Κάνει μόνιμη πείνα και εκεί που είστε εσείς ή μόνο στη δική μου περιοχή; Και πώς διαχειρίζεστε αυτό το ατελείωτο ‘γουργούρισμα’ στο στομάχι; Γιατί αν συνεχίσω να τρώω όπως τρώω τώρα, με βλέπω να πρέπει να αγοράσω όλα τα ρούχα, από την αρχή. Όχι ότι με ρώτησες, αλλά να σου πω ότι αυτός ήταν ο λόγος που είχα χάσει κιλά, το πάλαι ποτέ: είχα φτάσει στο σημείο που δεν ‘έμπαινα’ σε τίποτα. Έπρεπε λοιπόν, ή να αδυνατίσω ή να πάρω όλα τα ρούχα από την αρχή.
Επικράτησε η λογική. Είκοσι χρόνια μετά, είμαι στα ίδια κιλά. Και τύποι σαν τον Γιάννη Φιλέρη με ζηλεύουν που τρώω συνέχεια και δεν παχαίνω. Αυτό ωστόσο, φαίνεται πως θα αλλάξει στην εποχή του κορονοϊού, αφού δεν υπάρχει πια, αρχή, μέση και τέλος. Μόνο μια διαρκής ‘λούπα’
Για να αποφύγω τις περιπέτειες (δεν είμαι στη φάση που να μπορώ να ‘πείσω’ το μυαλό μου να τρώει συγκεκριμένα πράγματα -καθώς όπως ξέρεις, όλα είναι στο μυαλό), αποφάσισα να εμπιστευτώ την επιστήμη. Η Μερόπη Παπουτσή, διατροφολόγος Msc είχε την ευγενή καλοσύνη να δώσει μια χείρα βοηθείας.
Όχι ως προς το πώς δεν θα τρώω, αλλά το τι μπορώ να τρώω, ώστε να ικανοποιώ αυτό το ανικανοποίητο που νιώθω, δεδομένου ότι η κουζίνα βρίσκεται όλη μέρα κάποια -λίγα- βήματα μακριά μου.
Δεν ξέρω αν έχεις φτάσει σε αυτήν τη φάση -ακόμα-, αλλά μέσα σε τρία λεπτά έφαγα χθες πίκλα αγγούρι, τυρί (γραβιέρα), τοματίνια (η μεγαλύτερη ανακάλυψη, μετά το ψωμί σε φέτες), καπνιστό σολομό (είχε ξεμείνει ένα κομμάτι -να το πετάξω;) και Nutella. Αντιλαμβάνεσαι πως από τον κορονοϊό μπορεί να μην κινδυνεύω, αλλά δεν είναι και μέρες αυτές να πάθω τροφική δηλητηρίαση. Πού να μαγείρευα κι όλας;
Μερόπη, τη βοήθεια σου σε παρακαλώ.
“Συνήθως, όταν μιλάμε για συναισθηματική υπερφαγία (συμβαίνει όταν είμαστε στρεσαρισμένοι ή βαριόμαστε), δεν μας ενδιαφέρει το τι τρώμε, αλλά να ‘χει διάρκεια. Να μας απασχολεί και να μας ‘γεμίζει’ γευστικά. Άρα, δεν θέλουμε τα ουδέτερα -γευστικά- πράγματα. Προτιμούμε εκείνα που ‘χουν επίγευση, ώστε να μείνει στο στόμα και να μη ζητήσουμε αμέσως κάτι άλλο.
Όσοι δεν κινούνται μέσα στην ημέρα, είναι χρήσιμο να αυξήσουν τις ποσότητες φρούτων και λαχανικών που καταναλώνουν και να μειώσουν το άμυλο. Αυτήν την περίοδο, της καραντίνας, μπορεί να εξελιχθεί σε καταστροφή μας. Αν είναι δυνατόν, ας περιοριστεί από το μεσημέρι και μετά”.
Όπου ‘άμυλο’ είναι τα μακαρόνια, οι φρυγανιές, τα κριτσίνια, τα κράκερς κλπ. Η κουβέντα μας έγινε για το τσιμπολόγημα. Όχι τα γεύματα “που είναι χρήσιμο να μας ικανοποιούν. Δηλαδή, όταν τελειώνουμε να σηκωνόμαστε από το τραπέζι και να νιώθουμε καλά-γεμάτοι”.
