Κείμενο του βουλευτή ΝΔ Χανίων, Μανούσου Βολουδάκη στο thepresident.gr, για τα ελληνοτουρκικά και τη στάση που πρέπει να κρατήσει η Ελλάδα στις προκλήσεις:
«Παρά τις προκλητικές διακηρύξεις της Άγκυρας, οι κάβοι του Ορούτς Ρέις έμειναν γερά δεμένοι στο λιμάνι της Αττάλειας. Τις ίδιες ώρες, ολόκληρος ο στόλος μας είχε βγει στην ανοιχτή θάλασσα, αναπτυσσόμενος πάνω στις γραμμές της αντιπαράθεσης.
Κι ενώ αυτά συνέβαιναν στη θάλασσα, στη στεριά είχε από καιρό αρχίσει νέος γύρος του γνωστού ατέρμονου προβληματισμού μας: Να πάμε σε διάλογο με την Τουρκία ή όχι;
Ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ξεκαθάρισε εγκαίρως το αυτονόητο: διάλογος υπό το καθεστώς απειλών δεν μπορεί να γίνει.
Πέραν όμως του σαφούς αυτού μηνύματος προς την απέναντι πλευρά, είναι ανάγκη να διασαφηνισθούν και στο δημόσιο διάλογο της πατρίδας μας ορισμένα κρίσιμα ζητήματα.
Επιμένουμε – ορθώς – ότι το μόνο ζήτημα που έχουμε να συζητήσουμε με την Τουρκία είναι η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, η οποία συμπεριλαμβάνει την υφαλοκρηπίδα.
Όμως σπανίως υπεισέρχεται στη συζήτηση το γεγονός ότι για να συζητήσεις για ΑΟΖ πρέπει να πάρεις ως δεδομένο κάποιο εύρος χωρικών υδάτων.
Η χώρα μας προς το παρόν δεν έχει ασκήσει το δικαίωμα που το διεθνές δίκαιο της δίνει να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα ως τα 12 ν.μ. , από τα 6 ν.μ. που είναι σήμερα.
Η Τουρκία, επιδεικνύοντας την αδιαφορία της για το διεθνές δίκαιο, θεωρεί την επέκταση των χωρικών υδάτων casus belli .
Είναι αυτονόητο ότι καμμιά ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να απεμπολήσει το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων. Άλλο να μην έχει ασκήσει κανείς (καλώς ή κακώς) ένα δικαίωμα, και άλλο να δεσμευθεί ότι δε θα το ασκήσει ποτέ! Κάτι τέτοιο ουσιαστικά θα ισοδυναμούσε με εκχώρηση κυριαρχίας.
Επιπλέον, και για τους ίδιους λόγους, η σημερινή αναντιστοιχία χωρικών υδάτων – εναερίου χώρου, πρέπει κι αυτή να έχει λυθεί πριν από μια προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Τα σημερινά δεδομένα δε δείχνουν να υπάρχουν πολλά περιθώρια συνεννόησης με την Άγκυρα επί του θέματος. Σε ποια βάση να υπάρξει λοιπόν προσφυγή;
Πρέπει να απαντηθούν ορισμένες ακόμη πτυχές του εσωτερικού μας διαλόγου.
Οι θιασώτες της συμβιβαστικής προσέγγισης με τη γείτονα, ισχυρίζονται ότι είναι «μαξιμαλισμός» να υπολογίζουμε πλήρη επήρεια του Καστελόριζου στην ΑΟΖ. «Δεν πρέπει να είμαστε μοναχοφάηδες», μας είχε προτρέψει συναφώς Υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ. (Και βέβαια τέτοιες απόψεις δεν εκφράζονται μόνο στα αριστερά του πολιτικού φάσματος…)
Δεν μπορεί όμως να θεωρείται «μαξιμαλισμός» το να υποστηρίζεις δικαίωμα που ρητώς προβλέπεται από τη Σύμβαση UNCLOS που διέπει τις θαλάσσιες ζώνες (άρθρο 121), έστω κι αν στη νομολογία υπάρχουν και αποκλίσεις από τον κανόνα. Ούτε αντιστοίχως μπορεί να θεωρείται «ρεαλισμός» το να υποστηρίζεις σε μια διαμάχη τη θέση του αντιδίκου σου, πριν μάλιστα πας στο Δικαστήριο. Αυτό δεν είναι ρεαλισμός, είναι ηττοπάθεια!
