ΕΛΛΑΔΑ

Η απόπειρα δολοφονίας του Βαρδή Βαρδινογιάννη από τη 17Ν

Tο πρωινό της Τρίτης, 20 Νοεμβρίου του 1990, ο Βαρδής Βαρδινογιάννης ξεκίνησε κανονικά από το σπίτι του στην Εκάλη για το γραφείο του στην Αθήνα. Επέβαινε σε ένα μπλε σκούρο και επιβλητικό Mercedes 560 SEL Sonderklasse Einspritzung Lang (ειδικής κατηγορίας injection, το ‘μεγάλο’), το αλεξίσφαιρο και θωρακισμένο θηρίο που χρησιμοποιούσαν Αρχηγοί Κρατών, Άραβες Σεΐχηδες, Πρέσβεις και οι σημαντικότεροι επιχειρηματίες στον πλανήτη.

Το αυτοκίνητο το είχε παραλάβει λίγες μέρες νωρίτερα, το κυκλοφορούσε ακόμη με πινακίδες ‘zoll’, εκείνες τις ‘κόκκινες’ που έγιναν αργότερα της μόδας στην κοσμική Αθήνα. Μέσα στο αυτοκίνητο, εκτός από τον οδηγό και ένας άνδρας της προσωπικής του ασφαλείας, πίσω ακολουθούσε η συνοδεία με ένα άλλο Mercedes, ένα μαύρο SEL 450, με ακόμη τρεις ‘γορίλες’. Το ρολόι δείχνει 09.15 όταν τα δύο αυτοκίνητα διαβαίνουν τη γωνία των οδών Γεωργίου Παπανδρέου και Κώστα Βάρναλη στην πλατεία Διλβόη της Νέας Ερυθραίας. Σιωπή και αμέσως μετά ένας φοβερός κρότος, καπνοί, λάμψη, εκατοντάδες μεταλλικά κομμάτια μικρά και μεγάλα να εκσφενδονίζονται προς διάφορες μεριές. Ένας συριγμός κι ύστερα κι άλλη έκρηξη στον απόηχο της πρώτης. Τα δύο αυτοκίνητα της πομπής Βαρδινογιάννη ακινητοποιούνται, πετάγονται αλαφιασμένοι και υπό σοκ οι άνδρες ασφαλείας. Βγήκαν με τα χέρια ψηλά, κρατώντας τα πιστόλια τους. Ένας αιμορραγούσε στο λαιμό, σε όλους διάβαζες τον τρόμο στο βλέμμα.

Ακριβώς δίπλα στα δύο Mercedes, ένα σμπαραλιασμένο Mitsubishi Galant, όπως αποδείχθηκε αργότερα κλεμμένο λίγες βδομάδες πριν στο Γαλάτσι. Το Galant ήταν παγιδευμένο με εκρηκτικά, μέσα σ’ αυτό υπήρχαν τρεις αντιαρματικές ρουκέτες, τοποθετημένες σε ισάριθμες αυτοσχέδιες τρύπες καμουφλαρισμένες με στόκο που είχαν ανοίξει στις αριστερές πόρτες του οι δράστες. Τη στιγμή που το αυτοκίνητο του Βαρδή βρισκόταν ακριβώς στο ίδιο ύψος δίπλα από το παγιδευμένο, πυροδοτήθηκε με τηλεχειρισμό η έκρηξη και ακολούθησαν οι ρουκέτες μαζί με τους σωλήνες τους. Το θωρακισμένο Mercedes του Βαρδή άντεξε στο ωστικό κύμα της έκρηξης, μία απ’ τις ρουκέτες χτύπησε στην πίσω αριστερή πλευρά του προφυλακτήρα, πάνω από το ρεζερβουάρ της Mercedes, η δεύτερη βρέθηκε αργότερα άθικτη κάτω από το αυτοκίνητο, η τρίτη εκσφενδονίστηκε σε απόσταση περίπου πενήντα μέτρων και καρφώθηκε στη βεράντα ενός διώροφου σπιτιού όπου και εξερράγη. Ήταν η μοναδική, διότι όπως εξήγησαν αργότερα οι πυροτεχνουργοί, οι ρουκέτες για να εκραγούν πρέπει να διανύσουν απόσταση τουλάχιστον είκοσι μέτρων. Και τις συγκεκριμένες ρουκέτες τις ήξεραν καλά, διότι ήταν εκείνες των 2,36 και 3,4 ιντσών που εκλάπησαν τη νύχτα των Χριστουγέννων του 1989 από το στρατόπεδο Συκουρίου στη Λάρισα.

