Στις 28 Οκτωβρίου 1940, οι Ευέλπιδες της ΙΙΙης τάξεως ονομάσθηκαν, σύμφωνα με τον οργανισμό της Σχολής, ανθυπολοχαγοί και έφυγαν όλοι για το μέτωπο. Οι Ευέλπιδες της ΙΙας τάξεως ονομάσθηκαν ανθυπασπιστές και τοποθετήθηκαν στα έμπεδα εκπαιδεύσεως. Στους 300 Ευέλπιδες της Ιης τάξεως (τότε η Σχολή είχε τρεις τάξεις) που μόλις πριν ένα μήνα είχαν παρουσιαστεί στη Σχολή, δόθηκε αόριστη άδεια, που ανακλήθηκε όμως στις 20 Νοεμβρίου και οι πρωτοετείς μαθητές επέστρεψαν στη Σχολή.
Η εισβολή των Γερμανών, στις 6 Απριλίου 1941, βρίσκει τους Ευέλπιδες της Ιης τάξης εκπαιδευόμενους εντατικά. Μέσα στη σύγχυση που επικρατούσε από την κατάρρευση του μετώπου και την προέλαση των Γερμανών, η Σχολή έχει ξεχαστεί και στερείται διαταγών. Οι Ευέλπιδες ζητούν να συγκροτήσουν ένα λόχο και να σταλούν στις Θερμοπύλες όπου μάχονται οι Βρετανοί, αλλά το αίτημα τους δεν εγκρίνεται. Άλλωστε οι Σύμμαχοι υποχωρούν και από εκεί.
Στις 23 Απριλίου ο διοικητής της Σχολής συγκεντρώνει τους μαθητές και τους ανακοινώνει τη δυσμενή τροπή του πολέμου, καθώς και την επικείμενη είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα. Τους ανακοινώνει επίσης ότι η πρόθεση της Ανωτέρας Στρατιωτικής Διοίκησης Αθηνών (ΑΣΔΑ) είναι να χρησιμοποιηθεί η Σχολή για την τήρηση της τάξης στην Αθήνα και τους θέτει το ερώτημα: «Εάν σας διατάξω να εξέλθετε στην πόλη επειδή δεν υπάρχουν άλλα τμήματα για να επιβάλετε την τάξη σε περίπτωση που αυτή διασαλευθεί, θα το πράξετε;».
Η απάντηση των Ευελπίδων ήταν ένα βροντερό ΟΧΙ και κατόπιν τούτου ο διοικητής διέταξε την προφυλάκιση μερικών από τους αρχαιότερους που θεώρησε ως πρωταίτιους. Η διαταγή όμως του διοικητού όχι μόνο δεν εκτελείται, αλλά οι Ευέλπιδες αποφασίζουν ομόφωνα να φύγουν για την Κρήτη. Ο διοικητής της ΑΣΔΑ, που πληροφορείται τα γεγονότα, στέλνει στη Σχολή τον επιτελάρχη του για να πείσει τους νεαρούς Ευέλπιδες να εκτελέσουν τη διαταγή της ΑΣΔΑ και να ματαιώσουν τη μετάβαση τους στην Κρήτη.
Ο επιτελάρχης, συνταγματάρχης Πετζόπουλος, συγκεντρώνει τους Ευέλπιδες παρουσία και του αξιωματικού υπηρεσίας και προσπαθεί να τους μεταπείσει. Ο επιτελάρχης προσπαθεί να τους εξηγήσει ότι θα ήταν αδύνατο να περάσουν τη θάλασσα όπου η κυριαρχία των Γερμανών είναι απόλυτη και να φθάσουν στην Κρήτη ζωντανοί. Μάταιος κόπος. Οι Ευέλπιδες είναι αμετάπειστοι. Τότε ο επιτελάρχης ζητά από τον αξιωματικό υπηρεσίας να επικοινωνήσει τηλεφωνικώς με τον διοικητή της ΑΣΔΑ, ο οποίος επαναλαμβάνει στον αξιωματικό την εντολή να εφαρμοσθεί η διαταγή του.
