Τον κατηγορούν ότι απολαμβάνει υπερβολική δόση δημοσιότητας, ότι ενισχύει τα υπερασπιστικά του επιχειρήματα μετατρέποντας το λειτούργημά του σε επικοινωνιακό σόου. Τον μέμφονται ότι όπου τα βρει σκούρα, ρίχνει την μπάλα στην εξέδρα, ορθώνει παραπέτασμα καπνού στον τηλεοπτικό αέρα, επιδίδεται προμελετημένα σε συμπεριφορές χειραγώγησης και δηλητηριάζει τον δημόσιο λόγο με κακοποιητικές απόψεις. Τον κατακρίνουν ακόμη ως οξύθυμο και ανταγωνιστικό, φίλερι παρά εύθικτο, ο οποίος τρέφεται με συγκρούσεις και καβγάδες που τονώνουν το υπερδιογκωμένο εγώ του. Ωστόσο οι επικριτές του είτε αγνοούν ότι ένας δικηγόρος έχει υποχρέωση και κάθε δικαίωμα να χρησιμοποιεί κάθε θεμιτό μέσο, ακόμα και υπερβολές, για να υπερασπιστεί τον κατηγορούμενο εντολέα του, είτε δεν ξέρουν καθόλου τον Αλέξη Κούγια. Τον αποκαλούμενο και «δικηγόρο του διαβόλου» που, υποτίθεται, επιστρατεύει την πονηρία, «ενοικιάζει» τη ρητορεία του και «δανείζει» στους πελάτες του τον θυμό του, αυθόρμητο ή υποκριτικό, αδιάφορο, για να τους ξελασπώσει από τις συνήθως επιζήμιες στραβές και τα ολέθρια παραπτώματά τους.
Εξάλλου ο πασίγνωστος ποινικολόγος, λόγω εκρηκτικής ιδιοσυγκρασίας, αδυνατεί ή ενδεχομένως δεν θέλει να δημιουργεί προς το πρόσωπό του μεσοβέζικες ή χλιαρές αντιδράσεις. Πράγματι, είτε τον εμπιστεύεται ένθερμα κανείς, είτε τον απορρίπτει ψυχρά, ή τον δέχεται με συμπάθεια ή τον αποστρέφεται. Σίγουρα η προδιάθεση για το δεύτερο εξαιτίας της υπερέκθεσής του στα ΜΜΕ γέρνει περισσότερο στη ζυγαριά της κοινής γνώμης, ακόμη και στη μερίδα της που διακαώς θα τον ήθελε -αχρείαστος να ’ναι- για συνήγορό της. Οπωσδήποτε, όμως, πότε δεν έχει περάσει από τη συνολική θέα της απαρατήρητος. Σαράντα πέντε χρόνια σταδιοδρομίας στο δικαστικό κουρμπέτι με 22.000 δίκες, από τις οποίες οι μισές περίπου για κακουργήματα, στις αποσκευές του, γνωρίζει άριστα πώς να ξεσηκώνει ντόρο. Και επιμένει σε αυτόν, παρότι γλίτωσε στο παρά πέντε τη διαγραφή του -επειδή τον φθονούν, ισχυρίζεται ο ίδιος- από τα μητρώα του Δικηγορικού Συλλόγου Αθήνας με την κατηγορία της «διαχρονικής προσβολής του κύρους του». Παρόμοια φασαρία προκαλεί και σήμερα, αφότου ανέλαβε την υπεράσπιση του Δημήτρη Λιγνάδη.
Βολές κατά πάντων
Αναπόδραστα στο ξεδίπλωμα της πολύκροτης όσο και δυσώδους αυτής υπόθεσης, ο ίδιος με τη γνώριμη επιθετική τακτική του επιχείρησε να υποβάλει αναφορά στον Αρειο Πάγο κατά του εισαγγελέα που διενήργησε την έρευνα για την υπόθεση του κατηγορούμενου για βιασμό κατά συρροή και προφυλακισμένου πλέον ηθοποιού, κατά της ανακρίτριας που εξέδωσε το ένταλμα σύλληψής του, καθώς και κατά του προέδρου και των δύο μελών του Δικαστικού Συμβουλίου που απέρριψαν την ένσταση ακυρότητας της προδικασίας. Παράλληλα, βάλλει κατά δημοσιογράφων, ιστοσελίδων, ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών εκπομπών. Αστράφτει και βροντά διαμηνύοντας πως θα προσφύγει στο ΕΣΡ και τονίζοντας ότι θα καταθέσει μηνύσεις και αγωγές προσωπικώς σε όσους έθιξαν την τιμή του, αλλά και την επαγγελματική του επάρκεια και αξιοπρέπεια. Πολυπατημένα αυτά τα μονοπάτια για έναν αποτελεσματικό επαγγελματία, εξπέρ της Ποινικής Δικονομίας, αλλά ταυτόχρονα και μετρ των ελιγμών και των αναδιπλώσεων. Οι θαυμαστές του λένε ότι ο ίδιος ξέρει να μετατρέπει μια κατάσταση σε ροντέο, αλλά περισσότερο γνωρίζει άριστα την τεχνική να δαμάζει τα ατίθασα άλογα και του οργισμένους ταύρους.
Παρ’ όλα αυτά, όσοι τον γνωρίζουν από κοντά (από αίθουσες δικαστηρίων, κερκίδες και αποδυτήρια σε όλη την Ελλάδα, από συνομιλητές σε τηλεπάνελ και φίρμες του πάλκου σε κέντρα διασκέδασης έως τους θαμώνες των καφενείων της παλιάς γειτονιάς του στην Πετρούπολη) σπανίως εγγράφουν στα χαρακτηριστικά του μια αλλοπρόσαλλη, αντιφατική φυσιογνωμία, πότε σκιερά σκοτεινή και πότε έκδηλα φωτεινή. Αν και έχει δώσει κατ’ επανάληψη δικαιώματα για τέτοιες περιγραφές, ποδοσφαιριστές, παράγοντες, αντίδικοι, εντολείς, συνεργάτες τον κρίνουν ως ενίοτε μεν παρορμητικό, αλλά σταθερά ανοιχτό και γενναιόδωρο άνθρωπο, που ποτέ δεν απέκτησε ανοσία στα αισθήματα. Είναι η ίδια οξυδερκής μεθοδική, εργασιομανής μέχρι το μεδούλι φιγούρα με τα γαλάζια μάτια στο χρώμα του πάγου αλά σιβηριανό χάσκι με τα λεπτά χείλη και το στιβαρό σκαρί του γυμνασμένου ποδοσφαιριστή που έπαιζε μπάλα ως τα 40 του χρόνια με τον Ατρόμητο Χαλανδρίου, αφού προηγουμένως είχε ερασιτεχνικά αγωνιστεί στον Πέλοπα Κιάτου, στην Ελλάδα Βέλου και τον Λαρισαϊκό.