Είναι χαρακτηριστικό ότι αντίθετα με όσα υποστηρίζουν κάποιοι συμπατριώτες μας, ο Πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα Τζέφρυ Πάιατ αναγνώρισε πρόσφατα ότι το Καστελόριζο έχει ΑΟΖ, όπως και όλα τα νησιά. Προφανώς το ίδιο αναγνωρίζει και η Ε.Ε.
Οι ίδιοι κύκλοι που προωθούν τον όπως-όπως συμβιβασμό, κατακεραυνώνουν συνήθως την «ακινησία» στην εξωτερική πολιτική, ως a priori χειρότερη επιλογή από την όποια επίδειξη κινητικότητας.
Όταν όμως ο διεκδικητικός γείτονας κινείται για δικούς του λόγους προς το γκρεμό, δεν έχεις κανένα λόγο να σπεύσεις να λύσεις διαφορές.
Η θέση και η ισχύς της Τουρκίας υποσκάπτεται από δυο παράγοντες:
Πρώτον, το νεο-οθωμανικό όραμα, με τα πολλαπλά στρατιωτικά και άλλα μέτωπα, εξαντλεί τις αντοχές της εύθραυστης τουρκικής οικονομίας. Η επιταχυνόμενη κατάρρευση της ισοτιμίας της τουρκικής λίρας των τελευταίων μηνών, καταδεικνύει εναργώς γιατί η Τουρκία είναι κλασικό παράδειγμα «γίγαντα με πήλινα πόδια».
Δεύτερον, η τουρκική πολιτική της ανασύστασης του Χαλιφάτου, της ηγεμονίας δηλαδή στο σουνιτικό ισλαμικό κόσμο, με τη μεταφορά χιλιάδων τζιχαντιστών από τη Συρία στη Λιβύη, δημιουργεί δυνητικά εστίες ισλαμικής τρομοκρατίας στην αυλή της Ευρώπης. Η πραγματικότητα αυτή διαψεύδει με ηχηρό τρόπο τις υποθέσεις εργασίας πάνω στις οποίες χτίστηκε η σχέση της Τουρκίας με τη Δύση. Η Δύση συνεχίζει να κάνει σε ένα βαθμό τα στραβά μάτια, το πιθανότερο όμως είναι ότι στο όχι μακρινό μέλλον θα κληθεί να αντιμετωπίσει τις δυσάρεστες συνέπειες, ερχόμενη σε ουσιαστική σύγκρουση με την Τουρκία.
Τουλάχιστον από αυτή την άποψη λοιπόν, και εφ’ όσον δε δημιουργούνται τετελεσμένα, ο χρόνος κυλά υπέρ μας.
Δεν πρέπει λοιπόν να υποκύψουμε σε πίεση για ουσιαστικό διάλογο τώρα.
Να μην ξεχνάμε ότι την επιβουλή κατά των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων την απέτρεψαν πρωτίστως οι ένοπλες δυνάμεις μας. Οι διεθνείς παρεμβάσεις συμμάχων μας – θετικές και ευπρόσδεκτες – δε θα είχαν το ίδιο αποτέλεσμα χωρίς τη δική μας δύναμη αποτροπής.
Καθώς η παρτίδα βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη, καθώς η απειλή μεταφέρεται τώρα στην Κύπρο, η παράμετρος αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία.
Στα γεγονότα του 2020 στον Έβρο, στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο αναπτύχθηκε μια νέα εθνική αυτοπεποίθηση. Αυτή την αυτοπεποίθηση, η πολιτική μας μπορεί και πρέπει πλέον να την αντανακλά.»