Πήρε την απόφαση να στραφεί αποκλειστικά στις εξαγωγές πολύ πριν γίνουν «μόδα». Ήταν τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν η ελληνική οικονομία ευημερούσε ενόψει και της ένταξης στην Ευρωζώνη, το Χρηματιστήριο κάλπαζε και τίποτα δεν προμήνυε τον Αρμαγεδώνα που θα ακολουθούσε δώδεκα μόλις χρόνια αργότερα. Η οικογένεια Ρενιέρη, τόλμησε να στραφεί εκτός συνόρων, παρ’ ότι όπως παραδέχονται σήμερα τα μέλη της είχαν ελάχιστη εμπειρία από τις διεθνείς αγορές. Ύστερα από δεκαπέντε χρόνια στον χώρο της τυποποίησης και παρά τους λιγοστούς πόρους που διέθετε αποφάσισε πως ήρθε η ώρα οι ξένοι καταναλωτές να γνωρίσουν την ποιότητα και την γεύση του ελαιολάδου της.
Σήμερα, η οικογένεια Ρενιέρη εξάγει περισσότερους από 4.500 τόνους εξαιρετικού παρθένου ελαιόλαδου τυποποιημένου σε πάνω από 40 χώρες. Διαθέτει ιδιόκτητες εγκαταστάσεις 8.000 τμ, έχει έξι γραμμές τυποποίησης, δυο γραμμές εμφιάλωση δυναμικότητας 10.000 γυάλινων φιαλών ανά ώρα και απασχολεί 45 άτομα προσωπικό. Προμηθεύει αποκλειστικά στο εξωτερικό μέσα από τα brands Minos και Renieris ενώ οι πωλήσεις της αναμένεται να ξεπεράσουν τα 21 εκατ. ευρώ τη φετινή χρονιά. Διαθέτει τους δικούς της ελαιώνες ενώ ταυτόχρονα, έχει καταφέρει να οργανώσει ένα μεγάλο μέρος των τοπικών καλλιεργητών σε ένα σύστημα πλήρους διοίκησης. Ο γεωπόνος της εταιρείας παρέχει συμβουλές στους αγρότες και εποπτεύει την ελαιοκαλλιέργεια, προκειμένου το παραγόμενο προϊόν να φθάσει σε υψηλές προδιαγραφές ποιότητας.
Σημαντικό ρόλο για την αποκλειστική ενασχόληση με τις εξαγωγές, σύμφωνα με τον Νικόλαο Ρενιέρη υπεύθυνο πωλήσεων και μάρκετινγκ και δεύτερη γενιά της οικογενειακής επιχείρησης, έπαιξαν οι όροι πληρωμών που έθεταν τα σούπερ μάρκετ στην Ελλάδα, τους οποίους δεν μπορούσε να υποστηρίξει μια μικρή εταιρεία με λιγοστά κεφάλαια.
Ο δύσκολος δρόμος της καθιέρωσης
Ωστόσο, η καθιέρωση και εδραίωση των προϊόντων της εταιρείας που ξεκίνησε το 1982 με ένα μικρό ελαιοτριβείο στο χωριό Σφακοπηγάδι της Κισσάμου, εκτός συνόρων, δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Παρ’ ότι το ελληνικό ελαιόλαδο υπερέχει σε ποιότητα, ο δρόμος δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα. Η «συμμόρφωση» στις απαιτήσεις των διεθνών αγορών και στις διαδικασίες που έπρεπε να ακολουθήσουν σε κάθε χώρα ήταν το λιγότερο.
Το μεγαλύτερο εμπόδιο, το οποίο υπάρχει μέχρι σήμερα, ήταν η μικρή αναγνωρισιμότητα του ελληνικού ελαιόλαδου και της διατροφικής αξίας τους, καθώς το περισσότερο εξάγονταν χύμα στην Ιταλία, η οποία το τυποποιούσε και στη συνέχεια το προωθούσε ως ιταλικό. Και μαζί καρπώνονταν όλη την υπεραξία. «Το στοίχημα της εδραίωσης κερδήθηκε με κόπο, σκληρή δουλειά, προσήλωση στο στόχο, και αρκετά μεγάλες –για τα δεδομένα της- επενδύσεις μέσα σε εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες», επισημαίνει ο κ. Ν. Ρενιέρης.