Είναι η ίδια γνώριμη φυσιογνωμία με την γκρίζα πλέον πλούσια κόμη -καθώς θεωρεί τους «βαψομαλλιάδες» ξεφτίλες- που τηρεί απαρέγκλιτα επί δεκαετίες το ίδιο καθημερινό ρεπερτόριο. Εφτά παρά τέταρτο το πρωί ξυπνάει. Οκτώ παρά τέταρτο ξεκινάει για τα δικαστήρια, αφού έχει διαβάσει κάποια δικογραφία, δει λίγο τηλεόραση ενώ ξυρίζεται, μιλάει ή βροντάει το τηλέφωνο που τον κάλεσε από κάποιο τηλε-πρωινάδικο. Στις 9 δίνει το «παρών» στην Ευελπίδων με τη φινετσάτη «στολή» του δικηγόρου, με κλασικό ραμμένο βαθύ μπλε κοστούμι, ολόλευκο πουκάμισο, στάνταρ συντηρητική ριγέ γραβάτα που εκτείνεται σε μήκος κάτω από τη ζώνη του παντελονιού του και διαλεχτό χρονογράφο στον καρπό. Στις 3 το μεσημέρι που τελειώνουν τα δικαστήρια, αναχωρεί για το δικηγορικό του γραφείο, όπου δέχεται μέχρι τις 7 επισκέψεις, που σπανίως φτάνουν ως τα μεσάνυχτα. Μετά ξεκινά η προσωπική του ζωή.
Δεν εκρυψε ποτέ ότι είναι οικονομικά αυτάρκης. Ο ίδιος έχει εξομολογηθεί συνεσταλμένα ότι έβγαλε πέντε δεκάρες παραπάνω. Αλλά και σχεδόν αυτο-εγκωμιαστικά έχει δηλώσει ότι όσα απέκτησε με τους κόπους του είναι στο όνομά του, κατατιθέμενα στη φορολογική του δήλωση, πληρώνει Εφορία, δεν χρωστάει σε κανέναν και δεν έχει offshore εταιρείες. Ως εύπορος θα μπορούσε τα Σαββατοκύριακα να αράζει άνετος στο αχανές σπίτι του στη Βουλιαγμένη, που αποτελείται από 1.800 τ.μ. σε 4 στρέμματα οικόπεδο. Να χαλαρώνει, επίσης, στις ιδιόκτητες επαύλεις του στην Αλεόμανδρα της Μυκόνου, στο Ηράκλειο της Κρήτης ή στο σαλέ του στον Παρνασσό. Γιατί όχι να αρμενίζει στα πελάγη με την αξιοζήλευτη υπερσύγχρονη 30μετρη θαλαμηγό του με εξαμελές πλήρωμα, σημαία Φινλανδίας και το βυσσινί φλάμπουρο της Α.Ε. Λάρισας στην πλώρη, η οποία φέρει το όνομα των δύο παιδιών του και αντικατέστησε το παλιότερο κότερό του, που είχε αγοράσει από τον προσωπικό στόλο σκαφών αναψυχής του πρώην Λίβυου ηγέτη Μουαμάρ Καντάφι. Θα μπορούσε ακόμη να ρολάρει ανέμελος και χορτάτος, ως κατά δήλωσή του «μοντελοπνίχτης», στους δρόμους με μια Ferrari ή μια BMW 645 Ci Convertible και να αφισάρει την ώριμη γοητεία του, οδηγώντας κάποιο από το τσούρμο των πολυτελών υπεραυτοκινήτων που παρκάρει στο γκαράζ του.
Κι όμως, παρά τις προσδοκίες, δεν απολαμβάνει τα προνόμια που του χάρισε η πολύχρονη δουλειά του. Κολλημένος με την μπάλα, είχε άλλες προτεραιότητες. Αντί της ψυχαγωγικής νοστιμιάς που απορρέει από την πλησμονή, προτιμούσε να τρέχει με τις εκάστοτε ομάδες του στα γήπεδα της χώρας, να διαπληκτίζεται με διαιτητές, να λογομαχεί με αντίπαλους προέδρους, να αλληλοεξυβρίζεται με δημοσιογράφους, να τσακώνεται με οπαδούς, να τα βάζει με προπονητές, να ξεφωνίζει και να χειροδικεί σε παίκτες, να εκδίδει μετά τα ματς πύρινες ανακοινώσεις, συνοδευόμενες ενίοτε από εξώδικα. Παρότι δηλώνει φίλος του Παναθηναϊκού, διετέλεσε πρόεδρος στην ΑΕΚ, υπήρξε μεγαλομέτοχος του ΠΑΣ Γιάννινα, της Παναχαϊκής και τώρα της Λάρισας, ενώ κατά καιρούς ανέλαβε πρόεδρος στις ομάδες της Κορίνθου, του Αρη Πετρούπολης, της Βέροιας, της Λαμίας, του Ιωνικού Νικαίας, του Αιγάλεω, καθώς και αντιπρόεδρος στην ΕΠΑΕ, ως εκπρόσωπος του Ηρακλή.
Από σωματείο σε σωματείο
Προφανώς όλη αυτή η αδιάκοπα περιφερόμενη διοικητική εμπλοκή από σωματείο σε σωματείο, που όσο και αν αυτά τον είχαν ανάγκη, δεν του περιποιούσε τιμή ακλόνητης σταθερότητας. Παρά τον ζήλο της ενασχόλησής του με το άθλημα, στα ποδοσφαιρικά στέκια όπου το χρώμα της φανέλας και το έμβλημά της διατηρεί βαρύνουσα σημασία, η εναλλασσόμενη διαδρομή του ποινικολόγου στην ηγεσία διάφορων ΠΑΕ χαρακτηριζόταν σαν τσιμπολόγημα από μια πιατέλα ξαναζεσταμένων μεζέδων.
