ΚΡΗΤΗ

Ο Κρητικός εργολάβος που έχτισε τη μισή Ελλάδα!

Από την Εθνικής Αντιστάσεως και τη Λίμνη Ζαρού, μέχρι τη Σαντορίνη, τα Κύθηρα και το δρόμο Τρίπολης – Σπάρτης, πάνω από 100 δημόσια έργα στην Ελλάδα είναι… δια χειρός κ. Σπανάκη

«Λοιπόν, γεννήθηκα το 1932…», μου λέει με το που πατάω το “record”. «Κύριε Γιάννη, αυτό δε χρειάζεται να το γράψουμε, εάν δε θέλετε…», του λέω εγώ. Χαμογελάει πλατιά. «Όσο πιο πολλών χρόνων είμαι, τόσο πιο καλά αισθάνομαι!», μου απαντά και με αποστομώνει.

Βρίσκομαι στο σπίτι, όπου ζει με τη σύζυγό του, την κ. Αθηνά, στην Ανάληψη Χερσονήσου στο Ηράκλειο. Ένα σπίτι γεμάτο βιβλία – «Όλα αυτά που βλέπεις είναι της γυναίκας μου, εγώ διάβαζα άλλα… Του επαγγέλματος», σχολιάζει – ήχους από τα κύματα και μυρωδιές από τα φαγητά της αγαπημένης του συζύγου.

Ευδιάθετος, ευγενής, οξυδερκής και ακούραστος, ο κ. Γιάννης με υποδέχεται με μια αγκαλιά και αμέσως ξεκινά να μου λέει τις ιστορίες του…

Πείσμα για μάθηση

Ο κ. Γιάννης Σπανάκης γεννιέται στον Άγιο Χαράλαμπο Λασιθίου «Τότε, το χωριό λεγόταν “Γέρων το Μουρί”», μου λέει. Επί 3 χρόνια περπατάει ξυπόλυτος 5 με 6 χιλιόμετρα προκειμένου να φοιτήσει στο Γυμνάσιο στο Τζερμιάδο και έπειτα μετακομίζει στο Ηράκλειο, για να ολοκληρώσει το σχολείο σε ένα από τα «καλύτερα και σκληρότερα», όπως αναφέρει, Γυμνάσια της χώρας – εκείνη την εποχή – το Καπετανάκειο.

Ο κ. Γιάννης, όμως, θέλει να σπουδάσει, σε μία περίοδο που «τα περισσότερα παιδιά έμεναν στο χωριό για να βοηθούν τους γονείς τους με τις γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες», όπως με διαβεβαιώνει. Μάλιστα, ακόμη κι αν έφευγαν, «τα παιδιά από τα χωριά του Λασιθίου πήγαιναν είτε στη Νεάπολη, είτε στο Καστέλλι», αναφέρει. Εκείνος, όμως, με αυτό το δημιουργικό του πείσμα – που από ότι φαίνεται τον κατείχε ανέκαθεν – καταφέρνει να έρθει στο Ηράκλειο και η ζωή τον “στέλνει” – ίσως τυχαία – στη Σχολή Υπομηχανικών του Εθνικού Μετσοβείου Πολυτεχνείου, που είχε ιδρυθεί πριν από μόλις 1 χρόνο (η μοναδική άλλη του επιλογή ήταν η Ακαδημία). «Για να μπεις στη Σχολή Υπομηχανικών έπρεπε να δώσεις εξετάσεις, για τις οποίες ενημερώθηκα… την παραμονή! Από τα 88 άτομα που δίναμε, πέρασαν οι 22», αναφέρει, και ο ίδιος είναι ένας από αυτούς.