«Στρατηγέ, ουδείς δύναται να διατάξει τη Σχολή Ευελπίδων να παραμείνει στην Αθήνα», απαντά ο αξιωματικός, που είχε σαφή αντίληψη της κατάστασης που επικρατούσε. Ο επιτελάρχης που παρακολουθούσε τη συζήτηση παίρνει το ακουστικό και αναφέρει στον διοικητή της ΑΣΔΑ: «Είναι αδύνατο να καταπνίξει κανείς την εκδήλωση πατριωτισμού αυτών των παιδιών, διότι περί αυτού πρόκειται και όχι περί απειθαρχίας, όπως μας ανέφεραν». Και γυρίζοντας στους Ευέλπιδες, τους ευχήθηκε με δάκρυα στα μάτια «Καλή τύχη».
Οι νεοσσοί της Ιης τάξεως έχουν αποφασίσει να συνεχίσουν τον πόλεμο και η απόφαση τους αυτή παίρνει τη μορφή στάσης. Το ίδιο βράδυ ομάδες ενόπλων Ευελπίδων βγαίνουν στους δρόμους και επιτάσσουν όποιο αυτοκίνητο βρίσκουν. Συγκεντρώνουν έτσι 20 αυτοκίνητα – τότε η Αθήνα είχε ελάχιστα – που όμως δεν είναι αρκετά. Τότε τηλεφωνούν στον Ερυθρό Σταυρό να σταλούν στη Σχολή όλα τα διαθέσιμα αυτοκίνητα για τη μεταφορά στα νοσοκομεία μαθητών που είχαν -δήθεν- πάθει ομαδική δηλητηρίαση.
Όταν τα αυτοκίνητα φθάνουν, επιτάσσουν ακόμα επτά που χρειάζονται και αφού παραλαμβάνουν τη σημαία της Σχολής και τον οπλισμό τους, ξεκινούν τη νύχτα της 24ης Απριλίου για την Πελοπόννησο, πλαισιωμένοι και από όσους από τους αξιωματικούς τους θέλησαν να πάνε στην Κρήτη μαζί τους.
Το Ταξίδι προς την Κρήτη
Η πορεία της φάλαγγας είναι δύσκολη. Οι οδηγοί, που επιστρατεύθηκαν βιαίως, μεταχειρίζονται κάθε μέσο για να ματαιώσουν το ταξίδι και μόνο η απειλή των Ευελπίδων ότι θα κάψουν όποιο αυτοκίνητο σταματήσει και θα πάρουν τον οδηγό του στην Κρήτη, τους αναγκάζει να συνεχίσουν την πορεία. Στην περιοχή Χιλιομοδίου – Νεμέας η φάλαγγα προσβάλλεται από τη γερμανική αεροπορία, ευτυχώς χωρίς απώλειες.
Ένοπλα τμήματα των στρατιωτικών διοικήσεων Σπάρτης και Τριπόλεως επιχειρούν να σταματήσουν τους «στασιαστές», τελικά όμως οι Ευέλπιδες καταφέρνουν να περάσουν, άλλοτε με επικλήσεις πατριωτισμού και άλλοτε με την απειλή ότι θα ανοίξουν τον δρόμο δια των όπλων. Μέσα σ’ όλα αυτά δέχονται και άλλες γερμανικές επιθέσεις από αέρος, ευτυχώς και πάλι χωρίς απώλειες.
Το απόγευμα της 26ης Απριλίου η φάλαγγα φθάνει στην Τάραψα του Γυθείου. Οι κάτοικοι, που από τα κίτρινα σήματα των στολών (χακί στολές υπηρεσίας) καταλαβαίνουν ότι είναι οι μαθητές της Σχολής Ευελπίδων, βγαίνουν στους δρόμους και προσφέρουν ό,τι μπορούν ο’ αυτά τα παιδιά που δεν εννοούν να το βάλουν κάτω. Εκεί επιβιβάζονται σε δύο βενζινόπλοια και την ίδια νύχτα ξεκινούν για την Κρήτη.