Ανεξάρτητα αν το πάθος του το πλήρωνε χώνοντας βαθιά το χέρι στην τσέπη του, κάποιοι οπαδοί τον έβλεπαν με μισό μάτι, σκαρώνοντας εις βάρος του, με λογικές ακροβασίες, συνωμοσιολογικά σενάρια. Στο ξεδίπλωμά τους ο ποινικολόγος συνήθως αντιδρούσε μαινόμενος, γεγονός που συμπλήρωνε μάλλον αρνητικά τη σύνθεση της εικόνας του κύρους του ως πολύπειρου παράγοντα. Παρομοίως δεν πρόσφερε διάκριση νεωτερικής χειραφέτησης στο παραδοσιακό του προφίλ η ανάληψη, κάποιο σύντομο φεγγάρι, της έκδοσης του διεθνούς ανδρικού περιοδικού «Μaxim» που κυκλοφορούσε στην Ελλάδα ο σύζυγος της Ελενας Κουντουρά, βετεράνος καλαθοσφαιριστής και γνωστός ως «πρίγκιπας», Σαράντης Παπαχριστόπουλος. Το ίδιο περιοδικό τον είχε ανακηρύξει Ανδρα της Χρονιάς στον χώρο των Επιστημών, αλλά η βράβευση, πέραν της κοσμικής εκδήλωσης, μάλλον δεν συμπλήρωσε με κάποιο ανεκτίμητο έπαινο το ήδη ολοκληρωμένο και επιστημονικά βιογραφικό του.
Ούτε φυσικά μοιάζει να πρόσθεσε κάτι ιδιαίτερο στο καταξιωμένο νομικό ίματζ του όταν ο ίδιος -που δήλωνε μέλος της Νεολαίας Λαμπράκη στην εφηβεία του, εγγονός εκτοπισμένης γιαγιάς στη Μακρόνησο και γιος φανατικού Πασόκου, που η σύζυγός του τον φώναζε «αυριανιστή»- κατέβαινε το 1998 ως υποψήφιος δήμαρχος με τη δεξιά παράταξη στον Δήμο Πετρούπολης. Πιθανόν να θεωρούσε χρέος του προς τη γειτονιά που ανατράφηκε να πάρει το ρίσκο της ενασχόλησης με τα κοινά της. Κρίνεται, πάντως, πως δεν του έλειπε η αυτοδιοικητική λεζάντα, ακόμη και αν εμφορούνταν ενδόμυχα από ιδεαλιστικά και ρομαντικά κίνητρα. Από έναν ανιδιοτελή δονκιχοτισμό, κουκουλωμένο από τη σκληρή πατίνα ενός άκαμπτου ρεαλιστή. Για τους αντιπάλους του ήταν απλώς άλλη μία ανώφελη εκδήλωση εγωπαθούς επιδειξιμανίας. Οπως και να ’χει, η τοπική δημοτικότητά του τον έφερε τότε ως τον δεύτερο γύρο των εκλογών, όπου τελικά έχασε από τον υποψήφιο του ΚΚΕ. Δεν άλλαξε τίποτε για το ίδιο. Συνέχισε και κατά τη θητεία του ως δημοτικός σύμβουλος να πιστεύει ότι χωρίς φιλοδοξία τίποτα δεν αρχίζει και χωρίς δουλειά τίποτα δεν τελειώνει. Επί της ουσίας, όμως, δεν τον ένοιαζε η πολιτική σταδιοδρομία, γιατί θα έπρεπε να κάνει σκόντο στις θεμελιωμένες αρχές του. Οποιες κι αν έχει, τέλος πάντων, στο μυαλό του.
Ο γάμος με τη Βατίδου
Η αλήθεια είναι ότι ο δικηγόρος δεν κάνει καμία έκπτωση στις πατροπαράδοτες αξίες των οικογενειακών δεσμών. Προηγούνται της επαγγελματικής κλίσης, των κινήτρων και των επιθυμιών του η διαρκής έγνοια του για τα δύο παιδιά του: τον 18χρονο σήμερα Χρήστο και τη 15χρονη Μάιρα, καρπούς της έγγαμης συμβίωσής του με την αναγνωρίσιμη από την καριέρα της στο μόντελινγκ και πρώην εστεμμένη Μις Ελλάς Εύη Βατίδου. Το ζευγάρι έμενε μαζί στο ιδιόκτητο νεοκλασικό σπίτι του Αλέξη Κούγια στο Παλαιό Φάληρο, έως ότου αποφάσισε να παντρευτεί την Τετάρτη 24 Ιανουαρίου 2001, στα 50ά γενέθλια του ποινικολόγου, στον Αγιο Διονύσιο Αρεοπαγίτη, στο Κολωνάκι. Η ξεχωριστή γαμήλια τελετή με τους περίπου 500 προσκεκλημένους έγινε θέμα στα κεντρικά δελτία ειδήσεων, πρωτοσέλιδο σε εφημερίδες και περιοδικά, όπως άρμοζε σε έναν περιζήτητο γαμπρό που εγκατέλειπε την εργένική ζωή. Μετά από επτά χρόνια κοινής και, υποτίθεται, αρμονικής διαβίωσης δίχως σκιές, αμφότεροι οι σύζυγοι διαπίστωσαν ασυμβατότητα χαρακτήρων, η οποία έλαβε εκρηκτικές διστάσεις. Οι παθιασμένα ορμητικοί καβγάδες τους, αντίστοιχης έντασης του κινηματογραφικού «Πολέμου των Ρόουζ», αποτυπώθηκαν σε ζωντανές συνδέσεις από τις τηλεοπτικές κάμερες, εννοείται όλων των ιδιωτικών καναλιών.
Η παράφορη αντιπαλότητά τους πρόσφερε στο ευγενές στα δράματα, στα θρίλερ και τον ξεπεσμό των άλλων φιλοθέαμον κοινό της μικρής οθόνης ενσταντανέ ασυγκράτητου θυμού μετά από ολέθριες συγκρούσεις. Πότε η σύζυγος κατέληγε μωλωπισμένη στο νοσοκομείο, αφού προηγουμένως περιφερόταν ξυπόλητη στους δρόμους της Βουλιαγμένης, καταγγέλλοντας ότι ο σύζυγός της την είχε κλειδώσει έξω από το σπίτι. Πότε ήταν η σειρά του συζύγου να μεταφερθεί αιμόφυρτος στο πρόσωπο και το κεφάλι με ασθενοφόρο στο Γενικό Κρατικό, ισχυριζόμενος ότι η σύζυγος τον χτύπησε με το τακούνι της στο μάτι, ενώ δέθηκε χτύπημα από σιδερογροθιά από δύο σωματοφύλακες κάποιου φίλου της. Οι κοινοί τους γνωστοί συμπέραιναν μετά απ’ όλα αυτά ότι τα εν οίκω αυτογκόλ, σκληρά τάκλιν και φάουλ μεταφέρονταν απερίσκεπτα εν δήμω ως αναξιοπρεπής πανωλεθρία με συρροή από κόκκινες κάρτες στο χρώμα της ντροπής και αποβολές από το τερέν τής άλλοτε ειδυλλιακής οικογενειακής τους εικόνας. Οι ίδιοι απέδιδαν από κοινού υπαιτιότητα στο ζευγάρι για το κουτσομπολίστικο σόου που ξέσπασε. Ενοχλήθηκε ο ποινικολόγος από τον βουερό τραγέλαφο που αποκάλυπτε πτυχές της ιδιωτικής του ζωής. Για τον ίδιο, πάντως, οι επιθετικά καυστικοί σχολιασμοί εναντίον του ενορχηστρώνονταν από αντίπαλα συμφέροντα που έδιναν εντολή «εξοντώστε τον Κούγια» στα ΜΜΕ που επηρέαζαν ή έλεγχαν. Αλήθεια ή ψέματα, ο ίδιος γνωρίζει. Στο κάτω-κάτω δεν είναι ο μοναδικός που γνωρίζει ότι η αλήθεια αποτελεί συχνά την παράπλευρη απώλεια της κατίσχυσης.