Η πρώτη επαφή

Τελειώνει τη Σχολή («Πήρα το ευλογημένο πτυχίο», μου λέει χαρακτηριστικά) μετά από 4 χρόνια, τον Ιούνιο του 1954, με τη βοήθεια και τη στήριξη  του θείου του, και τον αμέσως επόμενο χρόνο κατατάσσεται στο Στρατό, όπου και, λόγω των σπουδών του, τοποθετείται στη 10η Διμοιρία Οργάνωσης Εδάφους. Εκεί, δηλαδή, όπου αποκτά και την πρώτη του επαφή με το επάγγελμα, αφού στέλνεται στο Σιδηρόκαστρο, προκειμένου να συμμετάσχει στις εργασίες ανακατασκευής των παρατηρητηρίων και πολυβολείων της Γραμμής Μεταξά στο Όρος Μπέλλες, τα οποία και είχαν ανατιναχθεί κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Την αξιόλογη και ακαταπόνητη δουλειά του (η οποία και δεν περιορίζεται μόνο στα έργα του Στρατού, αλλά ο κ. Γιάννης είχε ήδη ξεκινήσει να ασκεί το επάγγελμά του και σε ιδιώτες), κατά τη στρατιωτική του θητεία, παρατήρησε ο Θεμιστοκλής Δοξόπουλος, ο οποίος έπειτα τον προσλαμβάνει στην τεχνική εταιρία που είχε με το Βασίλη Σκλία στην Αθήνα. Από εκεί, στέλνεται στο Πήλιο, ως επιβλέπων στην κατασκευή του ξενοδοχείου «Ξενία» του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού (ΕΟΤ), όπου και παραμένει για περίπου 2 χρόνια.

Η ανοικοδόμηση και… οι περιπέτειες της Σαντορίνης

Όντας ο μεγάλος γιος και προστάτης της οικογένειάς του, ο κ. Γιάννης, από τα πρώτα του κιόλας χρήματα, στέλνει μέρος στην οικογένειά του στην Κρήτη και μάλιστα αναλαμβάνει τα έξοδα των σπουδών τριών μικρότερων αδερφών του: ο αδερφός και – λίγα χρόνια αργότερα – η αδερφή του σπουδάζουν στο Πολυτεχνείο στη Θεσσαλονίκη, ενώ ο άλλος του αδερφός ολοκληρώνει τις σπουδές του στην Ιατρική Αθήνας. Ως εκ τούτου και έχοντας ήδη τους δύο αδερφούς του υπό την προστασία του, τα έξοδα για τον κ. Γιάννη είναι πολλά, έτσι, αναγκάζεται να ψάξει για άλλη δουλειά, με περισσότερα έσοδα και προσλαμβάνεται από το Υπουργείο Δημόσιων Έργων, προκειμένου να συμμετάσχει στην ανοικοδόμηση της Σαντορίνης, μετά το σεισμό της 9ης Ιουλίου του 1956.

«Δουλέψαμε πολύ στη Σαντορίνη. Αρκεί να σας πω πως κάναμε 100 με 120 ώρες υπερωρίες το μήνα», μου λέει. Στη Σαντορίνη παραμένει από το 1958 έως το 1960 και εργάζεται ως επιβλέπων ή βοηθός σε πολλά έργα στο νησί, ενώ για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα διατελεί και προϊστάμενος στο χωριό Μεσαριά. «Τα γραφεία μας στεγάζονταν σε ένα toll του Στρατού. Εκεί, υπήρχε και ένα δωματιάκι, όπου έμενα, κάπου δύο χρόνια… Μάλιστα, συγκατοικούσα με έναν Κρητικό, από τη Σητεία, που λεγόταν Τζαβολάκης Ιωάννης. Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν τέτοιες, που κάθε εβδομάδα χρειαζόταν να βγάζουμε τα κρεβάτια μας έξω στην αυλή και να τα απολυμαίνουμε με ξύδι, γιατί ήταν γεμάτα κοριούς!», μου περιγράφει ο κ. Γιάννης. «Πάντως, μετά την ανοικοδόμηση, το νησί απέκτησε αυτό το παραδοσιακό στοιχείο στην αρχιτεκτονική του, το οποίο και διατηρείται μέχρι σήμερα», σχολιάζει.