Η τρικυμία και οι αεροπορικές επιθέσεις τους αναγκάζουν να σταματήσουν στα Κύθηρα, τελικά όμως φθάνουν στις 29 Απριλίου στο Κολυμβάρι και στρατοπεδεύουν στο μοναστήρι της Παναγίας Οδηγήτριας Γωνιάς. Στην Κρήτη τοποθετείται διοικητής ο αντισυνταγματάρχης Π. Κίτσος και συνεχίζεται η εντατική εκπαίδευση των πρωτοετών μαθητών, με σκοπό να ολοκληρωθεί για να μπορέσουν οι Ευέλπιδες να στελεχώσουν ως αξιωματικοί τις συγκροτούμενες μονάδες.
Στις 19 Μαΐου η εκπαίδευση τελειώνει και οι Ευέλπιδες παραδίνουν τον οπλισμό τους, διότι την επομένη πρόκειται να φύγουν για τις μονάδες στις οποίες έχουν τοποθετηθεί, αλλά δεν θα προλάβουν. Η μοίρα θέλει να πολεμήσει η Σχολή σαν κανονική τακτική μονάδα.
Το Βάπτισμα του Πυρός
Το πρωί της 20ής Μαΐου ο ουρανός γεμίζει από τους αλεξιπτωτιστές που τα βαριά Γιούνγκερς αδειάζουν πάνω από την Κρήτη. Όλοι τρέχουν να ξαναπαραλάβουν τον οπλισμό τους και εκείνη την ώρα τον καθαρίζουν από το γράσο που είχαν βάλει για να τον αποθηκεύσουν.
Έτσι η Σχολή -που βρίσκεται στο Κολυμπάρι κοντά στη Μονή Γωνιάς Κισάμου – παρατάσσεται για μάχη και παίρνει το βάπτισμα του πυρός με την εξής δύναμη και οπλισμό:
-17 Αξιωματικοί
-300 Ευέλπιδες οργανωμένοι σε δύο λόχους
-20 οπλίτες του λόχου διοικήσεως
-320 τυφέκια Μάουζερ υποδείγματος 1870
-11 πολυβόλα Σεντ Ετιέν
-5 οπλοπολυβόλα
-60-80 φυσίγγια κατά τυφέκιο και 150 κατά οπλοπολυβόλο
-200 χειροβομβίδες
Εναντίον της Σχολής κινείται ένα τμήμα του Συντάγματος Εφόδου Αλεξιπτωτιστών. Ολόκληρη την ημέρα διεξάγεται σκληρή μάχη. Από τα 5 οπλοπολυβόλα λειτουργεί μόνο το ένα, αλλά ο αγώνας συνεχίζεται και πολλές φορές φθάνει σε πάλη σώματος προς σώμα. Ο Εύελπις Κωστόπουλος Πέτρος κυριεύει μια Χιτλερική σημαία σκοτώνοντας τέσσερις αλεξιπτωτιστές που θέλησαν να την υπερασπίσουν. Αργότερα, οι Γερμανοί θα τον εκτελέσουν στη Μυτιλήνη, το 1942, όταν συνελήφθη στην προσπάθεια του να διαφύγει στη Μ. Ανατολή μέσω Τουρκίας.
Στο καμπαναριό του μοναστηριού κυματίζει περήφανα η σημαία της Σχολής που προκαλεί τα πυρά των αλεξιπτωτιστών και της αεροπορίας. Δύο Ευέλπιδες διατάσσονται να τη διασώσουν και αυτοί ανεβαίνουν μέσα σε καταιγισμό σφαιρών στο καμπαναριό, τη διπλώνουν και την αποθέτουν ευλαβικά στην Αγία Τράπεζα της εκκλησίας. Ο ένας (Νικ. Ιατρούλης) θα σκοτωθεί λίγο αργότερα την ίδια μέρα. Η σημαία θα διαφυλαχθεί από τους μοναχούς και θα επιστραφεί στη Σχολή μετά τον πόλεμο, για να τιμηθεί με το Αριστείο Ανδρείας και τον Πολεμικό Σταυρό.