Παρά τον επεισοδιακό χωρισμό του ζεύγους που βρισκόταν στα μαχαίρια και κατά τη μακρόχρονη αντιδικία του στις αίθουσες των δικαστηρίων, ο δικηγόρος ως πατέρας δεν έλειψε λεπτό από το πλευρό των παιδιών του, τα οποία κυριολεκτικά λατρεύει. Τα έβλεπε ανελλιπώς και ήταν μονίμως δίπλα τους όλα τα γουικέντ, τις γιορτές, τις θερινές διακοπές, πράγμα που συνεχίζει με αμέριστη συμπαράσταση, υποδειγματική συμπεριφορά και αμείωτη γονική ζεστασιά μέχρι σήμερα. Φρόντισε ακόμη να μείνουν με τη μητέρα τους σε απέναντι σπίτι από το δικό του για να μη χάσει την καθημερινή επαφή μαζί τους. Υποστηρικτής και συμπαραστάτης τους, πάντα ρωτούσε τη γνώμη τους για τις κοινωνικές δραστηριότητές του. Και τις απαντήσεις τους τις λάμβανε σοβαρά υπόψη του. Προ δεκαετίας διατηρούσε μακρόχρονη σοβαρή σχέση με την εντυπωσιακή Σέρβα Σάνια Μποκάν, της οποίας ο επιχειρηματίας σύζυγος Βλαντίμιρ, φίλος του Μιλόσεβιτς, είχε δολοφονηθεί έξω από το σπίτι του στη Βούλα. Οταν ρώτησε τα παιδιά του αν ήθελαν να πάνε παρέα στη Μύκονο με τη χήρα και τα δυο κοριτσάκια της, και αυτά στραβομουτσούνιασαν, έκοψε κάθε πάρε-δώσε μαζί της.
Αυτό είναι το αληθινό κάδρο που εμπεριέχει τον Αλέξη Κούγια, ισχυρίζονται όσοι τον έχουν συναναστραφεί εκ του σύνεγγυς. Πέρα και πάνω από ισοπεδωτικός έως κυνικός δικηγόρος -όσοι τον έχουν παρακολουθήσει σε ακροαματικές διαδικασίες το έχουν αντιληφθεί ιδίοις όμασσι- είναι αποδεδειγμένα ένας τρυφερός πατέρας και δικαίως περηφανεύεται γι’ αυτό. Τίποτα παράδοξο, ασυνεπές και συγκρουόμενο, λένε οι ίδιοι, μεταξύ της καριέρας και της οικογενειακής του ευαισθησίας για τον συνήγορο αφενός του Επαμεινώνδα Κορκονέα στη δίκη της δολοφονίας του 16χρονου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, και αφετέρου του στοργικού, φιλεύσπλαχνου και ανιδιοτελή, άνευ αμοιβής, εδώ και δεκαετίες δικηγόρου της Εταιρίας Προστασίας Ανηλίκων. Στον κοινό παρονομαστή της προσωπικότητάς του δεν σωρεύεται μόνο το ευερέθιστο και το ευέξαπτο ταμπεραμέντο του. Εδράζονται ακόμη ισορροπημένα τα γνήσια λαϊκά στοιχεία και οι αρχές ενός παιδιού μιας φτωχογειτονιάς του Λεκανοπεδίου, που ξεχώρισε με το αστυλιζάριστο τσαγανό του σε ένα τοπίο μιας εδραιωμένης ελίτ από κληρονομικά ευνοημένους μεγαλοδικηγόρους.
Από την Πετρούπολη
Αντίθετα, για τους επικριτές του, παρά τη μόστρα, το σουξέ και το γκλάμουρ που τον περιβάλλει σήμερα, ο ίδιος ποτέ δεν ξέφυγε από τα διεκδικητικά ζοριλίκια, την υποκριτική ευθιξία και το καταπραϋντικό στους αμετροεπείς θερμόαιμους βυτίο του νερουλά, μιας άλλοτε χωρίς υδροδότηση, ταπεινής και παραμελημένης δυτικής συνοικίας μεροκαματιάρηδων. Αδιευκρίνιστο παραμένει αν αυτά του τα επιρρίπτουν ως κακό. Ενδεχομένως προσάπτουν περιφρονητικά στην προέλευσή του ένα μετέπειτα ξιπασμένο, νεοπλουτίστικο «καλαμοκαβαλίκεμα», ρεζερβέ στην μπουζουκλερί παράγκα του lifestyle. Με πρόθεση, εκτιμάται, να απομειώσουν την αυτοπεποίθηση και τη μαχητικότητά του για μια ρεβάνς σε παλιότερες παγιωμένες αντιλήψεις και στεγανές συμπεριφορές που απέκλειαν τα φτωχόπαιδα από την προκοπή σε προνομιακούς χώρους. Βέβαια αυτά τα άβατα έχουν αλωθεί εδώ και μισό αιώνα, αλλά ορισμένες προκαταλήψεις επιμένουν.