Περνάει κι άλλους μήνες στη Σαντορίνη, όμως, αυτή τη φορά υπό την εργοδοσία του Αλέξανδρου Σταύρακα. «Αυτός ο άνθρωπος μου άρεσε πολύ γιατί με έλεγε “Γιαννάκη”. Και όταν, πολλές φορές, του έφερνα αντιρρήσεις μου έλεγε “Μ΄ αρέσεις, Γιαννάκη, γιατί όλοι μου λένε ‘ναι’, ενώ εσύ μου λες και κανένα ‘όχι’”.», μου λέει γελώντας. Έχουν ήδη περάσει 5 χρόνια, κατά τα οποία εργαζόταν ως υπομηχανικός (και ο κ. Γιάννης είχε ήδη πάρει το Εργολαβικό Δίπλωμα Α’ Τάξεως), και ως εκ τούτου, μπορεί να αναλάβει και την πρώτη του εργολαβία. Έτσι (και όντας ακόμη υπάλληλος στο τεχνικό γραφείο του Σταύρακα) μετακομίζει στην Άρτα, όπου και αναλαμβάνει τα δύο πρώτα έργα στο όνομά του: ένα υποκατάστημα της Αγροτικής Τράπεζας στην Άρτα και τη δημιουργία μιας αποθήκης στην κωμόπολη Κομπότι.

Το πρώτο του γραφείο στα Ιωάννινα και η δύσκολη αρχή

Λίγους μήνες αργότερα, φεύγοντας από το γραφείο του Αλέξανδρου Σταύρακα, ανοίγει το πρώτο δικό του γραφείο στα Ιωάννινα και αναλαμβάνει ένα από τα δυσκολότερα έργα της καριέρας του, στο χωριό Λίθινο. «Η κατάστασή μου σε αυτό το έργο ήταν δραματική. Ούτε αυτοκίνητο είχα, ούτε κασμά είχα, ούτε δεύτερο παντελόνι δεν ξέρω αν είχα» περιγράφει χαρακτηριστικά, συνεχίζοντας: «Και έπρεπε να πάρω το λεωφορείο από τα Ιωάννινα το πρωί, να πάω στη Ζίτσα, που είναι πάνω από μια ώρα, να πάω περπατώντας από τη Ζίτσα στο Λίθινο, επίσης, πάνω από μια ώρα, να είμαι στο έργο όλη μέρα – και τότε δουλεύαμε πρωί βράδυ… Να βρέχομαι όλη μέρα, να πεινάω όλη μέρα, να διψάω όλη μέρα, αν είχε ζέστη στη ζέστη, αν είχε κρύο στο κρύο… Θυμάμαι είχε φοβερή πάχνη… Και όλα αυτά επί ενάμιση χρόνο», μου αναφέρει. Πάντως, ο κ. Γιάννης βρίσκει έναν ιδιαίτερο τρόπο να επιστρέφει στα Ιωάννινα, χωρίς να χρειάζεται να κάνει ξανά τη διαδρομή των, περίπου, 5 ωρών. Όπως μου λέει γελώντας: «Κοντά στο Λίθινο υπήρχε ένα μονοπατάκι, παράλληλο, με τον ποταμό Καλαμά, που έβγαινε στην Εθνική Οδό, από όπου έρχονταν τα φορτηγά από την Ηγουμενίτσα στα Γιάννενα. Έτσι, έκανα ωτοστόπ για να με πάρει κάποιο φορτηγό και να με πάει στα Γιάννενα».

Παρά τις δυσκολίες, το έργο ολοκληρώνεται με επιτυχία και μάλιστα, εντός του χρονοδιαγράμματος και τα επόμενα 2 με 3 χρόνια ο κ. Γιάννης αναλαμβάνει πλήθος άλλων έργων στην ευρύτερη περιοχή των Ιωαννίνων, όπως τα Ζαγοροχώρια, το Τσεπέλοβο, ο Καλουτάς, ο Κατσικάς – με τη δημιουργία του κτηρίου της Γαλακτοκομικής Σχολής Ιωαννίνων, ο Δρίσκος, ο Κάλαμος, ενώ εκτελεί έργα και στην πόλη των Ιωαννίνων.

