Στο καθολικό της ενετικής μονής του Αγίου Φραγκίσκου στην οδό Χάληδων στεγαζόταν μέχρι πρότινος ένα από τα ωραιότερα μουσεία της χώρας, το Αρχαιολογικό Μουσείο Χανίων, σε έναν ναό που μαρτυρείται ήδη το 1596. Μετατράπηκε επί Τουρκοκρατίας σε τζαμί, μετά την ανταλλαγή πληθυσμών μετατράπηκε σε καφέ σαντάν, σε κινηματογράφο με το όνομα «Ιδαίον Άντρον» και, μετά τον πόλεμο, σε αποθήκη στρατιωτικών ειδών.
«Το Αρχαιολογικό Μουσείο Χανίων άνοιξε επίσημα τις πύλες του για το κοινό στο καθολικό της ενετικής μονής του Αγίου Φραγκίσκου τη 14η Ιουλίου 1962. Ο συγκεκριμένος ναός συνιστά ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της παλιάς πόλης Χανίων. Παρουσιάζει, ωστόσο, κτιριολογικά προβλήματα και σημαντικές ελλείψεις υποδομής, οι οποίες περιορίζουν δραστικά τις ποικίλες λειτουργίες που στοιχειοθετούν τον ρόλο του μουσείου. Για τους λόγους αυτούς, από την αρχή της δεκαετίας του 1990 διατυπώθηκε και δρομολογήθηκε το αίτημα ανέγερσης νέου και μεγαλύτερου αρχαιολογικού μουσείου στα Χανιά. Ο πλούτος και η πληθώρα των ευρημάτων που κατέκλυζαν το υπάρχον μουσείο και τους αποθηκευτικούς του χώρους θα μπορούσαν να αναδειχτούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο» λέει η αρχαιολόγος Ελένη Παπαδοπούλου, προϊσταμένη Εφορείας Αρχαιοτήτων Χανίων, που μας μιλά από το νέο μουσείο της πόλης πλέον στη Χαλέπα, ενώ ακόμα οργανώνονται και τακτοποιούνται οι προθήκες και οι αποθήκες του.
Είναι ένα δυναμικό και άμεσα αναγνωρίσιμο κτίριο, όπως άλλωστε αρμόζει στον δημόσιο χαρακτήρα του. Έτσι λειτουργεί ως τοπόσημο, δηλαδή σημείο αναφοράς για ολόκληρη την πόλη, ακολουθώντας τις βασικές αρχές των δημόσιων οικοδομημάτων.
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Χανίων στον Άγιο Φραγκίσκο έκλεισε οριστικά τις πύλες του για το κοινό την Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2020. Για εξήντα ολόκληρα χρόνια αποτέλεσε την κιβωτό που διαφύλαξε, συντήρησε και προέβαλε τον αρχαιολογικό πλούτο της χανιώτικης γης, προσφέροντας σε χιλιάδες επισκέπτες και επιστήμονες από την Ελλάδα και ολόκληρο τον κόσμο γνώση, αισθητική απόλαυση, εκπαίδευση και πολύτιμες εμπειρίες.
«Με τη μετακίνηση του μουσείου από τον ναό του Αγίου Φραγκίσκου και την πραγματοποίηση των απαιτούμενων εργασιών αποκατάστασης του εν λόγω μνημείου παρέχεται η δυνατότητα ίδρυσης μιας βυζαντινής συλλογής στον πυρήνα της παλιάς πόλης των Χανίων, και μάλιστα σε ένα κτίριο, η μακραίωνη ιστορία του οποίου συμβαδίζει με τη ζωή της πόλης και αντικατοπτρίζει τις ιστορικές της περιόδους. Δημιουργούνται συνεπώς οι προϋποθέσεις για την παρουσίαση του πλούσιου αρχαιολογικού υλικού των βυζαντινών χρόνων, μικρό μέρος των οποίων εκτίθεται τώρα στη Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Συλλογή, στον ναό San Salvatore» λέει η κ. Παπαδοπούλου για το μέλλον ενός αγαπητού κτιρίου και μουσείου της πόλης.