Γεννημένος πριν από 70 χρόνια, ο Αλέξης Κούγιας μεγάλωσε σε ένα μικρό σπίτι, πάντα στο νοίκι, στην Πετρούπολη, μαζί με τον μικρότερο αδελφό του Δημήτρη. Ο πατέρας του ο Χρήστος, αγροτικής καταγωγής από το Βέλο Κορινθίας, ανάπηρος στο ένα του πόδι από νεαρός χωροφύλακας σε μια μάχη στη Φθιώτιδα κατά τον Εμφύλιο με τους αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού, διατηρούσε χρωματοπωλείο. Η μητέρα του η Καλλιόπη, απόφοιτη της Ελληνογαλλικής Σχολής «Αγιος Ιωσήφ», κρατούσε, σύμφωνα με τα ήθη της εποχής, το νοικοκυριό. Ο μικρός Αλέξης, άριστος μαθητής, μελετηρός και με ισχυρή μνήμη, πήγαινε ποδαρόδρομο στο κοντινότερο σχολείο που βρισκόταν τότε στους Αγίους Αναργύρους. Εξαιτίας αυτής της μεροληψίας, άλλες γειτονιές να έχουν σχολεία και άλλες ούτε ένα για δείγμα, πρωτοσυνειδητοποίησε ότι η ζωή δεν είναι δίκαιη για όλους. Τα παιδικά του χρόνια συνοψίστηκαν ανάμεσα στα διαβάσματα των μαθημάτων, στην καθημερινή βοήθεια στο πατρικό μαγαζί και στις τσαμπουκαλεμένες ποδοσφαιρικές αλάνες -μεγάλη η τρέλα του με την μπάλα- όπου οι πιτσιρικάδες της γειτονιάς ωρίμαζαν με παράσημο τα γδαρμένα τους γόνατα πάνω σε τερέν από χώμα, χαλίκι και κοτρόνες. Στα 15 του χρόνια πήρε βραβείο της Μαθηματικής Εταιρείας και η οικογένειά του το ’δεσε, ονειρευόταν πως θα γίνει μηχανικός, προσοδοφόρο και εγγυημένης απασχόλησης επάγγελμα την εποχή της αντιπαροχής.
Προς τα τέλη του εξαταξίου τότε Γυμνασίου μετακόμισε στην Κυψέλη, για να είναι κοντά στα φροντιστήρια Μαντά στην πλατεία Κάνιγγος, όπου προετοιμαζόταν εντατικά για τις εισιτήριες εξετάσεις στη Σχολή Μηχανολόγων του Πολυτεχνείου. Εξοικειωμένος από παιδί με τη βιοπάλη, τα χαράματα, προτού πάει σχολείο, μοίραζε με ποδήλατο στο εμπορικό κέντρο της Αθήνας την εφημερίδα «Ναυτεμπορική». Παράλληλα με την προσωρινή δουλειά του διανομέα, αγωνιζόταν στο ξερό γήπεδο του Αρη Πετρούπολης ως λίμπερο ή αμυντικό χαφ της ενδεκάδας. Παρά το επιθετικό πνεύμα του, ειδικεύτηκε να καθαρίζει τις επικίνδυνες φάσεις. Μαστοριά που εξέλιξε σε άλλον στίβο στο επίπεδο της τέχνης. Στα εφηβικά του χρόνια η μηδαμινή του διασκέδαση περιοριζόταν σε μια περατζάδα από το καφενείο της γειτονιάς και μια βόλτα ως τον Πανελλήνιο, όσο ήταν στην Κυψέλη. Μετά, εξαντλητικό διάβασμα και ύπνος με τις κότες. Ηταν η περίοδος της χούντας των συνταγματαρχών, όταν παρακινήθηκε από κάποιους συμμαθητές, μεταξύ των οποίων και ο Αλέκος Αλαβάνος, να παρακολουθήσει μια θορυβώδη δίκη, με πολιτικό υπόβαθρο και προεκτάσεις, στο Αρσάκειο Μέγαρο μεταξύ χουντικών καθηγητών της Νομικής που είχαν μηνύσει τους αντιστασιακούς καθηγητές. Πήγε, είδε και αποσβολώθηκε.
Θαμπώθηκε, εντυπωσιάστηκε, κεραυνοβολήθηκε από την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, ζήλεψε τη ρητορική δεινότητα των δικηγόρων στο ακροατήριο και αποφάσισε αυτομάτως να γίνει σαν αυτούς – γιατί όχι και καλύτερος. Οταν το ανακοίνωσε στο σπίτι η σοκαρισμένη οικογένεια του τού έκοψε σχεδόν την καλημέρα – για να μην του κόψει τα πόδια… Πεισματάρης, έφυγε για το σπίτι της γιαγιάς του στο Βέλο, ώστε να μελετήσει μόνος όλο το καλοκαίρι για τις εισαγωγικές εξετάσεις στο πανεπιστήμιο. Παρότι άσχετος στα Λατινικά, κατάφερε να μπει στη Νομική Θεσσαλονίκης. Ηδη ήταν αμειβόμενος ποδοσφαιριστής στην ομάδα του Ολυμπιακού Λουτρακίου, που τότε αγωνιζόταν στη Β’ Εθνική. Οντας φοιτητής πήρε μεταγραφή για τον Ηρακλή Θεσσαλονίκης. Με το σεβαστό για την εποχή χρηματικό πριμ αγόρασε μια πανάκριβη μοτοσικλέτα της εποχής, την Kawasaki Ζ1 900 και κατέβηκε στο Ξυλόκαστρο για καλοκαιρινές διακοπές, καθώς και ατομική προετοιμασία για την επόμενη ποδοσφαιρική σεζόν. Ομορφόπαιδο, σένιος, ευθυτενής και αθλητικός, καβάλα σε έναν πραγματικό δυναμίτη της ασφάλτου, πυρπολούσε τις καρδιές των νεαρών παραθεριστριών. Είχε ανέκαθεν τόσο ευγενικό τρόπο να γοητεύει τις γυναίκες, ώστε χρόνια αργότερα ένας συναισθηματικός δεσμός του τον είχε χαρακτηρίσει εθιστικό σαν γλυκοσέρτικο τσιγάρο.
