Το Δημοτικό Συμβούλιο Κυθήρων, μετά από σχετικές εισηγήσεις του Δημάρχου κ. Ευστρατίου Χαρχαλάκη, ενέκρινε την έναρξη των διαδικασιών αδελφοποίησης με τους Δήμους Αλίμου Αττικής, Κισάμου Χανίων και Σύμης Δωδεκανήσου. Οι σχετικές τελετές θα συναποφασιστούν από τους Δήμους μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων για την αποτροπή εξάπλωσης της πανδημίας του κορωνοϊού Covid19.
Άλιμος: Η «Κυθηρούπολη» της Αττικής
Οι σχέσεις των Κυθήρων με τον Άλιμο είναι άρρηκτα συνδεδεμένες ήδη από το 1950 και μετά, όπου οι Κυθήριοι αποτελούν ενεργά μέλη της τοπικής κοινωνίας και συμβάλουν σημαντικά στον πολιτισμό και την τοπική οικονομία. Η δραστηριότητα των Κυθηρίων στον Δήμο Αλίμου, είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την περιοχή και οι προσπάθειες αυτών για την ανάπτυξη της ευρύτερης περιοχής είναι αξιέπαινες, με αποκορύφωμα αυτών, τον περικαλλέστατο Ιερό Ναό της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας, που φέρει το όνομα της προστάτιδος και πολιούχου της νήσου των Κυθήρων, το Μουσικό Λύκειο Αλίμου καθώς και το κτήριο του Πνευματικού – Πολιτιστικού Κέντρου που βρίσκεται στο στάδιο της κατασκευής. Η ευρύτερη περιοχή «Κυθηρίων Αλίμου» ή «Κυθηρούπολη» έχει καταστεί εδώ και δεκαετίες ένα μοναδικό τοπόσημο για όλους τους Κυθηρίους της Αττικής, που είναι αρκετές χιλιάδες. Κορυφαία ετήσια εκδήλωση, μεταξύ των πολλών με κυθηραϊκό πρόσημο, που λαμβάνει χώρα στον Ι.Ν. Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας Αλίμου είναι η κοπή πίτας όλων των κυθηραϊκών σωματείων της Αττικής (8 συνολικά) που συγκεντρώνει πλήθος Κυθηρίων από την Αττική αλλά και από τα Κύθηρα αλλά και η ετήσια εορτή της Μυρτιδιώτισσας, στις 24 Σεπτεμβρίου.
Αντικύθηρα: η φυσική προέκταση της Κισσάμου
Ήδη από την αρχαιότητα, το νησί των Αντικυθήρων (αρχαία «Αίγιλα») αποτελούσε αποικία της αρχαίας κρητικής πόλης «Φαλάσαρνα» όπως έχει εξάλλου αποδειχθεί από τις ανασκαφές των τελευταίων 20 ετών στην αρχαία πόλη των Αντικυθήρων, όπου μεταξύ άλλων έχουν ανακαλυφθεί πολλά νομίσματα των Φαλασάρνων. Το νησί για σχεδόν 4 αιώνες ακολουθεί την μοίρα της Φαλάσαρνας και καταστρέφεται μαζί της το 69-67 π.Χ., κατά την εκστρατεία των Ρωμαίων ενάντια στην πειρατεία στην Μεσογειακή λεκάνη.
Η σύνδεση των Αντικυθήρων με την Κίσσαμο, δεν σταματά όμως στην αρχαιότητα, αλλά συνεχίζεται στο διάβα των αιώνων και φτάνει μέχρι τις ημέρες μας. Μετά από μακρά περίοδο ερήμωσης, τα Ενετοκρατούμενα τότε Αντικύθηρα κατοικούνται ξανά στα τέλη του 17ου αιώνα από Κρήτες της επαρχίας Κισσάμου. Στα τέλη του 17ου αιώνα πρέπει να τοποθετηθεί και η εύρεση στο νησί της εικόνας του Αγίου Μύρωνος από τους Κισσαμίτες κυνηγούς, γεγονός υψίστης ιστορικής σημασίας για τα Αντικύθηρα που στάθηκε ακόμα μία μεγάλη αφορμή για την επανακατοίκησή τους. Ο εποικισμός αυτός αυξάνεται ραγδαία την περίοδο 1770-1800 με αφορμή τα αντίποινα και τις διώξεις εκ μέρους των Τούρκων μετά την επανάσταση του Δασκαλογιάννη αφού τα Αντικύθηρα ήταν το κοντινότερο στη Δυτική Κρήτη μη τουρκοκρατούμενο ελληνικό έδαφος.