Γύρω από την πλατεία Διλβόη και σε ακτίνα 100 μέτρων, κομμάτια του Galant, ο ουρανός του εκτινάχτηκε και ‘κάθισε’ στην ταράτσα μιας πολυκατοικίας, ένα άλλο τμήμα του πέρασε πάνω από τα καλώδια της ΔΕΗ και κατέστρεψε μια κολόνα, ένα τρίτο χώθηκε στον κορμό ενός παρακείμενου ευκαλύπτου σε απόσταση περίπου σαράντα μέτρων από το σημείο της έκρηξης. Δεκάδες σπίτια και μαγαζιά με σπασμένες τζαμαρίες, κόσμος, γείτονες, περίοικοι στο δρόμο με πρόσωπα τρομοκρατημένα και γεμάτα απορία. ‘Η 17 Νοέμβρη χτύπησε τον Βαρδινογιάννη’. Η είδηση ταξίδεψε με τρομακτική ταχύτητα αναλόγως την τηλεπικοινωνιακή ένδεια της εποχής. Όσοι ήμασταν μακριά, κοιτούσαμε ο ένας τον άλλον, έμοιαζε απίστευτο.

Επί τόπου έφτασαν δεκάδες περιπολικά και μοτοσικλέτες, αλλά οι δράστες είχαν εξαφανιστεί προς άγνωστη κατεύθυνση. Ο Βαρδής Βαρδινογιάννης τρομοκρατημένος, βγήκε από το Mercedes από την πόρτα του οδηγού, κοιτώντας στα δεξιά το Galant μέσα στις φλόγες να καταστρέφεται ολοσχερώς. Τα λεπτά έμοιαζαν ώρες και μέχρι να φτάσει ο αδερφός του ο Γιώργος, ήταν περικυκλωμένος από τους άνδρες της ασφάλειάς του. Ο Γιώργος έκανε τη διαδρομή Εκάλη-Νέα Ερυθραία πραγματικά σε χρόνο ρεκόρ. Οδήγησε ο ίδιος, έφτασε στην πλατεία Διλβόη μαζί με τη σύζυγό του Αγάπη, άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού και έβαλε το Βαρδή μέσα, μαζί με λίγο νερό που πρόλαβαν να δώσουν οι γείτονες.

Όταν ο Γιώργος σπίναρε για να φύγει, έφτασαν οι (τότε) Υπαρχηγός της ΕΛΑΣ Αντιστράτηγος Κώστας Τασάκος, ο Γενικός Αστυνομικός Διευθυντής Αστυνομίας Αττικής, Υποστράτηγος Σίμων Παπαδογεώργος, ο Διευθυντής της Κρατικής Ασφάλειας του Υπουργείου Δημοσίας Τάξης, Υποστράτηγος Χρηστός Μουτσώκος, Αξιωματικοί της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας, συνεργεία της Εγκληματολογικής Υπηρεσίας, πυροτεχνουργοί, λίγο αργότερα και ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης Γιάννης Βασιλειάδης. Πανικός, κυβερνητική κρίση, ενημερώνονται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Πρωθυπουργός, ο αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, όλοι. Δεν ήταν μικρό πράγμα η επίθεση στο Βαρδινογιάννη, ήταν ίσως το εμβληματικότερο πρόσωπο επιχειρηματία σε μια Ελλάδα που τότε χειμαζόταν από πολιτικο-οικονομικά σκάνδαλα και ζούσε με τον τρόμο της 17Ν. Ο Βαρδής τότε ήταν μόνο 57 ετών, ήταν η κεφαλή του Ομίλου, ο αρχηγός της οικογένειας, με μια προσωπική ιστορία βγαλμένη από μυθιστόρημα.