19 μήνες στο ΚΑΤ
Μάταια τον περίμενε, τότε, στην Αθήνα το πρώτο του μεγάλο αμόρε, η Μαριαλένα, κόρη του διάσημου κονφερασιέ της εποχής Γιώργου Οικονομίδη. Μπάνικος και ως αναβάτης της ελκυστικής μηχανής, μαγνήτιζε τα βλέμματα των κοριτσιών που φλέρταρε, ενόσω ο ίδιος ήταν ξεμυαλισμένος από τα θέλγητρα του κοσμικού για την εποχή παραθαλάσσιου θερέτρου του Κορινθιακού. Εκεί δυστυχώς καραδοκούσε ένα παραλίγο θανατηφόρο χτύπημα της μοίρας. Το πρωινό της 1η Ιουλίου, αφού έκανε γυμναστική, ανέβηκε στο εντυπωσιακό και ταχύτατο δίτροχό του και πήρε τον δρόμο για μια καφετέρια στο γειτονικό Κιάτο. Στον δρόμο, ένας φορτηγατζής που είχε κοιμηθεί στο τιμόνι μπήκε στο αντίθετο ρεύμα, έπεσε με μετωπική σφοδρότητα πάνω του, τον τραυμάτισε βαριά και τον εγκατέλειψε αναίσθητο με συντριπτικά κατάγματα στην άσφαλτο. Τον πρόλαβαν ημιθανή. Εμεινε 19 μήνες στο ΚΑΤ, με αβάσταχτους πόνους και τρομερά προβλήματα στα άκρα. Η προοπτική επαγγελματικής καριέρας στα γήπεδα είχε τελειώσει, αλλά κράτησε άσβεστο τον σπινθήρα της αγάπης του για το ποδόσφαιρο. Τρία χρόνια αργότερα και αφού πέρασε ένα χρονικό διάστημα απομονωμένος σε ένα δεμένο στον μόλο σκαρί, επέστρεψε αποθεραπευμένος στις αγωνιστικές υποχρεώσεις του Ολυμπιακού Λουτρακίου. Είχε πάρει κιόλας πτυχίο Νομικής και είχε ανοίξει δειλά-δειλά το δικό του δικηγορικό γραφείο.
Για καλή του τύχη, μετά από συγκλονιστικές ατυχίες, ο πρόεδρος της ποδοσφαιρικής ομάδας του ήταν και πρόεδρος της Λαχαναγοράς. Αυτός τον βοήθησε αναθέτοντάς του τις άφθονες αγορανομικές υποθέσεις αρκετών χονδρεμπόρων μανάβηδων του Ρέντη. Τις αντιμετώπισε ως κακουργήματα, αφού τότε προβλέπονταν αυστηρές ποινές για τέτοιες παραβάσεις. Είχε 5-6 δικαστήρια τη μέρα.
Σε μια τέτοια δικαστική αίθουσα τον άκουσε ο πατέρας του Βαγγέλη Ρωχάμη και του ανέθεσε την υπόθεση του γιου του. Αφοσιώθηκε στη δίκη στο μεικτό ορκωτό που κράτησε 5 μήνες, με έμπειρους δικηγόρους από την απέναντι πλευρά. Και ενώ προβλεπόταν ότι ο διαβόητος κατ’ επανάληψη δραπέτης, γνωστός ως «Πεταλούδας», θα καταδικαζόταν τουλάχιστον με πέντε ισόβιες καθείρξεις, αθωώθηκε. Αντίθετα, οι συγκατηγορούμενοι του Ρωχάμη καταδικάστηκαν από 1-3 φορές ισόβια. Ηταν μια εντυπωσιακή εκκίνηση στην άσκηση ποινικής δικηγορίας και ένας προσωπικός θρίαμβος ενός νέου αλλά αναμφίβολα ικανού δικηγόρου. Επειδή αυτή η δίκη συγκέντρωσε τότε, το 1978, μεγάλη προβολή και κέρδισε την αναγνώριση, βαθμιαία του εμπιστεύτηκαν και άλλοι τις υποθέσεις τους. Ηταν μόλις 27 χρόνων. Τέτοια αφετηρία προς την επιτυχία δεν θα τη φανταζόταν για τους ήρωες των βιβλίων του ούτε ο μετρ των δικαστικών θρίλερ Τζον Γκρίσαμ.
Εκτοτε ανέβηκε γρήγορα την κλίμακα προς την καθιέρωση στο επάγγελμα. Εκοψε τις κακές συνήθειες, όπως τη χαρτοπαιξία στις λέσχες, σταθερά 4-8 το απόγευμα μετά τα δικαστήρια, με συμπαίκτες στην πόκα καλλιτέχνες, επιχειρηματίες, επιστήμονες και στρώθηκε στη δουλειά του ευυπόληπτου δικηγόρου. Με το πρώτο καλό κομπόδεμα από τις επαγγελματικές του αμοιβές αγόρασε ένα μεγάλο σπίτι για τους γονείς του στο Ξυλόκαστρο. Εκανε το καθήκον του γι’ αυτούς, παρότι ο πατέρας του τού κρατούσε γινάτι επειδή δεν έγινε μηχανικός -σε αντίθεση με τη μητέρα του-, δεν του έδωσε ποτέ συγχαρητήρια και δεν πήγε όσο ζούσε να παρακολουθήσει μια δίκη του γιου του. Σταδιακά με τη φήμη που αποκτούσε έγινε δικηγόρος των τραγουδιστών που κυριαρχούσαν στη δισκογραφία και στις μεγάλες πίστες της εποχής, όπως, μεταξύ άλλων, του Βοσκόπουλου, του Κόκοτα, του Πανταζή, του Διονυσίου, του Πάριου, της Μαρινέλλας. Με την τελευταία συνδέθηκε περισσότερο. Εγινε μάλιστα κουμπάρα του στον πρώτο του γάμο, με την Τίλντα, ένα πανέμορφο κορίτσι εύπορης εβραϊκής οικογένειας από την πλατεία Κολιάτσου. Οι γονείς της δεν τον καλόβλεπαν ως γαμπρό, αλλά εκείνη χάρη στον έρωτά τους εγκατέλειψε τη θρησκεία της, ασπάστηκε τον χριστιανισμό και τη βάφτισε η Μαρινέλλα. Εντέλει παντρεύτηκαν το 1982 σε στενό κύκλο, σε ένα εκκλησάκι στο Βέλο.
Ακολούθησε μια συνταρακτική τραγωδία. Η Τίλντα σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα και κάηκε μέσα στο αυτοκίνητό της, δυόμισι μήνες μετά τον γάμο τους. Απαρηγόρητος ο 32χρονος τότε δικηγόρος, έχασε 12 κιλά σε έναν μήνα, από τη στενοχώρια για την αδικοχαμένη σύντροφο της ζωής του. Επνιξε τον αφόρητο θρήνο του πένθους του σε μια θάλασσα εργασιομανίας. Ρίχτηκε στα βαθιά, αλλά δεν παρασύρθηκε στον πάτο της θλίψης. Κολύμπησε με τα μούτρα στην τρικυμιώδη δουλειά του, έφτιαξε όνομα και έγινε φίρμα του επαγγέλματός του. Ζυμωνόταν καθημερινά στα δικαστήρια και διακρινόταν από άγνοια κινδύνου και περίσσιο θράσος.
