγώ είμη μάναμ έρχουμη, κάτσι εκεί που είσει, έρχουμη μανούλαμ έρχουμη” τότε τα εγγόνια ξεχύθηκαν στο δρόμο τρέχοντας, έχοντας την αγκαλιά τους ανοιχτή και φώναζαν και κείνα με χαρά, ήρθαμε καλή μας γιαγιά, ήρθαμε.
Όταν πια αντάμωσαν, το τι ακολούθησε στη συνέχεια δεν περιγράφεται. Αγκαλιές, φιλιά, ευχές, ευχαριστήρια στο μεγαλοδύναμο και την γλυκιά Παναγιά την προυσιώτισσα, πολιούχο του χωριού, κι ένα σωρό άλλα πράγματα που γίνονται σε παρόμοιες περιπτώσεις έδιναν και έπαιρναν. Τέλος σιγά- σιγά πλησίαζε και η μέρα της μεγάλη γιορτής.
Η ηρωίδα μας δεν χόρταινε ν’ ακούει το παιδί της και τα εγγόνια της. Ήρθαν και η κόρη της από την Αθήνα και ο άλλος γιος να κάνουν όλοι μαζί Χριστούγεννα, μια και ήρθε και ο Νίκος από την ξενιτιά. Όμως την παραμονή των Χριστουγέννων μετά τον εσπερινό, η μάνα βάρυνε πολύ. Κάπου – κάπου έλεγε “Αϊ Νίκουμ δεν πρόλαβα να σκάνου πουλές μαμαλίγκες” κι απόγερνε το κεφάλι της στο μαξιλάρι και πάλι σώπαινε.
Ώσπου κάποια στιγμή σώπασε μια για πάντα. Ξεψύχησε. Πετώντας η ψυχούλα της προς τ’ άγνωστο στα χείλη της ζωγραφίστηκε ένα γλυκό χαμόγελο και δεν έσβησε ώσπου την σκέπασε το χώμα στο μνήμα της. Η δόλια δεν μπόρεσε να φορέσει το καινούριο της φουστάνι. Της το φόρεσαν όμως για το μεγάλο της ταξίδι, μαζί με τα καινούρια της παπούτσια, να κατέβει τα σκαλοπάτια του Άδη, ανάλαφρη και καθαρή, μην παρουσιαστεί μπροστά στον μεγαλοδύναμο απεριποίητη και ντροπιάσει τα λατρεμένα της παιδιά.
Τούτη την επιθυμία την είχε πει στη μικρή της κόρη, την Γεωργία. Πριν έρθει ο Νίκος στο χωριό, ένα γλυκό λιόγερμα, όταν είχαν πάει στο κοιμητήρι ν’ ανάψουν το καντήλι του μακαρίτη του άντρα της και να περιποιηθούν λίγο τον τάφο. Χρονιάρες μέρες έρχονταν, έπρεπε να τον βοτανίσουν γιατί είχε βγάλει και λίγα χορτάρια γύρω – γύρω. Τότε λοιπόν της είχε πει “άμα πιθάνου Γιωργίτσαμ να μβάλεις τα κινούργια ρούχα κι τα παπούτσια κουνταμ” και για να προλάβει τυχόν αντίδραση της κόρης της την αποστόμωσε πριν πει απολύτως τίποτα η δεύτερη. “Μη κραίνες ντιπ σταμάτα” και η κόρη έκανε ακριβώς αυτό που της πρόσταξε η μητέρα της.
Δημήτρης Κ. Τυραϊδής
Συγγραφέας – ποιητής, μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών, μέλος των Πνευματικών Δημιουργών νομού Χανίων και άλλων πολλών πολιτιστικών συλλόγων.
(Aπό την έντυπη έκδοση της εφημερίδας Νέοι Ορίζοντες, Τετάρτη 25-12-2024)