Άδειες πλατείες, άδειοι σταθμοί, καρδιά μου παγωμένη
Έρημη πόλη, λείπουνε όλοι, ούτε χαρά ούτε λύπη
Έρημη πόλη, λείπουνε όλοι, αφού η χαρά λείπει
Δώσ’ μου αγάπη να πιαστώ στην πόλη που πεθαίνει»
Πιο επίκαιρο από ποτέ μοιάζει να είναι το τραγούδι αυτό της Αναστασίας Μουτσάτσου και ας έχουν περάσει 26 χρόνια από όταν το έγραψε ο Νίκος Πορτοκάλογλου και εκείνη το ερμήνευσε μοναδικά το 1994.
Άνθρωποι κλειδαμπαρώθηκαν στα σπίτια τους και γύρισαν το κλειδί δυο και τρεις φορές ώστε να κρατήσουν έξω από αυτά τον κορονοϊό. Πλατείες, δρόμοι και στέκια που άλλοτε έσφυζαν από ζωή, πλέον είναι έρημα και τη θέση τους έχουν πάρει κατεβασμένα ρολά, λουκέτα και επιγραφές πως: «το κατάστημα θα παραμείνει κλειστό λόγω κορονοϊού». Όσο η ερημιά και ο φόβος εξαπλώνεται τόσο βρίσκει χώρο στις καρδιές να τρυπώσει η «παγωνιά».
Και όμως…
Μέσα σε αυτή την ερημιά που επικρατεί γύρω μας, υπάρχουν «κύτταρα» που αποδεικνύουν πως ακόμα υπάρχει ζωή εκεί έξω και πως σύντομα όλα θα επανέλθουν στο φυσιολογικό αρκεί να το πιστέψουμε, να προφυλαχθούμε και κυρίως να προσαρμοστούμε στη νέα πραγματικότητα που έχει φέρει μαζί του ο κορονοϊός.
Άνθρωποι που λίγο καιρό πριν τούς προσπερνούσαμε βιαστικά ή τους «ξεπετάγαμε» με μια γρήγορη καλημέρα γιατί έπρεπε να φύγουμε να πάμε σε εκείνο το ραντεβού στην άλλη άκρη της Αθήνας και δεν ξέραμε πόση κίνηση θα συναντούσαμε στην Εθνική οδό ή στην Κηφισίας. Τότε δεν είχαμε χρόνο για χάσιμο. Τώρα όμως αποζητούμε τη συζήτηση μαζί τους. Τώρα βρισκόμαστε σε καραντίνα…
Ποια είναι αυτά τα «κύτταρα»;
Είναι αυτοί οι άνθρωποι που βρίσκονται κλεισμένοι μέσα στο 1,70μ x 1,50μ κουτί τους, σε κάποιες περιπτώσεις, όλη μέρα και όλη νύχτα. Ναι, αναφέρομαι στους περιπτεράδες.
Ο πεσμένος τζίρος προκαλεί πονοκέφαλο και φέρνει λουκέτα
Η απαγόρευση κυκλοφορίας που επιβλήθηκε στην Ελλάδα ήρθε ως μέτρο προφύλαξης και από τον ιό αλλά και από εκείνους τους λίγους ξεροκέφαλους που γυρνώντας επιδεικτικά την πλάτη στις λέξεις «ατομική ευθύνη» κυκλοφορούσαν στους δρόμους και δήλωναν στις τηλεοπτικές κάμερες πως: «εγώ δεν φοβάμαι τον κορονοϊό». Εντάξει κυρία μου, εσείς δεν τον φοβάστε. Εγώ, οι γονείς μου, οι φίλοι μου, οι ηλικιωμένοι και τα μωρά που έχω στον περίγυρο μου, τι σας φταίνε; Αν είστε εσείς φορέας και μου το μεταδώσετε και μετά εγώ με τη σειρά μου σε εκείνους; Το έχετε σκεφτεί; Προφανώς και όχι…
«Να συμπεριφέρεστε σα να έχετε τον ιό και δεν θέλετε να τον μεταδώσετε» είπε ο κ. Τσιόδρας και έχει δίκιο. Πώς να χωρέσεις όμως αυτές τις 13 λεξούλες στο μυαλό ορισμένων; Ήρθε λοιπόν η απαγόρευση δια νόμου και ησύχασαν.
Φυσικά, τα μέτρα ακολουθώ αυστηρά και εγώ. Μια φορά την εβδομάδα όμως θα βγω ώστε να προμηθευτώ τα απαραίτητα από το σούπερ μάρκετ και περνάω και από το περίπτερο της παρακάτω γειτονιάς, καθώς αυτό που βρίσκεται κάτω από το σπίτι μου πλέον έχει κλείσει λόγω του κορονοϊού.