Αλλά και με ρίσκο. Όπως το 2015, που τόλμησαν παρ’ ότι οι τράπεζες ήταν κλειστές (!) να επενδύσει στην αναβάθμιση της αποθηκευτικής ικανότητας και τον δεξαμενισμό της, στην εγκατάσταση νέας γραμμής εμφιάλωσης εξαιρετικού παρθένου ελαιολάδου και στην επέκταση της μονάδας τυποποίησης και στη δημιουργία σύγχρονης μονάδας εξευγενισμού ελαιόλαδου, της πρώτης σύγχρονης ραφιναρίας στην Κρήτη. Η τελευταία επένδυση που στοίχησε περίπου 4 εκατ. ευρώ και ολοκληρώθηκε μέσα στο 2019.
Η καθετοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας από το στάδιο της καλλιέργειας μέχρι και την τυποποίηση, η διαφοροποίηση των συσκευασιών, η πελατοκεντρική φιλοσοφία και η έμφαση στην ποιότητα συνέβαλαν τα μέγιστα για να εδραιώσουν συνεργασίες και παρουσία εκτός των ελληνικών τειχών.
Ειδικά η ποιότητα, ήταν αυτή που έκανε τα προϊόντα της να ξεχωρίσουν: μάλιστα, προκειμένου να διασφαλίσει την υψηλή ποιότητα φρόντισε να δημιουργήσει μεταξύ άλλων ένα πλήρως εξοπλισμένο χημείο μέσα στην εταιρεία, με εξειδικευμένα μηχανήματα ικανά να πραγματοποιήσουν κάθε εξειδικευμένη χημική ανάλυση, πιστοποιημένο από το διεθνές συμβούλιο ελαιόλαδου. Η «Ελευθέριος Ρενιέρης ΕΕΕ» έκανε –πολλά χρόνια πριν- αυτό που σήμερα αποτελεί ζητούμενο για την πλειονότητα των ΜμΕ της χώρας.
Άνοιξε τα φτερά της για το εξωτερικό με «όπλο την ποιότητα» και όχι την ποσότητα. Δεν εγκλωβίστηκε στην Ελλάδα. Εκμεταλλεύθηκε τις δυνατότητες του ελληνικού ελαιόλαδου, το οποίο ο Όμηρος ήδη από την αρχαιότητα χαρακτήρισε το «υγρό χρυσάφι της ελληνικής γης».
Οι δασμοί Τράμπ και το Brexit
Βέβαια, ο αγώνας είναι διαρκής. Κάτι που γνωρίζουν καλά οι διοικούντες την κρητική εταιρεία. Οι προκλήσεις, όπως αναγνώρισε πρόσφατα και ο Νικόλαος Ρενιέρης από το βήμα του Family Business Conference είναι πολλές και σύνθετες: από την κλιματική αλλαγή, οι επιπτώσεις της οποίας είναι ήδη εδώ –φέτος η σοδειά από τους κρητικούς ελαιώνες έχει προβλήματα λόγω των υψηλών θερμοκρασιών του Σεπτεμβρίου και του Οκτωβρίου, τους δασμούς του Τραμπ στα αγροτικά προϊόντα και το Brexit μέχρι και την προσέλκυση ικανών στελεχών που θα βοηθήσουν με τις γνώσεις στην περαιτέρω ανάπτυξη και την εφαρμογή στην πράξη των κανόνων της εταιρικής διακυβέρνησης.
Το θετικό ωστόσο είναι ότι η οικογένεια δείχνει να έχει τη διάθεση να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις και να περάσει στην επόμενη μέρα…
Πηγή : ethnos.gr