Πρόκειται για το έγκλημα της Marfin. Ένα έγκλημα, το οποίο έλαβε χώρα πριν ένδεκα χρόνια και στιγμάτισε την Ελλάδα των μνημονίων. Είχε τρεις νεκρούς, μια εκ των οποίων έγκυος και 21 τραυματίες, παραμένει «αγνωστών δραστών».
Οι φυσικοί αυτουργοί, δεν εντοπίστηκαν, οι δύο που αρχικά κατηγορήθηκαν ουσιαστικά αθωώθηκαν, ενώ το μόνο που άλλαξε δραματικά, ήταν οι ζωές των υπαλλήλων του φλεγόμενου κτηρίου της οδού Σταδίου. Οι περισσότεροι, από αυτούς που κατάφεραν να επιβιώσουν από εκείνο το κολασμένο πρωινό της 5ης Μαίου του 2010, έκλεισαν για πάντα την πόρτα πίσω τους. Άλλαξαν ζωές, άλλαξαν επαγγέλματα, κάποιοι άλλαξαν και τόπο κατοικίας και κανένας τους δεν θέλει να ξανακούσει για την πονεμένη αυτή ιστορία.
Τραγωδία της Marfin: Το χρονικό
Ήταν μεσημέρι της 5ης Μαϊου του 2010. Η Αθήνα είχε κατακλυστεί από χιλιάδες διαδηλωτές, κατά του μνημονίου και η χώρα είχε παραλύσει από τη γενική απεργία.
Οι πρώτες πληροφορίες για την αδιανόητη τραγωδία που είχε συμβεί στο υποκατάστημα της τράπεζας Marfin στην οδό Σταδίου ήρθαν από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης, αφού τα ελληνικά μετείχαν στην απεργία.
Τρεις άνθρωποι, υπάλληλοι της τράπεζας κάηκαν ζωντανοί στην τραγωδία της Marfin όταν ομάδα 23 κουκουλοφόρων (σύμφωνα με το βούλευμα με το οποίο παραπέμφθηκαν σε δίκη οι δύο βασικοί κατηγορούμενοι) έβαλαν φωτιά με μολότοφ: Ήταν η Παρασκευή Ζούλια 35 ετών, η Αγγελική Παπαθανασοπούλου 32 ετών, έγκυος στο πρώτο της παιδί και ο Επαμεινώνδας Τσακάλης 36 ετών.
Οι επιθέσεις με τις μολότοφ στην τραγωδία της Marfin εκδηλώθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα στο βιβλιοπωλείο Ιανός και την τράπεζα. Οι οκτώ υπάλληλοι που είχαν παγιδευτεί στη Marfin προσπαθούσαν όπως όπως να σωθούν- από μπαλκόνια, από την τράπεζα που είχε τυλιχθεί στις φλόγες.
Από τις μετέπειτα αφηγήσεις και μαρτυρίες κατά τη διεξαγωγή της δίκης, ήρθαν στο φως τραγικές και συγκλονιστικές πτυχές από το δράμα των ανθρώπων που εγκλωβίστηκαν στην τράπεζα.
Σε τηλεφωνικές επικοινωνίες με οικείους τους, ανέφεραν ότι πνίγονται από τον καπνό, ενώ η μοναδική έξοδος ήταν κλειστή. Υπάλληλοι, που διεσώθησαν αφηγήθηκαν τις στιγμές πανικού και ως μοναδική οδό διαφυγής να πηδήξουν από το μπαλκόνι. Οι κουκουλοφόροι απ’ έξω ούρλιαζαν «να καείτε».
Οι καταθέσεις
Συγκλονιστική ήταν η κατάθεση που έδωσε ο υπάλληλος της Marfin Δημήτρης Παπατζής. Ο μάρτυρας περιέγραψε στο δικαστήριο για την τραγωδία της Marfin:
«Μας είχαν στο στόχαστρο, φωνάζανε… Είδα ότι έχει σπάσει το τζάμι του ισογείου και ότι κάποια άτομα έριχναν εύφλεκτο υλικό. Πήρα πυροσβεστήρα αλλά δεν τα κατάφερα. Έτσι ανεβήκαμε πάνω στον δεύτερο όροφο. Η φωτιά άρχισε σιγά σιγά να ανεβαίνει…. Ήμουν εγκλωβισμένος στο μπαλκόνι δεν ήξερα αν πρέπει να πηδήξω ή να καώ…. Πετούσαν πέτρες. Τα άτομα αυτά παρείσφρησαν στην πορεία… Τους βλέπαμε να σπάνε τον «Ιανό». Δεν ήταν οι διαδηλωτές που ήρθαν να διαδηλώσουν για το Μνημόνιο. Είχαν μπει μέσα στη πορεία. Είχαν καλύψει τα πρόσωπά τους. Γύρω στις 14:00 ακούσαμε το σπάσιμο της τζαμαρίας. Εν τέλει πήδηξα από το μπαλκονι….Όσο ήμουν στο μπαλκόνι δεν είδα κίνηση αλληλεγγύης προς εμάς… Υπήρχε μόνο ένας άνθρωπος που φώναζε: ” Μέσα καίγονται ρε παιδιά”»…
H Παναγιώτα Βασιλάκου, επίσης υπάλληλος της τράπεζας, κατέθεσε για την τραγωδία της Marfin ότι είδε κάποιον που «φορούσε χακί και κρατούσε κάτι σαν μπουκάλα καταδύσεων που μπροστά είχε πράσινο λάστιχο ποτίσματος». Η υπάλληλος ανέφερε ότι είχε «την αίσθηση πως ο άνθρωπος αυτός “πετούσε κάτι στη φωτιά που φούντωνε….”».
Όπως είπε: «Ηταν γεροδεμένος με έντονη τριχοφυία στα χέρια» ενώ το «πλήθος ήταν άγριο, πετούσε πέτρες, παρ’ όλο που φωνάζαμε ότι καιγόμαστε». Σύμφωνα με τη μάρτυρα «η φωτιά πρέπει να μπήκε γύρω στις 13:55…».