Έγερνε ο ρήγας τ’ ουρανού αιματοστάλαχτος στην αγκαλιά της ερωμένης του Δύσης, κουρασμένος από το πολύωρο ταξίδι του, να ξεκουραστεί, λούζοντας με τις τελευταίες χρυσοκόκκινες ακτίνες του τη φιλενάδα του Γη.
Εγώ, καθισμένος πάνω σ’ ένα αλμυροφαγωμένο βράχο, σε μια μικρή κι απάνεμη παραλία της «Αρχόντισσας», όπως εγώ την αποκαλώ την Κίσαμο, δεν χόρταινα να αγναντεύω έκθαμβος, απολαμβάνοντας τις μύριες ομορφιές γύρω μου, νιώθοντας ψυχική ανάταση κι ευφορία. Ήταν χαρά Θεού!
Δύο τρία ζευγάρια κατάλευκων γλάρων πετούσαν ξέγνοιαστα, σχίζοντας ακατάπαυστα τα γαλανά αιθέρια προς κάθε κατεύθυνση και ορμώντας κάποτε στην θάλασσα σχημάτιζαν μια εικόνα απαράμιλλης ομορφιάς. Πέρα μακριά στην κορυφή του πελώριου βράχου, που δεσπόζει στο ακρωτήριο Σπάθα, σαν άγρυπνος φύλακας έμοιαζε, έτοιμος να υπερασπιστεί την τιμή και την αξιοπρέπεια της «Αρχόντισσας» από τους όποιους επίδοξους εχθρούς. Δυο μικρά συννεφάκια, λες και ήταν πλεγμένα από βαμβάκι, φάνταζαν θα έλεγε ο ποιητής σαν λευκόφτεροι άγγελοι, που ξεχάστηκαν κι απόμειναν εκεί απολαμβάνοντας τις απερίγραπτες ομορφιές της περιοχής. Κάποια στιγμή, η ματιά μου έπεσε πάνω σε μια μικρή βαρκούλα, πέρα μακριά στο βάθος του σταχτιού ορίζοντα, που έμοιαζε σαν ξέχωρο στολίδι πάνω στο απέραντο χαλί της θάλασσας, κεντημένο από πιτίδια χέρια κάποιας μυθικής κεντήστρας, που θωρώντας το μου μάγεψε την ψυχή. Τα αλμυροστάλακτα αλμυρίκια και τα λογής – λογής άλλα δεντράκια που ήταν γύρω μου, κουνώντας τα μικρά κλαράκια τους στ’ ανάλαφρο φύσημα της δροσερής αύρας, έμοιαζαν σαν να με χαιρετούσαν ενώ τα πουλιά πετούσαν από κλαδί σε κλαδί τιτιβίζοντας ασταμάτητα, ψάχνοντας μάλλον να βρουν το καταλληλότερο μέρος να κουρνιάσουν ώστε να περάσουν την ερχόμενη νύχτα, ενώ οι ελάχιστοι εναπομείναντες λουόμενοι, ο ένας κατόπιν του άλλου, έφευγαν, ώσπου κάποια στιγμή η πανέμορφη κείνη παραλία απόμεινε έρημη κι ορφανή!
Πόσες ώρες καθόμουνα σε κείνη την απόμερη μαγευτική γωνιά ευχαριστώντας τον Μεγαλοδύναμο για τα δώρα που μου χάρισε, δεν θυμάμαι, ενώ ο δροσερός μπάτης μου ανακάτωνε συνέχεια τα μαλλιά, χαρίζοντάς μου την υπέροχη συντροφιά του. Τέλος, ο ρήγας τ’ ουρανού ακουμπώντας πάνω στην κορυφή του δυτικού βουνού, πριν κρυφτεί στην ορθάνοιχτη αγκαλιά της ερωμένης του, έμοιαζε – έτσι τον είδαν τα μάτια της ψυχής μου – σαν μια χρυσοκόκκινη πεταλούδα που ανάλαφρα ακούμπαγε πάνω στα φύλλα κάποιου πολύχρωμου δροσερού λουλουδιού. Ήταν υπέροχες εκείνες οι στιγμές που ζούσα!
Κι ενώ ο βασιλιάς τ’ ουρανού ξεκουραζότανε στην αγκαλιά της ροδοκόκκινης Δύσης, η σκιά του βουνού, ανάρια – ανάρια, απλωνότανε ανάλαφρη κι αθόρυβη πάνω στην «Αρχόντισσα» ενώ οι διάσπαρτες μικρές και μεγάλες βαρκούλες στο μικρό κείνο λιμανάκι φάνταζαν σαν χορεύτριες κάποιας ανατολίτικης χώρας που χόρευαν με απίστευτη χάρη κι ομορφιά στο ρυθμό της δροσερής και ανάλαφρης αύρας. Η απόκοσμη εκείνη σιγαλιά που απλώθηκε γύρω μου και η συνεχείς εναλλασσόμενες εικόνες της μητέρας φύσης με καθήλωσαν για πολύ ώρα ακόμα πάνω στο μικρό βράχο, απίστευτα χαρούμενο, ενώ από την σκέψη μου σαν αστραπές έρχονταν, λαμπίριζαν κι αμέσως χάνονταν, μύριες άλλες, πονεμένες όμως εικόνες, που έζησα στο διάβα της τυραννισμένη μου ζωής.
