Έρχεται η έναρξη της νέας ελαιοκομικής περιόδου 2020-2021 με αποθέματα στη χώρα μας που εκτιμάται ότι υπερβαίνουν τους 50.000 τόνους, ενώ η παραγωγή κατά την απελθούσα ελαιοκομική περίοδο δεν πρέπει να ξεπέρασε τους 270.000 τόνους, με την κατανάλωση στα ελληνικά νοικοκυριά να παρουσιάζει αύξηση στην αρχή της καραντίνας, αλλά στη συνέχεια τα νοικοκυριά να στρέφονται και πάλι… κυρίως στα σπορέλαια. Με αυτά τα δεδομένα, πώς μπορεί κανείς να εκτιμήσει τα επίπεδα των τιμών που “έρχονται” στο φρέσκο ελαιόλαδο; Πάντως οι τιμές στο εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο της Κρήτης όπως και της υπόλοιπης χώρας, για την περυσινή παραγωγή, παραμένουν απογοητευτικές και εξευτελιστικές!
Σε αντίθεση με την Ισπανία που λόγω ανεπαρκών βροχοπτώσεων δεν περιμένει καλές ποιότητες ελαιολάδου, η Κρήτη περιμένει φέτος αύξηση της παραγωγής σε σχέση με πέρυσι και σε ποιότητες σαφώς καλύτερες. Βέβαια, όλα θα εξαρτηθούν και με την πορεία της δακοκτονίας, που δε φαίνεται να είναι απαλλαγμένη από τις αδυναμίες και τα λάθη του παρελθόντος. Άλλωστε, δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η μεγάλη καταστροφή στο κρητικό ελαιόλαδο πέρυσι λόγω της έξαρσης της δακοπροσβολής ξεκίνησε την περίοδο από τα μέσα Σεπτεμβρίου και μετά, με τον Οκτώβριο να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο, λόγω των καιρικών συνθηκών που επικράτησαν στη διάρκεια του φθινοπώρου του 2018. Εξάλλου, ήδη από τη ΔΑΟΚ του νομού Ηρακλείου υπάρχουν ανησυχητικές ανακοινώσεις για μεγάλους δακοπληθισμούς κατά περιοχή. Η αγωνία, λοιπόν, για το “φαγοπότι” του δάκου κορυφώνεται από τώρα και μετά, με τους ελαιοπαραγωγούς να καλούνται να έχουν “τα μάτια τους δεκατέσσερα”, παρακολουθώντας την εξέλιξη της δακοπροσβολής στα λιόφυτά τους με παγίδες και παρεμβαίνοντας, όπου και όποτε χρειαστεί, με τους ενδεδειγμένους ψεκασμούς.
Στο μεταξύ, η Πελοπόννησος αναμένεται να έχει μικρή μείωση της παραγωγής σε σχέση με πέρυσι, ενώ σημαντική μείωση της παραγωγής αναμένεται για τη Λέσβο και συνολικότερα για τα νησιά του Αιγαίου.
Σήμερα οι τιμές
Σύμφωνα με τις τιμές που δημοσιεύει ο Βασίλης Ζαμπούνης για την παρούσα χρονική περίοδο, αυτές ακολουθούν την εξής κλίμακα:
– Τα πολύ καλά έξτρα (extrissima) Λακωνίας, με άριστα χημικά και οργανοληπτικά χαρακτηριστικά, καθαρά από υπολείμματα φυτοφαρμάκων, MOSH-ΜΟΑΗ κ.λπ., βρίσκονται στα 2,65 ευρώ/κιλό, και έως 2,60 ευρώ /κιλό αν έχουν κάποια μικρά προβλήματα.
– Κατεβαίνουν στα 2,40 ευρώ /κιλό στην υπόλοιπη Πελοπόννησο (Μεσσηνία), στην Κρήτη, κ.λπ. με την οξύτητα να ανεβαίνει στους 0,5ο.
– Για την οξύτητα 0,7ο υπάρχει μείωση στα 2,15 ευρώ/κιλό και για την 0,8ο στα 2,05 ευρώ/κιλό. Υπάρχει δηλαδή ένα μεγάλο άνοιγμα της “ψαλίδας” των τιμών σε σύγκριση με τις πολύ καλές ποιότητες.
– Αυτό που είναι φανερό και πρέπει να τονιστεί είναι η απότομη μείωση των τιμών σε κάθε μικρή υποβάθμιση της ποιότητας σε φυσικοχημικά χαρακτηριστικά και σε υπολείμματα.
– Για τα βιομηχανικά (λαμπάντε) βάσης 5ο η τιμή είναι 1,50 ευρώ/κιλό, CIF παράδοση Ιταλία.
– Σε ό,τι αφορά τις ιδιαίτερες ποιοτικές κατηγορίες, τα μεν ΠΟΠ προσαυξάνονται κατά 0,15 ευρώ/κιλό, τα δε βιολογικά, τα οποία είναι λίγα και δυσεύρετα, φτάνουν τα 3,15-3,20 ευρώ/κιλό.
Ανάκαμψη της αγοράς – Προσδοκίες για 3 ευρώ το κιλό
Την ίδια ώρα, όλες οι πληροφορίες “συμφωνούν” ότι στην περίπτωση των εξαιρετικών παρθένων ελαιολάδων τα ισπανικά και τα ιταλικά ελαιόλαδα είναι από λίγα ως ελάχιστα. Και όπως γράφει το Agronews, με την τελευταία πράξη του Αυγούστου να κλείνει στα 2,70 ευρώ το κιλό στη Λακωνία, οι προσδοκίες των παραγωγών για μια ανάκαμψη της αγοράς για το υπόλοιπο της τρέχουσας εμπορικής περιόδου εντείνονται.
Ωστόσο, δεν αποκλείεται να ακουστούν τιμές πάνω από τα 3 ευρώ, σε περίπτωση που τα πρώτα ελαιόλαδα της χρονιάς από τις Αθηνολιές της Λακωνίας πετύχουν συμβόλαια άνω των 4 ευρώ το κιλό.
Υπενθυμίζεται ότι πέρυσι, με το κλίμα στην αγορά σχετικά επιβαρυμένο, οι πρώτες πράξεις ακούστηκαν γύρω από τα 3,80 ευρώ το κιλό, με την τιμή του προϊόντος να υποχωρεί πολύ σύντομα στα 3,20 και στη συνέχεια σε τιμές κάτω από το ψυχολογικό φράγμα των 3 ευρώ.
Φέτος η κατάσταση δείχνει διαφορετική, με το εμπόριο ήδη να δείχνει περισσότερο διαλλακτικό για μια ανάκαμψη των τιμών. Άλλωστε η παραγωγή σε Ελλάδα και Ιταλία αναμένεται μειωμένη, ενώ και η Ισπανία φαίνεται ότι θα απέχει από τα υψηλά που σημείωσε πριν από δύο χρόνια, στους 1,8 εκατ. τόνους σχεδόν.
ΠΗΓΗ: neakriti.gr