«Ολόκληρη η γενιά των Θεοδωράκηδων ξεκίνησε από τον Θεοδωρομανώλη, ξακουστό λυράρη και τραγουδιστή. Φαίνεται λοιπόν ότι την έφεση για τη μουσική την πήρα από την κρητική μου καταγωγή», έγραψε το 1988 ο Μίκης Θεοδωράκης στον δίσκο που κυκλοφόρησε τότε ο Κώστας Μουντάκης με τίτλο «Στον Ψηλορείτη θ’ ανεβώ». Ο δημοφιλής συνθέτης έγραφε για τον εκφραστή της ανόθευτης μουσικής της Κρήτης σημειώνοντας μεταξύ άλλων: «Ακούγοντας τα τραγούδια του Μουντάκη, μου ’ρχεται στον νου ο Θεοδωρομανώλης, η ρίζα μου. Μαζί σου, Μουντάκη, “στον Ψηλορείτη θ’ ανεβώ”, όπως πάντα, όταν ακούω το παίξιμο της λύρας σου».
Από τους πιο αγαπητούς λυράρηδες, στυλοβάτης της κρητικής μουσικής, αυθεντικός, με το από Θεού χάρισμα, «αφομοίωσε τα στοιχεία της λαϊκής μας παράδοσης και προσδιόρισε με το διαχρονικό δημιουργικό συνθετικό του έργο την ιδιαιτερότητα της κρητικής μουσικής», γράφει για αυτόν, προλογίζοντας την έκδοση «Το χρονικό της πορείας του Κώστα Μουντάκη» (εκδ. Μετρονόμος), ο Γιώργος Σγουράκης. Ο παραγωγός, σκηνοθέτης και πρόεδρος του «Αρχείου Κρήτης» επισημαίνει ακόμη ότι «δημιούργησε με τη σφραγίδα της προσωπικής του αίσθησης, με τον στίχο-μαντινάδα και με τη δεξιοτεχνία του στη λύρα συνθέσεις με εντελώς προσωπικούς, περίτεχνους και χαρακτηριστικούς μελωδικούς αυτοσχεδιασμούς», το «ύφος Μουντάκη», ολόκληρη σχολή.
Το βιβλίο που υπογράφει ο γιος του δεξιοτέχνη της λύρας, Μάνος Μουντάκης, περιλαμβάνει φωτογραφίες, ντοκουμέντα, χειρόγραφα, μαρτυρίες, αφηγήσεις από τις συζητήσεις που έκανε για χρόνια με τον πατέρα του. Αλλωστε και ο ίδιος μυήθηκε στην παραδοσιακή μουσική της Κρήτης μαζί με τις σπουδές πιάνου και θεωρητικών στο Ωδείο Αθηνών. Στις 200 σελίδες της έκδοσης ο αναγνώστης παρακολουθεί την πορεία, το έργο, την τεχνική του μεγάλου λυράρη. Φέτος, 30 χρόνια από τον θάνατό του, ο Γ. Σγουράκης θυμίζει ότι ο Κ. Μουντάκης ήταν ο πρώτος που δισκογράφησε και κυκλοφόρησε στο βινύλιο «Ερωτόκριτο», ασχολήθηκε με την Κρητική Αναγέννηση, με τη «Βοσκοπούλα», κυκλοφόρησε κύκλους με ιστορικά και ηρωικά έργα, αφιερώματα με πρόσωπα που σηματοδότησαν την Κρήτη.
«Το ιστορικό της ράτσας μου», έλεγε ο ίδιος ο λυράρης, άρχισε από το 1828, όταν ο Μανούσος Μουντάκης σκοτώθηκε στο Φραγκοκάστελο, στη μάχη του Χατζημιχάλη Δαλιάνη εναντίον του Μουσταφά πασά, αφήνοντας εννέα ορφανά πίσω του. Ετσι οι Μουντάκηδες έφυγαν από τον Καλλικράτη Σφακίων για τα Χανιά και άλλα μέρη. Ο Σφακιανομιχάλης, πατέρας του παππού του, μετεγκαταστάθηκε στην Αλφά. Εκεί το 1926 γεννήθηκε ο λυράρης. Πατέρας του ήταν ο Νικόλαος Μουντάκης ή Κελαηδής, όπως τον φώναζαν επειδή τραγουδούσε κελαηδιστά. Αλλά ήταν και δεινός χορευτής. Οταν γεννήθηκε ο γιος, οι γονείς τον έταξαν στον Αγιο Κωνσταντίνο και να βαπτισθεί στην Ιερά Μονή Αρκαδίου. Ετσι έγινε, αλλά ο Μουντοκώστας ορφάνεψε νωρίς. Κι έγινε εργάτης στο μάζεμα ελιάς, τυροκόμος, αλωνάρης κ.ά. μέχρι να βρει τον δρόμο του στη μουσική. Τα ερεθίσματα ήταν ο φωνόγραφος που έφθασε στο χωριό και οι μουσικοί που προσπαθούσαν να παίξουν ο ένας καλύτερα από τον άλλον.