Μάλιστα, τόσο μεγάλο ήταν το ενδιαφέρον και η αγάπη του για την περιοχή, που παίρνει την απόφαση να ανέβει στην  κορυφή του βουνού Μιτσικέλι με τα πόδια! «Θυμάμαι μάλιστα, τους χωριανούς (σσ. τους κατοίκους του Καλουτά) να μου λένε να μην κάνω αυτή την τρέλα, γιατί μπορεί να με έτρωγαν οι λύκοι!», αναφέρει ενθουσιασμένος που, τελικά, τα κατάφερε.

Μια… “κατά λάθος” νέα αρχή στην Αθήνα

Το 1963, μετά το έργο που προσφέρει, αλλά και τις εμπειρίες που αποκομίζει από τα Ιωάννινα, ο κ. Γιάννης αποφασίζει να επιστρέψει στη γενέτειρά του, την Κρήτη. Όμως, η ζωή έχει άλλα σχέδια για εκείνον… «Μάζεψα τα πράγματα μου από τα Γιάννενα για την Κρήτη. Πήγα, λοιπόν, στην Αθήνα. Έμεινα για λίγες ημέρες εκεί, με την προοπτική να έρθω στο νησί. Μια μέρα σκέφτηκα “Μωρέ, δεν πάω σε κάποιες δημοπρασίες;” – το εργολαβικό μου δίπλωμα ίσχυε και για την Αττική. Θυμάμαι, λοιπόν, που γινόταν μια δημοπρασία για την αποπεράτωση της Αγίας Αικατερίνης στα Πετράλωνα. Πάω στη δημοπρασία και παίρνω την εργολαβία. Επομένως, δεν μπορούσα να φύγω! Έτσι, αντί να καταλήξω στην Κρήτη, κατέληξα στην Αθήνα…».

Κάπως έτσι, ο κ. Σπανάκης εγκαθίσταται στην Αθήνα, όπου και αναλαμβάνει διάφορα, σημαντικά έργα όπως: την επιδιόρθωση των ζημιών της ΟΥΛΕΝ (νυν ΕΥΔΑΠ) στο κέντρο της πόλης, ένα δημοτικό σχολείο στη Ραφήνα, το γραφείο κοινότητας στο Μαρκόπουλο, τμήμα του Αρεταίειου Νοσοκομείου, το Ζωολογικό Μουσείο στην Πανεπιστημιούπολη, ολόκληρη την πόλη της Αίγινας και πολλά άλλα.

Ο “άγγελός” του

Μάλιστα, όπως αναφέρει, λόγω του όγκου της δουλειάς, προσλαμβάνει αρκετούς υπαλλήλους από την Κρήτη και συγκεκριμένα από το Λασίθι. «Άλλοι, μάλιστα, εγκαταστάθηκαν στην Αττική, ενώ άλλοι επέστρεψαν στην Κρήτη», σχολιάζει.

Και κάπως έτσι, στην Αθήνα, η ζωή του μέλλει να αποκτήσει άλλο νόημα, αφού μέσω μιας φίλης του από την Κρήτη γνωρίζει τον «άγγελό του», όπως μου λέει: «Πήγα στο σπίτι της Ελευθερίας και εκεί, γνώρισα την κοπελιά!», αναφέρει γελώντας, δείχνοντας μου τη σύζυγό του. «Εγώ 33 χρονών κι αυτό ήταν ένα κοπέλι 19 χρονών, όμως ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος. Το Γενάρη του ’66 παντρευτήκαμε», συνεχίζει και το πρόσωπό του φωτίζεται σα να είναι μικρό παιδί.

Έχτισε τα Κύθηρα “πόντο – πόντο”

Για τα επόμενα 10 χρόνια, η βάση του, μαζί με την οικογένειά του – πλέον – είναι η Αθήνα, όμως τα Κύθηρα γίνονται το δεύτερο σπίτι του: «Δεν υπάρχει πόντος, όχι τετραγωνικό, αλλά πόντος που να μην έχω πατήσει στα Κύθηρα», σχολιάζει χαρακτηριστικά. «Τα χρόνια εκείνα τα Κύθηρα ήταν τόπος εξορίας και ως εκ τούτου δεν υπήρχαν υποδομές», αναφέρει, γι’ αυτό και ο ίδιος ανέλαβε σχεδόν 20 έργα οδοποιίας και ύδρευσης στο νησί. «Εγώ να πω εδώ ότι στα Κύθηρα που πήγαμε πριν από 3 χρόνια, όλοι θυμούνταν τον παππού μου και έλεγαν τα καλύτερα για εκείνον», σχολιάζει η εγγονή του, Αθηνά, που κάθεται πιο πέρα.