Σε μια υπόθεση, το 1986, όταν ο τότε κραταιός, πριν αποδειχτεί μεγαλοαπατεώνας, Γιώργος Κοσκωτάς, είχε μηνύσει την εφημερίδα «Εθνος», ιδιοκτησίας Γιώργου Μπόμπολα, ο Αλέξης Κούγιας ήταν παρών στο ακροατήριο και παρακολουθούσε ανελλιπώς τη μακρόσυρτη δίκη χωρίς καμία επαγγελματική εμπλοκή. Στο εδώλιο του κατηγορουμένου κάθονταν ο διευθυντής της εφημερίδας Αλέκος Φιλιππόπουλος και τρεις δημοσιογράφοι με συνήγορο τον έμπειρο δικηγόρο και μετέπειτα ευρωβουλευτή Γιάννη Σταμούλη. Από μεριάς πολιτικής αγωγής παρίσταντο οι δικηγόροι Γιάννης Μαντζουράνης και Θανάσης Βαρλαμης. Οταν ένα πρωινό, στην κορύφωση της κρίσιμης δίκης, έπρεπε να αγορεύσει ο συνήγορος υπεράσπισης και αυτός είχε καθυστερήσει να φτάσει στο δικαστήριο, μέσα στη γενική αμηχανία ακούστηκε ανέλπιστα μια φωνή που διέλυε το σασπένς, δηλώνοντας με αυτοπεποίθηση ότι θα αναλάμβανε πρωτοβουλιακά την υπεράσπιση των κατηγορουμένων. Εκπληκτος και εντυπωσιασμένος, ο Φιλιππόπουλος στράφηκε και ρώτησε πώς τον λένε τον αυτόκλητο συνήγορο και αυτός αποκρίθηκε με αυτοκυριαρχία: «Αλέξης Κούγιας, δικηγόρος». Γνώριζε όλα τα στοιχεία της δίκης και είχε συνοψίσει όλα τα υπερασπιστικά επιχειρήματα. Δεν χρειάστηκε να τα εκθέσει στο δικαστήριο γιατί έφτασε ασθμαίνων ο Σταμούλης. Παρ’ όλα αυτά, ο 35χρονος τότε δικηγόρος είχε αναπάντεχα δείξει ότι διέθετε νομική ραχοκοκαλιά, αποφασιστικότητα, τόλμη και σθένος για να διαπρέψει στις δικαστικές αίθουσες. Κοινώς, το ’χε το χάρισμα. Το γνωμικό που λέει ότι ένας σωστός δικηγόρος πρέπει να ρωτάει τα πάντα, να μην παραδέχεται τίποτα και να μιλάει περισσότερο από μια ώρα δεν το ’παιζε απλώς από νωρίς στα δάχτυλα του ενός χεριού, το εφάρμοζε στο ακέραιο κιόλας. Το μεγάλο του ατού είναι ότι ήδη από την απαγγελία του κατηγορητηρίου στον πελάτη του γνωρίζει την τακτική που θα ακολουθήσει. Και τη δρομολογεί πάντα με χέρια καθαρά, αλλά νύχια αιχμηρά ακονισμένα.
Η δημοσιότητα
Ως αυτοδημιούργητος και επιτυχημένος, τονίζουν όσοι τον συμπαθούν ή έχουν ευνοηθεί από τους δικαστικούς χειρισμούς του, ποτέ του δεν μορφοποιήθηκε ως εύπλαστος πηλός, σύμφωνα με τις προδιαγραφές ενός κυρίαρχα δομημένου συστήματος. Δεν ήταν κάνας επαναστάτης, αλλά είχε τα κότσια και το συγκροτημένο μυαλό να αντιπαρατεθεί σε χρόνιες παθογένειες. Πρωταγωνίστησε ενάντια στο Παραδικαστικό και τις λοβιτούρες του. Εβγαλε στη φόρα τα στημένα παιχνίδια του ποδοσφαίρου, αντιπαρατέθηκε με ισχυρούς παράγοντες και άνοιξε κόντρες με επώνυμους επιχειρηματίες. Κέρδισε μάχες, αλλά πολλές φορές έχασε και το όποιο δίκιο του. Η αιτία ήταν ότι δεν κατάφερε να χαλιναγωγήσει την αλαζονεία, την έπαρση και την οίηση που φέρεται να άντλησε, μάλλον ακατανόητα για την ευστροφία του, από το τηλεοπτικό βάθρο ενός σταρ που χτίστηκε κάτω από τα πόδια του από διάφορες εκπομπές της ιδιωτικής τηλεόρασης.
Διέθετε το νηφάλιο πειστικό ύφος που κέρδιζε τις εντυπώσεις και «πουλούσε» στο κοινό με το ταλέντο του να συνδυάζει νομικά επιχειρήματα με την αυτοσκηνοθεσία της εικόνας του στο γυαλί. Και φυσικά αξιοποιούσε την ευκαιρία της εμφάνισής του στη μικρή οθόνη, για να εκθέσει στους τηλεθεατές την υπερασπιστική του τακτική, κατά τον χειρισμό πολύκροτων υποθέσεων που του είχαν ανατεθεί. Περιζήτητος στα κανάλια, καθώς βρισκόταν διαρκώς στην επικαιρότητα με τις παραστάσεις του πότε ως συνήγορος υπεράσπισης και πότε ως πολιτικής αγωγής σε δίκες που πυροδότησαν το ζωηρό ενδιαφέρον όλης της χώρας. Ανάμεσά τους εκείνες των σατανιστών, της συμμορίας δολοφόνων, της Siemens, του ΕΛΑ, της «17 Νοέμβρη», του Χρηματιστηρίου, του Στέγγου, του Λαυρεντιάδη, του Σαλιαρέλη, των Ζωνιανών, της βύθισης του «Σάμινα», του ριφιφί στην Τράπεζα Εργασίας, των δομημένων ομολόγων, του Παπαχρόνη, του Φραντζή, της ανθρωποκτονίας της Σούλας Καλαθάκη, του Μαρσελίνιο, του Μένη Κουμανταρέα και μύριες άλλες. Χώρια οι πυρετικά χειμαρρώδεις παρεμβάσεις του ως ποδοσφαιρικού παράγοντα σε αθλητικές εκπομπές που, επίσης, τον περιέβαλλαν με το άπλετο φως της δημοσιότητας. Σε αυτές εδινε το «παρών» από τότε κιόλας που κέρδισε την παράσταση συμμετέχοντας στη δίκη της περιβόητης υπόθεσης Κιάππε, το πρώτο μεγάλο σκάνδαλο που συγκλόνισε το ελληνικό ποδόσφαιρο με τις διαπλοκές, τα κυκλώματα και τα συνεννοημένα παιχνίδια.