Πώς λοιπόν, μπορούμε να νικήσουμε τον εαυτό μας όταν διαρκώς ‘ζητά’ κάτι; “Μια λύση είναι οι ξηροί καρποί. Η καλύτερη επιλογή, θερμιδικά, είναι τα ανάλατα αμύγδαλα, μόνο που δεν ικανοποιούν αυτό που είπαμε πρωτύτερα με την επίγευση. Ένα καλό κόλπο, λοιπόν είναι να αναμείξουμε ανάλατα με αλατισμένα αμύγδαλα, ώστε να είναι και λίγο αλμυρά”.
Εξυπακούεται πως δεν τρώμε ένα σακουλάκι. “Σε ό,τι αναφέρουμε σήμερα, σημασία πάντα έχει η ποσότητα. Εν προκειμένω, οι ξηροί καρποί καλό είναι να καταναλώνονται με μέτρο. Να τρώμε μια χούφτα. Μπορούμε να πάρουμε και πιο λιπαρούς (φουντούκι, καρύδι, κάσιους), αρκεί πάντα να είμαστε μετρημένοι”.
Αν τώρα, θες τη διάρκεια περισσότερο από τη γεύση “οι ηλιόσποροι και οι κολοκυθόσποροι είναι ιδανικοί. Σε αυτήν την περίπτωση, στη χούφτα χωρούν περισσότεροι, ενώ θέλουμε και περισσότερη ώρα να τους καταναλώσουμε”.
Μια ‘ξενέρωτη’ όπως είπε πρόταση, που ωστόσο ανήκει στις πιο καλές είναι αυτή με τα κομμένα αγγουράκια και καροτάκια “που καλό είναι να τα έχουμε ήδη έτοιμα (καθαρισμένα και κομμένα, στο ψυγείο), ώστε να φτιάξουμε ένα ντιπ να ‘χουμε να τα βουτήξουμε. Είναι επιλογή που καλύπτει την κίνηση, τη διάρκεια και μας ‘κρατάει’.
Μια πρόταση για ντιπ είναι “200 γραμμάρια γιαούρτι, μια σκελίδα σκόρδο, τα βάζουμε στο multi και μετά προσθέτουμε ένα κουταλάκι του γλυκού από οποιοδήποτε μπαχαρικό ή μυρωδικό μας αρέσει”. Το συνοδευτικό μπορεί να είναι γουακαμόλε -με το αβοκάντο να δίνει και κορεσμό και ευχαρίστηση.
Τα σπιτικά ποπ κορν είναι επίσης, ένας τρόπος να ανεβοκατεβάζεις το χέρι στο στόμα, να τρως κάτι και να είσαι ΟΚ. “Τα φτιάχνουμε με λίγο λάδι, αντί για βούτυρο, λίγο αλάτι και διάφορα μυρωδικά, για να γίνουν πιο ευχάριστα. Αν μας αρέσουν τα γλυκά, προσθέτουμε λίγη κανένα ή γλυκιά/καπνιστή πάπρικα. Αν μας αρέσουν τα αλμυρά, βάζουμε ρίγανη ή λίγο τριμμένο τυρί”.
Ο Σάκης Ρουβάς πόσταρε πρόσφατα, video στο οποίο έφτιαχνε σπιτικά τσιπς για τα παιδιά του. Ρώτησα τη Μερόπη πώς μπορώ να τα κάνω κι εγώ -ενδεχομένως με μεγαλύτερη επιτυχία (sorry Σάκη).
“Κόβουμε πατάτα και γλυκοπατάτα, με το εργαλείο που χρησιμοποιούμε για τα φασολάκια -ώστε να βγουν λεπτές φλούδες. Τα αλατίζουμε και τα αφήνουμε σε ένα σουρωτήρι, για να ‘βγουν’ τα υγρά. Μετά, τα απλώνουμε σε λαδόκολλα, βάζουμε ελάχιστο λάδι, ανακατεύουμε να πάει παντού και έπειτα τα βάζουμε στο φούρνο, για ένα τέταρτο”.