Ο εξόριστος από τους Άγγλους στα Αντικύθηρα Σταματέλος Πυλαρινός (εξορίστηκε στα Αντικύθηρα στις 6 Δεκεμβρίου 1851), Ιατρός από το Ληξούρι της Κεφαλλονιάς και Βουλευτής της Ενάτης Ιονίου Βουλής, ασχολήθηκε επισταμένα στο νησί με τα αρχαιολογικά κατάλοιπα και δεδομένα, κατέγραψε μάλιστα εξ ακοής και ορισμένα κρητικά τραγούδια που τότε φαίνεται πως τραγουδιόνταν στο νησί των Αντικυθήρων από τους ντόπιους, απόδειξη των άρρηκτων δεσμών του νησιού με την Κρήτη. Μερικά από αυτά (έντεκα) δημοσιεύτηκαν στο Εθνικόν Ημερολόγιον του Μαρίνου Π. Βρεττού το 1865 με τον τίτλο «Απάνθισμα Κρητικών ασμάτων αδομένων εις Αντικύθηρα», στις σελίδες 35-50. Μάλιστα ο Πυλαρινός αναφέρει ότι το «Ενδέκατον Άσμα» «εις τον Δασκαλογιάννην» του το υπαγόρευσε η ίδια η εγγονή του μεγάλου κρητικού ήρωα που ζούσε στο μικρό νησί.
Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και λόγω των συνεχών εξεγέρσεων των Κρητών κατά των Τούρκων, τα Αντικύθηρα συνεχίζουν να εποικίζονται μαζικά από Κρήτες. Οι επαναστάσεις – εξεγέρσεις του 1841 (Κίνημα του Χαιρέτη), του 1858 (Κίνημα του Μαυρογένη), του 1866-69 (οπότε και το νησί απετέλεσε καταφύγιο των πλοίων «Πανελλήνιον» και «Ένωσις» που τροφοδοτούσαν τους επαναστάτες της Κρήτης) και του 1877-78 σίγουρα ώθησαν πολλούς εξεγερμένους στην αναζήτηση ενός λιγότερο βολικού αλλά σίγουρα περισσότερο ελεύθερου βίου στα γειτονικά Αντικύθηρα, που την εποχή εκείνη ήταν το πλησιέστερο ελεύθερο τμήμα της Ελλάδας στη Δυτική Κρήτη.
Ωστόσο, το μεγάλο κύμα προσφύγων από την Κρήτη στα Αντικύθηρα ήρθε στα τέλη του 19ου αιώνα οπότε και η ένταση μεταξύ του ελληνικού και του τουρκικού στοιχείου είχε ενταθεί στη Μεγαλόνησο. Η επανάσταση του 1889 καταπνίγηκε στο αίμα από τους Τούρκους μόλις μέσα σε ένα οκτάμηνο, στις 11 Μαΐου 1896 οι Τούρκοι σφαγίασαν τον χριστιανικό πληθυσμό των Χανίων και το 1897-98 ξέσπασε η μεγάλη επανάσταση κατά των Τούρκων με αποτέλεσμα η Ελλάδα να αποστείλει στρατεύματα στην Κρήτη και τελικά να ξεσπάσει ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 που οδήγησε την Ελλάδα σε ήττα στο μέτωπο της Θεσσαλίας και σε απόσυρση οποιασδήποτε βοήθειας προς την Κρήτη και τον χριστιανικό της πληθυσμό. Η έκρυθμη αυτή κατάσταση οδήγησε πολλούς κατοίκους του Νομού Χανίων και κυρίως των περιοχών Κισσάμου και Σφακίων στα Αντικύθηρα.
Από αυτούς τους εποικισμούς προέρχονται καταγωγικά και οι περισσότεροι – σχεδόν όλοι – εκ των σημερινών Αντικυθηρίων. Από τη Δυτική Κρήτη και ιδιαίτερα την επαρχία Κισσάμου, άντλησαν και οι νεότεροι Αντικυθήριοι τις συνήθειες, τα ήθη και έθιμά τους, την ντοπιολαλιά και τη μουσική τους παράδοση, την αρχιτεκτονική και τον τρόπο ζωής τους, που ακόμα και σήμερα τους χαρακτηρίζουν.