“Σήκω και φύγε, γιατί θα καταστραφείς”

Δέκα χρόνια αργότερα, αναλαμβάνει το – ίσως – δεύτερο δυσκολότερο έργο της καριέρας του: «Το 1976 ανέλαβα την ανακατασκευή 15 χιλιομέτρων τμήματος του δρόμου Τρίπολης – Σπάρτης. Ένα έργο προϋπολογισμού 55 με 60 εκατομμύρια δραχμές. Είναι χαρακτηριστικό πως στο συγκεκριμένο τμήμα του έργου, στατιστικά, γίνονταν 40 με 45 δυστυχήματα και ατυχήματα το χρόνο. Στη μέση αυτού του δρόμου υπάρχει το Ηρώο των 118. Το έργο ήταν τόσο δύσκολο που, μετά από έναν με δύο μήνες αφότου ξεκίνησα με επιστέφτηκε ο Αρνιώτης – δε μπορώ να θυμηθώ το μικρό του, ο τότε Διευθυντής των Έργων Οδοποιίας του Υπουργείου Δημοσίων Έργων. Τον θυμάμαι να με χτυπάει στην πλάτη και να μου λέει “Σπανάκη, το καλό που σου θέλω, χάσε την εγγυητική επιστολή και σήκω φύγε, γιατί εδώ θα καταστραφείς” και εγώ του απαντάω “Βλέπετε εκείνο εκεί το Ηρώο που λέει 118; Όταν το 118 γράψει 119 και θα είμαι εγώ ο 119ος, τότε θα φύγω από εδώ.”», μου περιγράφει με ζωντάνια και όρεξη. Την ίδια ζωντάνια και όρεξη που είχε και για εκείνο το έργο.

«Έφερα τρεις με τέσσερις μεγάλες μπουλντόζες και καινούρια μηχανήματα, που οι κάτοικοι σάστισαν από την πρόοδο του έργου. Και με τη δύναμη του Θεού και της Παναγίας δεν είχα καθυστέρηση ούτε μία ώρα, ούτε μία ημέρα, χειμώνα – καλοκαίρι, με 40 πόντους χιόνι και θερμοκρασίες κάτω από το μηδέν», μου λέει γεμάτος υπερηφάνεια.

«Μάρτυράς μου η γυναίκα μου, όλη η Σπάρτη μας αγάπησε! Αγάπησαν μέχρι και τα φορτηγά που περνούσαν… Και παρόλο που κάναμε ανατινάξεις δύο και τριών χιλιάδων κυβικών στους βράχους και έκανε δύο και τρεις ώρες να ανοίξει ο δρόμος και να περάσουν, όχι μόνο δε μας γκρίνιαζαν, αλλά κατέβαιναν και μας έφερναν τελάρα με καρπούζια, πεπόνια, ντομάτες και διάφορα άλλα φρούτα και λαχανικά που έφερναν από την περιοχή των Μολάων, τη Σκάλα και άλλες περιοχές της Λακωνίας». Το έργο διαρκεί δύο χρόνια, τελειώνει ομαλά και – όπως μου λέει – «επί 40 χρόνια δεν άκουσα πως δημιουργήθηκε ούτε μια λακκούβα».

Η επιστροφή

«Φορτώσαμε στο πλοίο όλα μας τα μηχανήματα, όλα μας τα πράγματα και του Αγίου Δημητρίου, το ’78, ήρθαμε στην Κρήτη. Μάλιστα, θυμάμαι…», μου λέει γελώντας, «Όταν κατέβαιναν από το πλοίο στο λιμάνι τα μηχανήματα, κυκλοφόρησε για λίγο η φήμη στο Ηράκλειο πως ήρθαν οι Γερμανοί! Τόσα πολλά και τόσο άγνωστα, πρωτόγνωρα μηχανήματα ήταν.». Έκτοτε, ο κ. Γιάννης και η οικογένειά του εγκαθίστανται στο Ηράκλειο.