Γεννημένος στην Επισκοπή Ρεθύμνης, Αξιωματικός του Βασιλικού (μετέπειτα Πολεμικού) Ναυτικού, παντρεμένος με τη Μαριάννα Μπουρνάκη με κουμπάρο τον Χρήστο Λαμπράκη. Στη νιότη του συντηρούσε την οικογένεια με το μισθό του Σημαιοφόρου στο Βασιλικό Ναυτικό, η Μαριάννα συνεισέφερε με το μισθό της από την αμερικανική Πρεσβεία, ζούσαν σε ένα διαμέρισμα στην οδό Πιπίνου στην Κυψέλη, κοντά στην Πατησίων. Εκείνο το διαμέρισμα, προίκα της Μαριάννας μαζί με εκείνο επί της Φωκίωνος Νέγρη, προσημειώθηκε για να ξεκινήσει ο Βαρδής με το μεγαλύτερο αδελφό του το Νίκο, την πρώτη τους επιχειρηματική απόπειρα, έναν σταθμό ανεφοδιασμού ναυτιλιακών καυσίμων στα νότια παράλια του νομού Ηρακλείου, στους Καλούς Λιμένες, με φάτσα το λιβυκό πέλαγος. Από εκεί ξεκίνησε η αυτοκρατορία της οικογένειας, από τη ΣΕΚΑ της μίας ‘μάνας’ (μεγάλο δεξαμενόπλοιο) που ανεφοδίαζε και τροφοδοτούσε με καύσιμα τα πλοία στο θαλάσσιο διάδρομο του καναλιού του Σουέζ. Οι δουλειές πήγαιναν καλά, η ευλογημένη γεωγραφική θέση του φυσικού λιμανιού απέβη τεράστιο πλεονέκτημα και το 1966 ήλθαν και οι πρώτες δεξαμενές επί της νησίδας Άγιος Παύλος και μετά η κοινοπραξία των αδελφών με την Mobil Corporation και τον Αριστοτέλη Ωνάση.

Όταν στα μέσα της δεκαετίας του ’60 ο έτερος αδελφός Γιώργης, ως κυβερνήτης του πληρώματος (από τότε πήρε το παρατσούκλι ‘Καπετάνιος’) έσπαζε το εμπάργκο καυσίμων του ΟΗΕ στην τότε Ροδεσία και νυν Ζιμπάμπουε, εφοδιάζοντας την Κυβέρνηση των λευκών του Ian Smith, τα αδέλφια είχαν ήδη δύο τάνκερ και ο Νίκος είχε ήδη ιδρύσει τη ναυτιλιακή και ξενοδοχειακή εταιρεία VARNIMA, ιδιοκτήτρια εταιρεία του ξενοδοχείου Meridien (Plaza) στην Πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα. Οι Βαρδινογιάννηδες είχαν θέσει τις πρώτες βάσεις για την αυτοκρατορία τους. Πολύ σύντομα όμως, ήλθαν τα γεγονότα της 21ης Απριλίου, ο Βαρδής τον Ιούλιο του 1967 εξορίστηκε από το καθεστώς στην Αμοργό ως εκ των πρωτεργατών στο στεφθέν με αποτυχία ‘Αντικινήμα του Βασιλιά’, αφήνοντας πίσω τη σύζυγό του με τρία παιδιά, το Γιάννη, τη Χριστιάννα και τον μόλις σαράντα ημερών Γιώργο (αργότερα γεννήθηκαν και ο Νίκος και η Βαρδιάννα). Όταν αφέθηκε ελεύθερος, ευρισκόμενος εκτός Ναυτικού, αφοσιώθηκε στις ήδη απογειωμένες επιχειρήσεις. Ο αδελφός του ο Νίκος, πραγματικά έθεσε τις βάσεις μιας αυτοκρατορίας εκ του μηδενός, σε μια δεκαετία είχε προλάβει με τη βοήθεια των αδελφών του να στήσει σχεδόν όλο αυτό το οικοδόμημα που σήμερα αποκαλούμε ‘Όμιλος Επιχειρήσεων Βαρδινογιάννη’.