Μέχρι το βράδυ οι Ευέλπιδες έχουν σχεδόν περικυκλωθεί, κατορθώνουν όμως να διατηρήσουν τα υψώματα ΒΔ. του μοναστηριού. Το τίμημα της πρώτης μέρας είναι 5 νεκροί και αρκετοί τραυματίες, αλλά τα πυρομαχικά τελειώνουν. Απομένουν 10-20 φυσίγγια κατά τυφέκιο και όλα τα αυτόματα όπλα έχουν αχρηστευθεί. Κατόπιν τούτου ο διοικητής αποφασίζει να συμπτυχθεί προς Νότον. Η σύμπτυξη αρχίζει στις 20:00 με οδηγούς άνδρες της Χωροφυλακής και κατοίκους της περιοχής, που γνώριζαν τέλεια τον τόπο, και καταφέρνουν να περάσουν με απόλυτη τάξη ολόκληρη τη Σχολή μέσα από τις Γερμανικές γραμμές.
Αν οι Βρετανοί είχαν χρησιμοποιήσει τη Χωροφυλακή και τον πληθυσμό ίσως η Μάχη της Κρήτης να εξελισσόταν διαφορετικά. Μετά τη γενικότερη δυσμενή τροπή της μάχης, όπου άλλοι 5 Ευέλπιδες έπεσαν, η Σχολή κινείται προς τα Λευκά Όρη στην προσπάθεια της να φθάσει στις ακτές για να μεταφερθεί στη Μ. Ανατολή. Πριν, όμως, από τα Σφακιά ο διοικητής συγκεντρώνει τους Ευέλπιδες και τους ανακοινώνει ότι σύμφωνα με διαταγή της κυβέρνησης, η Σχολή διαλύεται, διότι δεν υπάρχει μέσο και καμιά δυνατότητα μεταφοράς στην Αίγυπτο. Συγκινημένος τελειώνει με τη φράση: «Με τη βοήθεια του Θεού, ο καθένας ας φροντίσει πλέον για τον εαυτό του».
Μετά τη Μάχη
Η Κρητική εποποιία τελείωσε για τη Σχολή. Όχι όμως και για τους αποφοίτους της όλων των τάξεων. Εξακολούθησαν τον αγώνα στο Ελ Αλαμέιν, στο Ρίμινι, στα Ελληνικά βουνά, στα νησιά του Αιγαίου πελάγους και στις πόλεις στις αντιστασιακές οργανώσεις. Και τότε όπως θα κάνουν και στο μέλλον. Η παράτολμη και πρωτοφανής ενέργεια των 300 Ευελπίδων ξεπέρασε τα Ελληνικά σύνορα και είχε παγκόσμια απήχηση.
To BBC στις 30 Απριλίου 1941 μετέδωσε: «Τους μαχητάς της Κρήτης ήλθαν να ενισχύσουν και 300 Ευέλπιδες με τους αξιωματικούς των, οι οποίοι μετά ένδοξον μέσω Πελοποννήσου και εις πείσμα των Γερμανών, οι οποίοι επεδίωξαν χωρίς να το επιτύχουν την καταστροφήν των, κατέχουν από σήμερον θέσιν εις τας επάλξεις του φρουρίου Κρήτη».
Ο ραδιοφωνικός σταθμός της Μόσχας στις 2 Μαΐου 1941 μετέδωσε: «Η ψυχή των ηρώων της αρχαίας Ελλάδας δεν έλειψε από τους σύγχρονους Έλληνες. Μετά την Αλβανία, στην Κρήτη θα πολεμήσουν αποφασιστικά και αν ο Χίτλερ τολμήσει να κτυπήσει εκεί τριακόσιοι Ευέλπιδες πέρασαν από την Ελλάδα στην Κρήτη με την απόφαση να θυσιαστούν αλλά να μην αφήσουν να περάσει ο εχθρός στη στερνή ελεύθερη γη».