Από κείνες της σκέψεις μου μ’ έβγαλε η διαπεραστική φωνή του παλιατζή, κάνοντας ίσως το τελευταίο του σεργιάνι για κείνη τη μέρα στα σοκάκια της πολιτείας, φωνάζοντας όμορφα και ρυθμικά:
«Όλα τα παλιά μαζεύει, όλα τα σπίτια καταρίζει όλες τις αυλές καταρίζει…» ενώ η λάμψη της όμορφης εκείνης μέρας έσβηνε ανάρια – ανάρια κάτω από το γκριζωπό σεντόνι του σούρουπου!
Τέλος, όταν αποφάσισα να εγκαταλείψω πια την υπέροχη κι αναπαυτική «πολυθρόνα» του βράχου, η μάγισσα νύχτα άπλωνε με την απαράμιλλη τέχνη της το κατάμαυρο πέπλο της πάνω από την πολιτεία, ενώ το φως από τις ηλεκτρικές λάμπες της, κουρνιασμένες πάνω στις διάφορες κολώνες της, λαμπιρίζοντας, έμοιαζαν σαν τα πολύχρωμα στολίδια και τα χρυσά κολιέ κάποιας αρχόντισσας μιας περασμένης εποχής, δίνοντας μια πεντάμορφη εικόνα στην «Αρχόντισσα» της Μεγαλονήσου. Τέλος έφυγα από κείνη την φιλόξενη γωνιά και σε όλη τη διαδρομή έλεγα με κάποιο πικρό παράπονο… σε ποιόν;
Γιατί τόσες σπάνιες, απείρου κάλλους παραλίες της Δυτικής Κρήτης, πολλές απ’ αυτές μοναδικής ομορφιάς ανά την υφήλιο, δεν προβάλλονται όσο θα έπρεπε να προβληθούν από όλα τα Μ.Μ.Ε. αλλά και από πολλούς άλλους φορείς, ώστε να τις μάθει ο κόσμος, απαιτώντας συγχρόνως από τις αρμόδιες αρχές την βελτίωση των όποιον υποδομών τους όπως είναι το οδικό δίκτυο, χαιρετίζοντας βέβαια την αναγγελία της κατασκευής καινούργιου δρόμου Πλάτανος – Σφηνάρι, που αν γίνει αυτό, πολλοί θα είναι εκείνοι που θα προγραμματίζουν να περάσουν τις όποιες διακοπές τους απολαμβάνοντας τις ομορφιές τους και τις κρυστάλλινες θάλασσες που διαθέτουν.
Ποιος δεν θα ήθελε να επισπευτεί το ξωτικό σε ομορφιά Λαφονήσι, τον μαγευτικό Μπάλο με τα κρυστάλλινα νερά του, τα Φαλάσαρνα με τις απέραντες αμμουδιές και τις πεντακάθαρες ακρογιαλιές;
Με αυτές και με άλλες παρόμοιες σκέψεις έφθασα στο σπίτι μου, στη γωνία της μοναξιάς μου, στο ησυχαστήριο όπως το λέω, στο πεντάμορφο χωριό της παγκοσμίως γνωστής αρχαίας Πολυρρήνιας, κατενθουσιασμένος. Πριν ανοίξω την πόρτα του σπιτιού μου έριξα μια ύστερη ματιά γύρω μου όμως το θλιβερό κλάμα της αιώνιας θλιμμένης κουκουβάγιας με σταμάτησε για να την αφουγκραστώ, δεν ξέρω γιατί, ενώ ο ουρανός ήταν πια γιομάτος με περίλαμπρα, που τρεμόσβηναν, άστρα.
«Ω Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ…» είπα για δεύτερη φορά, «… για τα δώρα σου!»
Τέλος, ευχαριστημένος, πήρα την αγαπημένη μου πένα κι άρχισα να γράφω τούτες τις αράδες που διαβάζετε εσείς αγαπητοί μου αναγνώστες, ενώ η πιστή φιλενάδα μου από τα παιδικά μου κιόλας χρόνια, η μοναξιά, θάρρευα πως τριγυρνούσε γύρω μου και πως με πικρό παράπονο μου ψιθύριζε:
«Απόστασα να σε θωρώ… ξημέρωσε πια… κοιμήσου τώρα ποιητή!
Δημήτρης Κ. Τυραϊδής
Συγγραφέας – ποιητής, μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών, μέλος των Πνευματικών Δημιουργών νομού Χανίων και άλλων πολλών πολιτιστικών συλλόγων