Έχοντας εγκαινιάσει το 1970 το διυλιστήριο της Motor Oil στους Αγίους Θεοδώρους, Νίκος και Βαρδής στέκονταν αρωγοί στη μυστική αντιστασιακή δράση πρώην συναδέλφων τους Αξιωματικών, εξασφαλίζοντας τον ανεφοδιασμό καυσίμων στα πλοία του ‘Κινήματος του Ναυτικού’ όπως θα ονομαστεί αργότερα, με σκοπό την ανατροπή του καθεστώτος. Όλα έδειχναν να πηγαίνουν κατ’ ευχήν για την οικογένεια Βαρδινογιάννη στις αρχές της δεκαετίας του ’70, όταν η μοίρα χτύπησε τον ‘πατριάρχη’ και πρωτομάστορα της αυτοκρατορίας, Νίκο. Στις 2 Ιουλίου του 1973, ο μεγαλύτερος αδελφός πεθαίνει αιφνιδίως, η οικογένεια βυθίζεται στη θλίψη. Ο θάνατος του Νίκου έχει μεν τη συνέπεια της ενθρόνισης του Βαρδή στην κορυφή του Ομίλου, ταυτόχρονα όμως αποτελεί ένα βάναυσο πλήγμα που χαλύβδωσε την εσωτερικότητα της οικογένειας και διαμόρφωσε το χαρακτήρα πολλών εκ των Βαρδινογιάννηδων. Το 1984 η οικογένεια υπέστη και δεύτερο πλήγμα με το θάνατο του Παύλου Βαρδινογιάννη, του πολιτικού που διετέλεσε Βουλευτής της Ένωσης Κέντρου και Υφυπουργός.

Ο Βαρδής Βαρδινογιάννης τον καιρό του τρομοκρατικού χτυπήματος, διεύθυνε μαζί με τη νύφη του Μανουέλλα Βαρδινογιάννη, χήρα του μεγάλου αδελφού Νίκου και με τη συνεργασία των δύο μικρότερων αδελφών του, του Θόδωρου και του Γιώργου, τον όμιλο των επιχειρήσεων της οικογένειας. Όμιλος που αποτελείτο από τα διυλιστήρια στην Κόρινθο, την εταιρεία εμπορίας καυσίμων Avin, τη Varnima των 60 πλοίων, τη ΣΕΚΑ με τις εγκαταστάσεις πετρελαιοειδών στους Καλούς Λιμένες της Κρήτης, την Τράπεζα Χίου το Meridien και ασφαλώς τον Παναθηναϊκό, τη Μεσημβρινή, την Audio Visual και το Mega Channel, τότε πρωτοεμφανιζόμενο ιδιωτικό τηλεοπτικό κανάλι στη χώρα.

Η αυτοκρατορία των Βαρδινογιάννηδων ασφαλώς δεν περιοριζόταν μόνο στα παραπάνω, διέθετε (και διαθέτει) κατασκευαστικές εταιρείες και ακίνητα μεγάλης αξίας, όπως τον ουρανοξύστη Corinthians στο Manhattan της Νέας Υόρκης, μεγάλες εκτάσεις ανά την επικράτεια με πιο γνωστή εκείνη στη Σιθωνία Χαλκιδικής, ακίνητα και γη στο εξωτερικό κ.ά. Το 1989 μόνο η ΜΟΤΟΡ ΟΙΛ είχε πωλήσεις 142 δισεκατομμύρια δρχ. με μικτά κέρδη 13μισι δισ., είχε μόλις ξεκινήσει τη διακίνηση της μετοχής της στην ελληνική κεφαλαιαγορά, προέβλεπε θεαματική αύξηση πωλήσεων, κοντά στα 300 δισεκατομμύρια.