Κι αν ο κ. Γιάννης είχε εκτελέσει με τόση αγάπη και όρεξη αναρίθμητα έργα στηυν υπόλοιπη Ελλάδα, πως ήταν δυνατόν να μην κάνει το ίδιο και στη γενέτειρά του, την αγαπημένη του Κρήτη; «Στην Κρήτη εκτέλεσα πλήθος έργων… Να πω μια δεκαριά;», με ρωτάει με ενθουσιασμό. «Εννοείται! Να μου πείτε όλα όσα θυμάστε!», του απαντάω.

Εθνικής Αντιστάσεως και λίμνη Ζαρού… δια χειρός κ. Σπανάκη

Μεταξύ, λοιπόν, των έργων που ολοκληρώνει με επιτυχία στην Κρήτη είναι η Γ’ Ζώνη Μεσαράς. «Στην περιοχή από Μοίρες μέχρι Πόμπια και Πετροκεφάλι το έδαφος ήταν ελώδες. Και τότε είχε γίνει ένας αναδασμός και έπρεπε τα χωράφια να καλλιεργηθούν…», μου εξηγεί. «Το τι τραβήξαμε σε εκείνο το έργο είναι απερίγραπτο: Αρκεί να σας πω ότι χρησιμοποιήσαμε πάνω από 300 χιλιάδες κυβικά αμμοχάλικα, προκειμένου να δημιουργηθούν οι αγροτικοί δρόμοι», αναφέρει. Στη Μεσαρά και συγκεκριμένα στις Μοίρες δημιουργεί, επίσης, το υπόγειο δίκτυο αποχέτευσης της περιοχής.

Κάτι που μου αρέσει στον κ. Γιάννη είναι η μετριοφροσύνη του. Κι αυτό γιατί, μου μιλάει για το πολύ σημαντικό έργο της δημιουργίας της τεχνητής λίμνης του Ζαρού, σα να είναι κάτι εύκολο ή συνηθισμένο. «Στην ευρύτερη περιοχή του Ζαρού ολοκληρώσαμε, επίσης, αρκετά έργα οδοποιίας και υδραυλικά έργα», συνεχίζει.

Θα μπορούσε να πει κανείς πως ο κ. Γιάννης “έσωσε” το χωριό Μαγαρικάρι: «Εκείνη την εποχή κυκλοφορούσαν υπόγεια νερά, με αποτέλεσμα να βουλιάζουν τα σπίτια. Έτσι, φτιάξαμε, πάνω από το χωριό, ένα χαντάκι 500 μέτρων μήκων και 15 μέτρων βάθος, που το γεμίσαμε με σωλήνες και άμμο και, πράγματι, λύθηκε το πρόβλημα», αναφέρει.

Ο κ. Γιάννης σκέφτεται. Έχει κάνει τόσα πολλά έργα στην Κρήτη που προσπαθεί τώρα να μου πει τα πιο σημαντικά. Θυμάται. Χαμογελάει με υπερηφάνεια: «Έκανα την Εθνικής Αντιστάσεως στο Ηράκλειο από το λιμάνι μέχρι τον Άγιο Κωνσταντίνο. 30 – 40 χρόνια τώρα και δεν έχει υπάρξει ακόμη κάποιο σημαντικό πρόβλημα στο οδόστρωμα», μου λέει συγκινημένος.

Έμπρακτη η αγάπη για τη γενέτειρα του

Πολλά και σημαντικά είναι και τα έργα που ο κ. Γιάννης αποπεράτωσε στο Λασίθι, τον τόπο καταγωγής του: «Έφτιαξα την περιοχή της Κιτροπλατείας στον Άγιο Νικόλαο, έκανα “μπαλώματα” στο δρόμο από Άγιο Νικόλαο μέχρι Σητεία, έκανα δύο έργα της ΔΕΗ στο Άγιο Νικόλαο, το Λύκειο στο Καστέλι Πεδιάδος, ένα εργάκι αρδευτικό στην Επισκοπή στη Σητεία, το κτήριο του ΟΤΕ στο Τζερμιάδο, καθώς και εσωτερική οδοποιία στο χωριό…».