Της αποκάλυψα μια από τις ‘μαγείες’ μου -για την απενοχοποίηση της ιστορίας-, κατά την οποία για να μη φάω ένα βαζάκι μαρμελάδα -ή Nutella- με ψωμί και βούτυρο, βάζω μια κάποια ποσότητα σε δυο ρυζογκοφρέτες. Μου πρότεινε να το δοκιμάσω με ταχίνι ή μέλι ή φυστικοβούτυρο. Να ξέρεις πως το ‘κρατς’ της ρυζογκοφρέτας ικανοποιεί και το στόμα και το μυαλό.
“Είναι χρήσιμο να διαλέγουμε ρυζογκοφρέτες που είναι αρρωματισμένες, με κανέλα ή ρίγανη ή πάπρικα, ώστε να δίνουν μεγαλύτερη ευχαρίστηση. Μπορούμε να προσθέσουμε από πάνω και ένα ελαφρύ τυρί (κατίκι, ανθότυρο ή cream cheese light) και ένα κομμάτι γαλοπούλα” και είμαστε μια χαρά. “Αν τώρα, η ρυζογκοφρέτα δεν είναι αρρωματισμένη, μπορούμε να βάλουμε ρίγανη ή πιπέρι ή πάπρικα και να της δώσουμε γεύση”.
Αν έχετε παιδιά και θέλετε να περάσετε δημιουργικά την ώρα σας, προφανώς και δεν περιμένετε εμένα να σας πω τι θα κάνετε. Για να συνδυάσετε ωστόσο, τις ανάγκες μπορείτε να φτιάξετε μπισκότα με βρώμη, μέλι και ταχίνι. Αναμειγνύεται τα υλικά, πλάθετε κουλουράκια, τα βάζετε στο φούρνο για κανα τέταρτο και τελειώσατε. Για την τσαχπινιά “μπορείτε να βάλετε και λίγη ζάχαρη άχνη, από πάνω, πριν τα φάτε”.
Επιλογές που θα σε κρατήσουν -ώστε να μην επιστρέψεις στην κουζίνα σε διάστημα μικρότερο του τέταρτου- είναι “το γιαούρτι με λίγο μέλι και λίγα καρύδια, τα ασπράδια αυγού και η γαλοπούλα”.
Πάμε τώρα, και στους απανταχού αθλητές -γιατί τι έχει γίνει η Ελλάδα; Ένας απέραντος τόπος για τους wannabe δρομείς, που κάπου πρέπει να εκτονωθούν. “Όσο περισσότερο τρέχεις (προπονείσαι, γυμνάζεσαι) , τόσο περισσότερο θες να τρως. Είναι λογικό. Το γεύμα ωστόσο, μετά τη γυμναστική είναι το πιο καθοριστικό, ώστε να μη φάμε αλόγιστα αργότερα. Μόλις λοιπόν, τελειώσουμε την προπόνηση -πεινάμε, δεν πεινάμε- πρέπει να φάμε κάτι που να περιλαμβάνει πρωτεϊνη (πχ γιαούρτι) και μια μπανάνα, που είναι ιδανική για την αποκατάσταση των μυών -έχει κάλιο και μαγνήσιο. Μια άλλη επιλογή είναι το σπανάκι, σε ό,τι αφορά το κάλιο, ενώ μαγνήσιο υπάρχει σχεδόν σε όλα τα λαχανικά και από φρούτα, στο ακτινίδιο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν θα πέσουμε με τα μούτρα αργότερα, στο όποιο φαγητό. Τρώμε πριν αρχίσουμε να πεινάμε, γιατί αν περιμένουμε να φτάσουμε εκεί, μετά δεδομένα θα φάμε ανεξέλεγκτα”.
Ένα καλό διάστημα μεταξύ όσων καταναλώνουμε είναι οι 2 με τρεις ώρες. “Έτσι προλαμβάνουμε το τσιμπολόγημα”. Για το τέλος σου άφησα το πιο σημαντικό: “Το νερό είναι το πλέον απαραίτητο, μέσα στη μέρα, για να ‘κόψουμε’ τα περιττά τσιμπολογήματα. Η έλλειψη νερού αυξάνει την αίσθηση της πείνας. Νιώθουμε να πεινάμε, γιατί έχουμε αφυδατωθεί. Βοηθούν και τα αφεψήματα -χαμομήλι, τσάι, βαλεριάνα κλπ.”.