Όλα τα παραπάνω συνέθεσαν ακριβώς τα απαραίτητα στοιχεία για τη 17Ν να επιτεθεί, μια οργάνωση που ως τότε είχε τρομοκρατήσει την Ελλάδα και χτυπούσε ασταμάτητα και δίχως έλεος προτάσσοντας τον πόλεμο στην αστική δημοκρατία (βλ. πίνακα με χρονολόγιο στο τέλος). Το Βαρδινογιάννη τον είχε φωτογραφίσει στις προκηρύξεις της, η 17Ν του 1990 ήταν φορτωμένη με απειλές εναντίον ανθρώπινων στόχων, προειδοποιούσε/απειλούσε ονομαστικά, είχε στο στόχαστρο το Μίνωα Κυριακού, τον Αριστείδη Αλαφούζο, τον τότε Διοικητή της Εθνικής Τράπεζας, Δημ. Γερμίδη, τον τότε Δήμαρχο Αθηναίων Μιλτιάδη Έβερτ, το Σπύρο Λάτση, το Βαρδή Βαρδινογιάννη.

Στην προκήρυξη μετά το χτύπημα της πλατείας Διλβόη, κατονόμασε για πρώτη φορά τις γερμανικές εταιρείες Siemens και Lufthansa που από τότε είχαν μπει στο παιχνίδι της εγχώριας αγοράς (κυρίως προβληματικών επιχειρήσεων), στρέφετο ξεκάθαρα εναντίον της επεκτατικής πολιτικής των Γερμανών χαρακτηρίζοντάς τους ‘4ο Ράιχ’, που ήθελε να εξαγοράσει τις ελληνικές επιχειρήσεις, ενώ χρωστούσε ακόμη τις αποζημιώσεις από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο πολυσέλιδο κείμενο, η 17Ν εξήγησε και γιατί διάλεξε ως στόχο τον Βαρδή Βαρδινογιάννη και γιατί δεν τα κατάφερε. Αναφέρει πώς ξεκίνησαν οι Βαρδινογιάννηδες, με ποιον τρόπο ανήλθαν στην ελίτ, ποια μέσα χρησιμοποίησαν, παραθέτοντας μια μακροσκελή ανάλυση γεμάτη άγνωστα στοιχεία και αναλύοντας τις συνθήκες ανάπτυξης του εφοπλιστικού κυκλώματος γενικότερα. Την αποτυχία της απόπειρας δολοφονίας του Βαρδή τη ‘χρεώνει’ στο θωρακισμένο θηρίο που μετέφερε τον επιχειρηματία, “ένα κινητό φρούριο πέντε χιλιάδων κυβικών που κόστισε 95 εκατομμύρια δραχμές” όπως αναφέρει χαρακτηριστικά.

Ο Βαρδής δεν απάντησε ουσιαστικά ποτέ. Παρόλο που ο Γιώργος τον μετέφερε άμεσα στο ‘στρατηγείο’ της οικογένειας στην Καραγιώργη Σερβίας στο Σύνταγμα, όπου περίμεναν δεκάδες δημοσιογράφοι, δήλωση δεν έγινε. Είπε μόνο σε ορισμένους παριστάμενους “εύχομαι να μην το νιώσετε ποτέ”, πρόσθεσε μπαίνοντας στο ασανσέρ ότι “είναι ευτύχημα που κανείς δεν έπαθε τίποτε, σημασία έχει ότι είμαστε εδώ”. Ήταν πραγματικά πολύ βαρύ το κλίμα εκείνο το πρωί στην Καραγιώργη Σερβίας, εκατοντάδες αστυνομικοί περιφρουρούσαν το κτήριο, μια κλούβα της ΕΛΑΣ αγκυροβολημένη απέναντι, δεκάδες περιπολικά στα στενά και ο Βαρδής στον 8ο όροφο να υποδέχεται πολλούς και διάφορους.