Η αποξήλωση και συσκευασία όλων των αρχαίων αντικειμένων τόσο από την έκθεση του παλαιού Αρχαιολογικού Μουσείου όσο και από τους εργαστηριακούς και αποθηκευτικούς χώρους γύρω από αυτό, καθώς και η μεταφορά τους στο νέο μουσείο πραγματοποιήθηκαν σε δύο στάδια, τον περασμένο Φεβρουάριο και τον Απρίλιο. Ήταν ένα εξαιρετικά κοπιώδες έργο που υλοποιήθηκε σε διάστημα μόλις είκοσι τριών ημερών, χάρη στην αφοσίωση και την αυταπάρνηση των αρχαιολόγων, των συντηρητών και των αρχαιοφυλάκων της Εφορείας Αρχαιοτήτων, οι οποίοι εργάστηκαν ακατάπαυστα και σε στενή συνεργασία με τον ανάδοχο του έργου.
Όπως αρμόζει σε ένα σύγχρονο μουσείο, ικανό να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις και προκλήσεις του εικοστού πρώτου αιώνα, κάθε χώρος του έχει ξεχωριστή σημασία, με τη συνολική του επιφάνεια να αγγίζει περίπου τα 6.000 τ.μ.
Το νέο κτίριο του Αρχαιολογικού Μουσείου Χανίων χωροθετείται στην περιοχή της Χαλέπας, τον δεύτερο ιστορικό πόλο των Χανίων, μετά τον ενετικό οικιστικό πυρήνα, ο οποίος κατείχε πάντα ιδιαίτερη πολιτισμική βαρύτητα στην εξέλιξη της πόλης.
Σε σχέδιο του αρχιτέκτονα Θεοφάνη Μπομπότη και των συνεργατών του, το κτίριο του μουσείου χαρακτηρίζεται από τη σύνθεση δύο διακριτών γραμμικών μονολιθικών όγκων που αναδύονται από τη γη. Πρόκειται για συμβολική αναφορά στα τεκμήρια του πολιτισμού που βρίσκονται κάτω από την επιφάνειά της αλλά συγχρόνως και για μια βιοκλιματική επιλογή με την καλύτερη δυνατή προσαρμογή του κτίσματος στο έντονα επικλινές οικόπεδο.
Είναι ένα δυναμικό και άμεσα αναγνωρίσιμο κτίριο, όπως άλλωστε αρμόζει στον δημόσιο χαρακτήρα του. Έτσι, λειτουργεί ως τοπόσημο, δηλαδή σημείο αναφοράς για ολόκληρη την πόλη, ακολουθώντας τις βασικές αρχές των δημόσιων οικοδομημάτων.
Ο χαρακτήρας της μόνιμης έκθεσης του νέου μουσείου με βάση την εγκεκριμένη, μουσειολογική και μουσειογραφική μελέτη στοιχειοθετείται βάσει της πλούσιας αρχαιολογικής παράδοσης της περιφερειακής ενότητας Χανίων αλλά και του γεωμορφολογικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο αυτή διαμορφώθηκε.