Λίγες μέρες λοιπόν, πριν κατεβάσει ρολά, ο Αλέξανδρος, ο ιδιοκτήτης του περιπτέρου, μού το είχε πει: «Δύσκολα τα πράγματα Σοφία. Έπεσε ο τζίρος κατακόρυφα. Δεν αξίζει να το κρατάω ανοιχτό και να φοβάμαι και από πάνω μην κολλήσω. Θα κάτσω σπίτι με τη μάνα μου και βλέπουμε». Και ένα πρωί απλά δεν άνοιξε λόγω κορονοϊού…
Φυσικά δεν είναι ο μόνος που πήρε αυτή τη δύσκολη απόφαση. Χαρακτηριστικό της κατάστασης που επικρατεί είναι πως από τα 1.200 περίπτερα που υπάρχουν στην αγαπημένη Θεσσσαλονίκη λειτουργούν μόνο τα 350. «Ο κλάδος είναι ανοιχτός, αλλά αφού ο κόσμος δεν μετακινείται, δεν γίνεται τζίρος και οι περισσότεροι έχουν κλείσει αυτοβούλως τα καταστήματά τους», επεσήμανε σε πρόσφατη συνέντευξη στου Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων ο πρόεδρος της Ένωσης Καπνοπωλών, Ψιλικών και Ενοικιαστών Περιπτέρων Μακεδονίας, Κώστας Ιακώβου.
Πού οφείλεται η μειωμένη κίνηση στα περίπτερα
Τι γίνεται όμως με εκείνα τα περίπτερα που έχουν μείνει ανοιχτά; Θα σας περιγράψω την κατάσταση που επικρατεί στην δική μου περιοχή. Σε μια περιοχή του κέντρου, πυκνοκατοικημένη η οποία ακόμα κρατά την έννοια της γειτονιάς όπως τη βλέπουμε στις παλιές ελληνικές ταινίες.
«Ο τζίρος μας έχει πέσει σχεδόν στο μισό. Μου το λένε και άλλοι. Αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση δεν αποκλείεται να αναγκαστούμε να κλείσουμε και εμείς» μου λέει η κ. Μαρία προστατευμένη πίσω από το τζάμι ασφαλείας ενώ βάζει στη σακούλα τα αντισηπτικά μαντιλάκια, τα περιοδικά και τα απαραίτητα καπνικά είδη της εβδομάδας που αγόρασα.
Η απορία που μου δημιουργείται, εύλογη… «Νόμιζα πως εσείς δεν θα επηρεαζόσασταν τόσο από τα περιοριστικά μέτρα, πως είχατε αυτό που λέμε “στάνταρ πελατεία”. Τι συνέβη;». Τελικά η απάντηση ήταν μπροστά στα μάτια μου και πίσω από την πλάτη μου, συγκεκριμένα στα πίσω καθίσματα του αυτοκινήτου μου που ήταν κατειλημμένα από τσάντες του σούπερ μάρκετ…
«Όταν ανακοινώθηκε η απαγόρευση κυκλοφορίας και τα περιοριστικά μέτρα ο κόσμος πανικοβλήθηκε. Έβγαινε έξω να πάρει προμήθειες. Όλο και κάτι θυμόντουσαν. Ναι, εκείνες τις πρώτες μέρες λόγω του πανικού είχαμε αυξημένη πελατεία. Τώρα όμως έχει πέσει και έχει σταθεροποιηθεί και είναι λογικό αφού ο κόσμος πλέον πηγαίνει σούπερ μάρκετ για να πάρει τα προϊόντα που για εμάς έχουν μεγαλύτερο κέρδος. Σε μένα θα έρθουν να πάρουν σοκολάτες και αναψυκτικά; Θα τα πάρουν από τα σούπερ μάρκετ. Αυτά έχουν μεγαλύτερο κέρδος για μας και πλέον “φεύγουν” με το σταγονόμετρο», μου λέει.
Το τέλος μιας… ψυχοθεραπευτικής συζήτησης
Δεν μπορώ να μην ρωτήσω την κ. Μαρία τι γίνεται με τις πωλήσεις των εφημερίδων και περιοδικών. Η απάντηση της αποκαρδιωτική για τον κλάδο… «Οι εφημερίδες γυρνάνε πίσω άθικτες… Πακεταρισμένες όπως ήρθαν. Στα περιοδικά κάτι… κινείται αλλά μη φανταστείς τίποτα ιδιαίτερο. Αυτά που πουλάμε σαν “τρελά” αυτές τις μέρες είναι τα περιοδικά με τα σταυρόλεξα. Τι να κάνει ο κόσμος; Κάπως πρέπει να περάσει τις ώρες του», με ενημερώνει.
Η συζήτηση μας φτάνει στο τέλος της καθώς παρατηρώ ότι σε απόσταση δυο μέτρων περιμένει κι άλλος πελάτης να εξυπηρετηθεί και εγώ μονοπώλησα την κ. Μαρία. Με χαμόγελο μου δίνει την τσάντα με τα πράγματα και από τα χέρια της δεν λείπουν φυσικά τα απαραίτητα γάντια.
«Παίρνεις τα μέτρα σου βλέπω…» της λέω. «Όσο μπορώ ναι. Γι’ αυτό έβαλα και το τζάμι. Αν κατεβάσουν ρολά και τα περίπτερα, τι θα γίνει; Θα ερημώσουν τα πάντα. Έχουμε χρέος να παραμείνουμε ανοιχτοί για όσο αντέξουμε. Κάπου διάβασα ότι εμείς οι περιπτεράδες είμαστε ένα είδος ψυχοθεραπείας. Και έχει δίκιο. Έρχεται ο κόσμος, ψωνίζει, λέει μια κουβέντα και ξεχνιέται από όλη αυτή τη κατάσταση…» μου λέει χαμογελώντας παιχνιδιάρικα και με κάνει και μένα να χαμογελάσω.
Δίκιο έχει. Εξάλλου και εγώ το ίδιο έκανα…