«Το Γυμνάσιο;», τον διακόπτει η φωνή της κ. Αθηνάς που μαγειρεύει κουζίνα… «Α ναι… Ξέχασα να σας πω πως την περίοδο που έμενα στην Αθήνα και συγκεκριμένα το ’71 με ’72 έγιναν δύο δημοπρασίες στην Αττική για το Τζερμιάδο του Λασιθίου. Μία που αφορούσε το Γυμνάσιο – Λύκειο και μία αποθήκη πατατόσπορου. Εγώ είχα φοιτήσει σε αυτό το Γυμνάσιο και δεν υπήρχε περίπτωση να μην πάρω και να μην ολοκληρώσω αυτό το έργο! Πήρα βέβαια και την αποθήκη, που – ακούει κανείς αποθήκη πατατόσπορου και νομίζει πως είναι κάτι απλό – τελικά ήταν ένα από τα πιο πολύπλοκα έργα μου. Γιατί ήταν η πρώτη αποθήκη Ολλανδικού τύπου – ίσως η δεύτερη – που γινόταν στην Ελλάδα. Όπως και να έχει αυτά τα δύο έργα τα έκανα για συναισθηματικούς λόγους», περιγράφει ο κ. Γιάννης.

Το συγκινητικό “ευχαριστώ” του

«Το 1987 σταμάτησα τα δημόσια έργα και έπειτα ασχολήθηκα με το δικό μας ξενοδοχείο, εδώ, στην Ανάληψη Χερσονήσου», μου λέει. Κάνει μία παύση και δακρύζει. «Θέλω να ευχαριστήσω δημοσίως όλες τις Δημόσιες Υπηρεσίες, όλους τους υπαλλήλους, όλους τους επιβλέποντες για την εξυπηρέτησή τους», μου λέει με φωνή τρεμάμενη. «Εξυπηρέτηση για έναν εργολάβο θα πει: Να παίρνεις τα λεφτά σου εύκολα, να μην σε καθυστερούν στις δουλειές σου, να μην σε καθυστερούν στα χαρτιά… Η εξυπηρέτηση αυτή βοηθάει τον εργολάβο κατά 20%. Γιατί, υπάρχουν περιπτώσεις που μπορεί το έργο να χρειάζεται 2 χρόνια και εσύ να τελειώσεις σε 3, να διακοπεί το έργο στη μέση και να μείνεις χωρίς δουλειά και οι πολίτες χωρίς το έργο… Εγώ, ευτυχώς – ας είναι καλά οι άνθρωποι – είχα αυτή την εξυπηρέτηση», συνεχίζει.

«40 χρόνια εργολάβος, έχω δουλέψει πολύ σκληρά, σε κρύο, σε ζέστη, σε βροχή, σε αέρα, σε 40 βαθμούς, σε χιόνι… Αλλά, όμως, δεν είχα κανένα πρόβλημα, κανένα παράπονο από κανέναν. Μια περιπέτεια είχα μόνο στο χωριό Καραβά που έκανα ένα έργο 500 χιλιάδων και δεν πήρα ούτε μία δραχμή πίσω, αλλά δεν πειράζει…», αναφέρει. «Όμως το να τελειώνει ένας εργολάβος τη 40ετή καριέρα του ομαλά, είναι σπάνιο», προσθέτει.

«Και να μην ξεχάσω πως είχα και τη συνεργασία του αδερφό μου του Βαγγέλη και τη αδερφής μου της Πόπης», αναφέρει. «Και υποθέτω είχατε και τη στήριξη της γυναίκας σας», του λέω και χαμογελάει. «Όσο για τη στήριξη της γυναίκας μου… Όχι επειδή είναι εδώ, δεν έφυγα ποτέ από το σπίτι, χωρίς να σηκωθεί πρώτη εκείνη και να μου φτιάξει καφέ… Ήμουν πολύ δύσκολος σύζυγος… Όχι ότι δεν την αγαπούσα, ή δεν αγαπούσα τα παιδιά μου, αλλά είχα 17 με 18 ώρες εργασία τη μέρα, χειμώνα – καλοκαίρι… Αρκεί να σας πω πως σε μία εκκαθάριση που έκανα στο γραφείο μου εδώ, για να ξεκαθαρίσω τα έργα, πέταξα 35 τσουβάλια με χαρτιά, σχέδια», σχολιάζει ο κ. Γιάννης.