Ασυγκράτητος
Ωστόσο, η υπερβολική δημοσιότητα είναι ανελέητη και η τηλεοπτική εικόνα αμείλικτη προς εκείνους τους εκάστοτε λουσμένους στους προβολείς τους πρωταγωνιστές. Ιδίως όταν αυτοί δείχνουν σε κάποια φάση ότι το θυμικό τους υπερβαίνει άγαρμπα τη λογική. Οταν η ασυγκράτητη συμπεριφορά του Αλέξη Κούγια στον δημόσιο χώρο έπαψε να εκπέμπει μια ψύχραιμη κανονικότητα, εισέπραξε τα επίχειρα της υπερέκθεσής του στα ΜΜΕ. Σίγουρα τις άκομψες ενέργειές του σε δημόσια θέα τις εκμεταλλεύτηκαν οι ουκ ολίγοι εχθροί του, αλλά και ο ίδιος έδωσε ακαλαίσθητα και παρορμητικά την αφορμή για να χλευαστεί. Ακόμη και όταν τον έπνιγε το δίκιο και του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι από τις συκοφαντίες που διέδιδε εκπομπή κατά πελάτη του, δεν αποτελούσε ένδειξη πυγμής το να σκαρφαλώνει, τον μακρινό Μάρτη του 2004, στην καγκελόπορτα του καναλιού του Περιστερίου ΑLTER, για να μπουκάρει λάβρος εναντίον του παρουσιαστή της εκπομπής. Πόσο μάλλον όταν την ίδια στιγμή καταγραφόταν ζωντανά η αποκοτιά του από τις τηλεοπτικές κάμερες! Παρομοίως, ο ποινικολόγος λοιδορήθηκε όταν ένα χρόνο αργότερα ξυλοφόρτωσε στην πλατεία Κολωνακίου τον Γρηγόρη Βαλλιανάτο, ο οποίος είχε αφήσει υπαινιγμούς για τον ανδρισμό του. Δεν τις σήκωνε τέτοιες χολερικές προσβολές ο Κούγιας. Ούτε τις καταχρηστικές παρωδίες με δυσφημιστικά υπονοούμενα που επιχειρούσαν να πατήσουν τον κάλο της υπόληψής του. Αρπάχτηκε σε καφετέρια της Γλυφάδας με τον δήμαρχο Βόλου Αχιλλέα Μπέο, με τον οποίο είχαν προηγούμενα από την υπόθεση «Koriopolis» με τα στημένα παιχνίδια, όταν ο μεγαλοπαράγοντας της τοπικής ομάδας της πρωτεύουσας της Μαγνησίας τον αποκαλούσε «τακουνάκια», προσβάλλοντας υπονομευτικά το ανάστημά του.
Οργίλος, ήρθε στα χέρια με τον πρόεδρο του Α.Ο. Χανίων Ηρακλή Νύκταρη στο αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος», ενώ οι σεκιούριτι έκαναν αμάν να τους χωρίσουν από το πεζοδρομιακό πλάκωμα. Εγινε μαλλιά-κουβάρια και με τον εφοπλιστή, επιχειρηματία και μεγαλομέτοχο της ΑΕΚ Δημήτρη Μελισσανίδη σε ρεστοράν της Βουλιαγμένης. Και βέβαια καβγάδισε άγρια με τον Λάκη Λαζόπουλο ένα βράδυ στο «Αθηνών Αρένα», όπου τραγουδούσαν ο Αντώνης Ρέμος και η Δέσποινα Βανδή. Αιτία, η προηγούμενη αποστολή εξωδίκων του δικηγόρου προς τον καταξιωμένο ηθοποιό να σταματήσει από την εκπομπή του «Αλ Τσαντίρι» να ασχολείται με το ύψος του. Ο Λαζόπουλος τα αγνόησε και συνέχισε να τον σαρκάζει σε στυλ: «Εχω πει εγώ ότι ο Κούγιας είναι κοντός; Οχι βέβαια! Είναι όσο δύο φερμουάρ μεσαίου μπουφάν. Είναι δύο μπουφάν άνθρωπος». Αναπόδραστα όταν βρέθηκαν αμφότεροι σε παραπλήσια πρώτα τραπέζια πίστα στο κέντρο διασκέδασης, ο ένθερμος ποινικολόγος υπερασπίστηκε το ύψος του (1,79 μ. κατά τον ίδιο) από τη γελοιοποίηση και φέρεται να «κουτούπωσε» νταηλίδικα τον ηθοποιό σε κοινή θεά των πέριξ θαμώνων. Επικαλέστηκε μάλιστα αχαριστία εκ μέρους του δεύτερου, ισχυριζόμενος ότι τον έσωσε στην υπόθεση του σκάφους «Therapy» με την κοκαΐνη, πριν από 20 χρόνια στη Μύκονο. Τελεία.
Αυτή η ερεθιστικά ενοχλητική ή σκόπιμα μακιαβελική όψη του πολυπράγμονα Αλέξη Κούγια, σε μια Ελλάδα που δεν έχει αιχμαλωτιστεί ακόμη από την ασφυκτική πολιτική ορθότητα, δεν φαίνεται να συννεφιάζει τη δικηγορική του αίγλη. Συνεχίζει απτόητος, ως συλλειτουργός της Δικαιοσύνης, να αποτελεί για αρκετούς εγγύηση αποτελεσματικότερης εκπροσώπησης για μια δίκαιη δίκη. Περιβαλλόμενος από αυτή την εμπιστοσύνη, μπορεί κατά καιρούς να εκφέρει ανεμπόδιστα ακραίες, απαξιωτικές ομοφοβικές ή ξενοφοβικές απόψεις, που θίγουν συγκεκριμένες μειονότητες. Δεν τον νοιάζουν οι οργισμένες αντιδράσεις και τα παράπονά τους, ούτε δίνει δεκάρα για την πιθανή ευρύτερη αγανάκτηση προκειμένου να επιτύχει τον στόχο του: την απαλλαγή κάθε πελάτη του. Από τέτοια πάστα είναι φτιαγμένος. Συγκρουσιακός από άποψη, παρεξηγησιάρης από ιδιοσυγκρασία, διεκδικητικός από επαγγελματική συνάφεια και καχύποπτος από εμπειρία – άλλωστε τόσα έχουν δει τα ματιά του. Και έτσι πορεύεται στον επαγγελματικό του βίο. Με μότο του «κάθε μέρα είναι η τελευταία» ζει τη ζωή του σήμερα, όχι αύριο, και σίγουρα όχι χθες..
Πηγή : www.protothema.gr