Πρώτον είδε τον τότε Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, Μιχάλη Κουτελιδάκη, μετά τον Υπαρχηγός της ΕΛΑΣ, Κωνσταντίνο Τασάκο, μαζί τους έμεινε πάνω από μιάμιση ώρα, προφανώς δίνοντας κατάθεση και εξιστορώντας τα γεγονότα όπως τα βίωσε ο ίδιος. Όσο οι ρεπόρτερ περίμεναν στον περιβάλλοντα χώρο, τον Βαρδή είδαν φίλοι, εφοπλιστές, παράγοντες του Παναθηναϊκού, διάφοροι γνωστοί που ανέβαιναν στο γραφείο του. Νωρίς το απόγευμα εμφανίστηκε και ο Γιάννης Βαρδινογιάννης (τότε και τώρα γνωστός σε όλους ως Τζίγκερ) που αμίλητος ανέβηκε στο γραφείο του πατέρα του. Αμέσως μετά δόθηκε εντολή να απομακρυνθούν οι δημοσιογράφοι, κατέφθασαν κι άλλοι συγγενείς με τη Σάσα Βαρδινογιάννη να κάνει απλώς ένα νεύμα ότι “όλα είναι καλά”. Μαζί της ο τότε Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και Υπουργός Πολιτισμού, Τζανής Τζανετάκης.

Η 20η Νοεμβρίου έφτανε στο τέλος της, απέμεναν λίγες ώρες για να εκπνεύσει η πιο δύσκολη μέρα της ζωής του, όταν ο Βαρδής Βαρδινογιάννης κατέβηκε στην είσοδο με σκοπό να επιστρέψει στο σπίτι του. Έμοιαζε καλά, φαινόταν δυνατός. Φευγαλέα φάνηκε μόνο μια αμυχή στο αριστερό του μάγουλο, προφανώς από κάποιο σπασμένο τζάμι κατά την έκρηξη. Τον συνόδευε η Μαριάννα, ο Γιώργος και 18 άνδρες της προσωπικής του ασφάλειας, οι περισσότεροι Κρητικοί, από εκείνους με το παχύ μουστάκι και τη σκοτείνια στο βλέμμα. Κατευθύνθηκαν όλοι μαζί στα φανάρια της Σταδίου διακόπτοντας την κυκλοφορία, πέρασαν απέναντι στο ξενοδοχείο Meridien και εκεί με ένα νεύμα, ο Βαρδής τους απομάκρυνε όλους, πήρε μόνο τη Μαριάννα για συνοδηγό και μπήκε στο αυτοκίνητο για να επιστρέψουν στο σπίτι τους.

Δεν έχει σημασία ποιος είσαι, πόσα λεφτά έχεις και πόσοι σε ξέρουν. Στο τέλος μένεις μόνος με εκείνους που αγαπάς, ο ανθρώπινος παράγοντας είτε είσαι μεγιστάνας είτε φτωχός προτάσσεται πάντα, είναι το πρωτεύον. Έχουν περάσει 27 χρόνια από εκείνο το πρωινό στην πλατεία Διλβόη στη Νέα Ερυθραία. Ο Βαρδής σε λίγες μέρες (γεννημένος 4 Δεκέμβρη του ’33) γίνεται 84 ετών, είναι σίγουρο ότι ποτέ ξανά δεν είδε το θάνατο τόσο κοντά, να του κλείνει το μάτι. Δεν έχει μιλήσει ποτέ για τις 20 Νοεμβρίου του 1990 πέρα από τη φορτωμένη με νομικές φιοριτούρες κατάθεσή του στη δίκη της 17Ν. Και η σιωπή όμως πολλές φορές είναι απάντηση.

ΠΗΓΗ: oneman.gr



ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