Το “μυστικό” της επιτυχίας των 100 (και πλέον) έργων του

«Θέλω να τους ευχαριστήσω όλους, που με τόση εξυπηρέτηση και τόση αγάπη, με είχαν “αγκαλιάσει”. Μάλιστα, συζητιόταν πολύ “μα γιατί εγώ δε μαλώνω με τους επιβλέποντες”, “αφού δε ζητάω ποτέ τίποτα και να μη μου το κάνουν”, τους έλεγα “και γιατί στα κάνουν όλα;”, απαντούσαν, “γιατί δε ζητώ ποτέ τίποτα που να μην το δικαιούμαι”, τους έλεγα εγώ», μου λέει γελώντας.

«Και συνολικά, πόσα έργα μπορεί να έχετε κάνει; Αν μπορείτε να το υπολογίσετε», τον ρωτάω. Μου δείχνει αμέσως μία κατάσταση που βρήκε μαζί με το πτυχίο του και άλλα έγγραφα και πιστοποιητικά “καλής εκτελέσεως” (των έργων) που μου έχει φέρει να δω – μεταξύ των εγγράφων βρίσκεται και το “Πιστοποιητικό Κοινωνικών Φρονημάτων” που έδειχνε στους αστυνομικούς, κατά τη διάρκεια των ελέγχων στον Εμφύλιο Πόλεμο. «Να ας πούμε σε αυτή μόνο την κατάσταση, από το ‘60 μέχρι το ‘90, βρίσκονται καμιά 60αριά δικαιολογητικά από τις υπηρεσίες», μου λέει και μου δείχνει την κατάσταση. Του σχολιάζω πόσο τακτοποιημένα και οργανωμένα είναι τα χαρτιά του και μου λέει γελώντας «Όπου πήγαινε φάκελος δικός μου, σε μία δημοπρασία, για παράδειγμα, προτού τον ανοίξουν έλεγαν “αυτός είναι φάκελος του Σπανάκη”».

«Πιστεύω, πάντως, πως έργα – μικρά ή μεγάλα – έχω κάνει στο ήμισυ της ελληνικής επικράτειας : Στη Γαστούνη έχω κάνει έργο, στην Πήλο έχω κάνει έργο, στον Πύργο Ηλείας έχω κάνει έργο, στο δρόμο Τρίπολης – Καρδίτσας, τα Κύθηρα, που τα χτίσαμε από την Αγία Πελαγία μέχρι το Καψάλι, πόντο – πόντο, στην Ήπειρο, στην Αττική – δεκάδες έργα, έχω δουλέψει στο Δομοκό, στην Αίγινα, στον Πόρο, στη Σαντορίνη… Έχω κάνει, υποθέτω, πάνω από 100 δημόσια έργα», μου λέει.

Κάτι που μου αρέσει στους ανθρώπους είναι να φωτίζονται τα μάτια τους, το πρόσωπό τους, όταν μιλούν για αυτό που αγαπούν… Θα μπορούσα να ακούω τις ιστορίες του κ. Γιάννη Σπανάκη, για πολλές ώρες ακόμη… Ιστορίες που με ταξιδεύουν σε άλλες εποχές, με περισσότερες δυσκολίες – έμπρακτες δυσκολίες: κατά βάση, οικονομικές και πολιτικές – αλλά που μου αποδεικνύουν πως το δημιουργικό πείσμα ενός ανθρώπου, η θέληση, η τόλμη και, πάνω από όλα, το πάθος για αυτό που κάνει, αργά ή γρήγορα, θα τον φέρουν στην επιτυχία.

ΠΗΓΗ: neakriti.gr



ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