Η γνωριμία του με τον οργανοποιό Μανώλη Σταγάκη και η αγορά της πρώτης του λύρας το 1947 ήταν καθοριστική. Στα 22 κατατάσσεται στη Χωροφυλακή στα Χανιά για να υπηρετήσει 5ετή θητεία αντί του στρατιωτικού του. Ενα χρόνο αργότερα, στην κηδεία του δημάρχου Χανίων γνωρίζει τον Σοφοκλή Βενιζέλο, ο οποίος τον προσλαμβάνει στο Γραφείο Ασφαλείας του. Ερχόμενος στην Αθήνα του ’50 δεν παρατάει τη λύρα. Τα πρωινά εργάζεται στη Βουλή στο γραφείο του Βενιζέλου και στη συνέχεια παίζει σε ένα υπόγειο εστιατόριο δίπλα στην Αγία Ειρήνη, στην Καπνικαρέα, κοντά σε ονομαστούς μουσικούς. Ανήσυχος καθώς είναι, δίνει εξετάσεις στο ΕΙΡ για να μπορεί να παίζει λύρα σε ραδιοφωνικές εκπομπές. Επιτροπή ήταν οι Μανώλης Καλομοίρης, Σίμωνας Καράς, Μάριος Βάρβογλης κ.ά. Οταν μαθαίνει ότι η Δόρα Στράτου ζητάει πρωτοχορευτές στο κρητικό συγκρότημα, σπεύδει να αρπάξει την ευκαιρία, ενώ δέχεται να εμφανίζεται –όταν τον χρειάζονται– σε κέντρο στον Προφήτη Ηλία του Πειραιά. Γρήγορα ο κόσμος συζητάει για «κάποιον χωροφύλακα που παίζει υπέροχη λύρα». Τίποτα δεν θυμίζει τον Μουντάκη του χωριού.
Οταν έληξε η πενταετία της θητείας του, ο Μουντοκώστας παραιτείται από τη σιγουριά της Χωροφυλακής. Την ίδια χρονιά τον «λάβωσε» ο έρωτας – απάγει και παντρεύεται την Αγγελική Βαρούχα. Χωρίς βασική πρωινή εργασία πια και με διπλές υποχρεώσεις, πηγαίνει στο εργοστάσιο λιπασμάτων. «Εργάτης το πρωί με φόρμα και τσόκαρα μέσα σε γράσα, στα λιπάσματα και στον ιδρώτα… και το βράδυ μεταμορφωνόταν σε λυράρη με κοστούμι και αστραφτερό σκαρπίνι, γλέντι και πάλι ιδρώτας… Ολα σε ιδρώτα κατέληγαν», γράφει ο γιος του, Μάνος Μουντάκης.
Κεφάλαιο στην καριέρα του είναι τα ταξίδια που ξεκίνησε το 1960 στην ομογένεια (Αμερική, Ευρώπη, Ν. Αφρική). Στην Αμερική ιδρύει φωνογραφική εταιρεία και κυκλοφορεί με τον Νίκο Μανιά δίσκους 45 στροφών για να δίνει δώρο σε αυτούς που τους φιλοξενούσαν σε κάθε πόλη όπου εμφανίζονταν. «Η ιδέα του αποδείχτηκε ορθότατη», γράφει ο γιος του.
Μέσα δεκαετίας του ’70, με προτροπή της Ελένης Καραΐνδρου, ξεκινάει μαθήματα λύρας στην γκαλερί «Ωρα» με άλλους δεξιοτέχνες. Η ανταπόκριση ήταν μεγάλη. Εκτοτε έδωσε έμφαση στη διδασκαλία της κρητικής λύρας και στην ίδρυση σχολών στην Κρήτη. Ο Κώστας Μουντάκης έφυγε από πνευμονικό οίδημα τον Ιανουάριο του 1991, στα χέρια του γιου του, Μάνου. Φέτος, ανήμερα την επέτειο του θανάτου του, έφυγε και η σύζυγός του Αγγελική.
ΠΗΓΗ: kathimerini.gr