Oι θετικές προοπτικές για τον τουρισμό φαίνεται ότι οδήγησαν σε επενδύσεις για αύξηση των διαθέσιμων κλινών την περίοδο 2010-2019 και αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος με τη σημαντική αύξηση των κλινών των πολυτελών ξενοδοχείων.
Το 2019 η χώρα μας διαθέτει 9.917 ξενοδοχειακές μονάδες συνολικής δυναμικότητας 430.402 δωματίων και 847.610 κλινών, με τη μέση ξενοδοχειακή μονάδα να έχει 43 δωμάτια και 86 κλίνες.
Στα νησιά του Νοτίου Αιγαίου, του Ιονίου και στην Κρήτη η μέση ξενοδοχειακή μονάδα είναι μεγαλύτερης δυναμικότητας, αφού διαθέτει 54 δωμάτια και 107 κλίνες, ενώ το 78% της συνολικής δυναμικότητας των κλινών της χώρας βρίσκεται σε πέντε περιφέρειες (Νότιο Αιγαίο, Κρήτη, Ιόνια Νησιά, Κεντρική Μακεδονία και Αττική), που αποτελούν και τους κύριους προορισμούς ξένων επισκεπτών.
Αναφορικά με τη διασπορά των ξενοδοχειακών κλινών στην επικράτεια, παρατηρείται ότι τα πολυτελή ξενοδοχεία διαμοιράζονται κυρίως στις νησιωτικές περιοχές και συγκεκριμένα στο Νότιο Αιγαίο και την Κρήτη, ενώ η συμμετοχή των πολυτελών ξενοδοχείων στους κύριους προορισμούς υπερβαίνει το 20%, με εξαίρεση τα νησιά του Ιονίου. Στους δευτερεύοντες προορισμούς φαίνεται ότι κυριαρχούν τα ξενοδοχεία 3 και 4 αστέρων, ενώ ορισμένες περιφέρειες όπως η Δυτική Μακεδονία και η Ήπειρος παρουσιάζουν χαμηλή προσφορά σε αριθμό ξενοδοχειακών κλινών στο σύνολο των κατηγοριών.
Ξενοδοχειακές τιμές σε σχετικά χαμηλό επίπεδο
Την ίδια περίοδο, αν συγκριθούν οι μέσες ξενοδοχειακές τιμές με βάση τον ετήσιο εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) στις “υπηρεσίες παροχής καταλυμάτων” (που περιλαμβάνει ξενοδοχεία, μοτέλ, πανδοχεία, ξενώνες, κάμπινγκ και παρόμοια καταλύματα) από το 2010 μέχρι τον Νοέμβριο του 2019 μεταξύ της Ελλάδος και των κυριότερων ανταγωνιστριών χωρών (Κύπρος, Κροατία, Ιταλία, Ισπανία, Τουρκία, Πορτογαλία και Μάλτα), παρατηρείται ότι μετά την Τουρκία, τόσο η Ελλάδα όσο και η Κύπρος διατηρούν τις ξενοδοχειακές τιμές σε σχετικά χαμηλό επίπεδο.
Αυτό συμβαδίζει και με τη βελτίωση της θέσης της Ελλάδας παγκοσμίως ως προς την ανταγωνιστικότητα των τιμών της τουριστικής βιομηχανίας. Στην Ελλάδα δε οι τιμές στα ξενοδοχειακά καταλύματα δεν ξεπερνούν τις αντίστοιχες του 2010. Πιο συγκεκριμένα, στα πρώτα χρόνια της κρίσης παρατηρείται πτώση των τιμών, η οποία φαίνεται ότι κατέστησε το συγκεκριμένο προϊόν πιο ελκυστικό. Τα τελευταία χρόνια όμως παρατηρείται σταδιακά αύξηση των τιμών, για την οποία κυριότεροι παράγοντες είναι εν μέρει ο φόρος διαμονής που επιβλήθηκε στον κλάδο από 1.1.2018, αλλά και η ποιοτική αναβάθμιση που συντελέστηκε με την αύξηση των πολυτελών ξενοδοχειακών κλινών.
Όπως επισημαίνει η Τράπεζα της Ελλάδος, ο τουρισμός διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο στην αναπτυξιακή προσπάθεια της ελληνικής οικονομίας, δεδομένου ότι, πέραν του μεγέθους του, αποτελεί παράλληλα ένα δυναμικό κλάδο με ιδιαίτερα θετικές προοπτικές. Η συμμετοχή του στη διαμόρφωση του ΑΕΠ της χώρας είναι καθοριστική, τόσο άμεσα όσο και έμμεσα μέσω των διασυνδέσεών του με τους υπόλοιπους τομείς της οικονομίας.
Επομένως, η περαιτέρω ενίσχυσή του αποτελεί μονόδρομο, εφόσον η χώρα επιδιώκει να αξιοποιήσει αποτελεσματικότερα την υψηλή ελκυστικότητά της ως δημοφιλούς τουριστικού προορισμού, έτσι ώστε να καταστεί εφικτή η επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης.
Αυτό προϋποθέτει την υιοθέτηση δράσεων για τη βελτίωση του τουριστικού προϊόντος με στόχο την επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου, την ανάληψη επενδυτικών πρωτοβουλιών για την περαιτέρω ποιοτική αναβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών και τη διαφοροποίηση του τουριστικού προϊόντος πέρα από το παραδοσιακό μοντέλο “ήλιος και θάλασσα” με επέκταση και σε άλλες μορφές (π.χ. συνεδριακός, ιαματικός, θρησκευτικός, γαστρονομικός τουρισμός κ.ά.), μέσω των οποίων θα μπορούσαν να αναδειχθούν και άλλες περιφέρειες προσελκύοντας επισκέπτες.
Αν και οι χώρες προέλευσης επισκεπτών διευρύνθηκαν πέραν των κύριων αγορών την τελευταία δεκαετία, τα έσοδα από τις νέες αγορές, πέραν των παραδοσιακών, κινούνται σε σχετικά χαμηλά επίπεδα κατά μέσο όρο. Αυτό σημαίνει ότι απαιτούνται δράσεις αναφορικά με τις συγκεκριμένες χώρες, με στόχο την προσέλκυση περισσότερων ταξιδιωτών υψηλότερου εισοδήματος.
Αναμφίβολα, η αναβάθμιση των υποδομών και των προσφερόμενων υπηρεσιών, αλλά και η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας από πλευράς τιμών κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση. Τέλος, ως αποτέλεσμα των παραπάνω, το μερίδιο αγοράς της Ελλάδας στην αγορά της Μεσογείου δύναται να αυξηθεί περαιτέρω, ενισχύοντας την ισόρροπη περιφερειακή ανάπτυξη και τις προοπτικές δημιουργίας νέων θέσεων απασχόλησης.
ΠΗΓΗ: patris.gr