«Για τον λόγο αυτό οδηγηθήκαμε στην οργάνωση της έκθεσης με βασικό χαρακτηριστικό την πορεία μέσα στον χρόνο και τον χώρο» μας εξηγεί η κ. Παπαδοπούλου. «Οι προτεινόμενες αφηγηματικές κατευθύνσεις παρακολουθούν τη μακρά πορεία στον χρόνο που διαπερνά τους προϊστορικούς οικισμούς και τις ιστορικές πόλεις της περιφερειακής ενότητας Χανίων, αναδεικνύοντας την κοινωνική και διοικητική οργάνωση, τη θρησκεία, την ψυχαγωγία, τον πόλεμο και το εμπόριο. Εισχωρούν όμως και στην καθημερινή ζωή των κατοίκων της, αποτυπώνοντας τις ασχολίες τους, τις κατοικίες, τα έπιπλα, τα χρηστικά σκεύη και τα είδη καλλωπισμού, για να φθάσουν ως τα ταφικά έθιμα και τη στάση των ανθρώπων απέναντι στον θάνατο. Για να επιτευχθούν οι παραπάνω στόχοι επιλέχθηκε, εκτός των εποπτικών και ψηφιακών μέσων, η δημιουργία συγκεκριμένων αναπαραστάσεων, όπως θα δούμε στη συνέχεια, που αποδίδουν σημαντικές όψεις του βίου κατά τους προϊστορικούς και ιστορικούς χρόνους».
Η έκθεση του νέου Αρχαιολογικού Μουσείου Χανίων διαρθρώνεται συνολικά σε πέντε θεματικούς άξονες. Ο πρώτος αναφέρεται στη γνωριμία του επισκέπτη με την ιστορία του μουσείου και ο δεύτερος εισάγει τον επισκέπτη στη νέα έκθεση. Και οι δύο αυτοί θεματικοί άξονες, μέσα από εποπτικό υλικό, φωτογραφίες, ψηφιοποιημένα αρχεία και αρχαιολογικά ευρήματα, αναλύονται σε μικρότερες θεματικές ενότητες που εξετάζουν την ιστορία του Αρχαιολογικού Μουσείου Χανίων και της αρχαιολογικής έρευνας στην περιοχή των Χανίων, την ιστορία των ανασκαφών και τη θέση της Κρήτης στο ευρύτερο μεσογειακό περιβάλλον.
Ακολουθούν οι δύο μεγάλοι, χρονικά διακριτοί θεματικοί άξονες, η προϊστορική και η ιστορική περίοδος, που συγκροτούνται από μικρότερες χωροχρονικές και θεματικές ενότητες, μέσα από τις οποίες παρουσιάζονται οι πολιτισμοί που αναπτύχθηκαν στην περιοχή των Χανίων από την προϊστορική περίοδο έως και τα όψιμα ρωμαϊκά χρόνια. Η αφήγηση υλοποιείται μέσα από την έκθεση αντιπροσωπευτικών αντικειμένων από ποικίλες αρχαίες θέσεις με το ανάλογο συνοδευτικό εποπτικό υλικό αλλά και τη χρήση ψηφιακών μέσων, ενώ τα αρχαία ευρήματα πλαισιώνονται από αναπαραστάσεις και κατασκευές που διαρθρώνουν τον εκθεσιακό χώρο. Ο πέμπτος θεματικός άξονας αφορά τη Συλλογή Κωνσταντίνου, Μαρίκας και Κυριάκου Μητσοτάκη και τις ιδιωτικές συλλογές-δωρεές που έχουν δοθεί στο μουσείο.
«Το αρχαιολογικό σύνολο που έχει εκτεθεί μέχρι σήμερα στο παλιό Αρχαιολογικό Μουσείο περιλάμβανε 2.400 αντικείμενα, σε έκταση περίπου 850 τ.μ. Το υλικό που θα εκτεθεί στο νέο Αρχαιολογικό Μουσείο Χανίων θα περιλαμβάνει περίπου 3.500 αρχαία αντικείμενα, δηλαδή χίλια παραπάνω, τα οποία θα βγουν για πρώτη φορά από τις αποθήκες της εφορείας» λέει η κ. Παπαδοπούλου. «Το νέο Αρχαιολογικό Μουσείο Χανίων, όπως και όλα τα μουσεία μας, δομείται πάνω στη θεμελιώδη αρχή ότι πρόκειται για πυρήνα πολιτισμού, ο οποίος, εκτός από τον πρωταρχικό του ρόλο, αυτόν της διαφύλαξης, της συντήρησης, της επιστημονικής τεκμηρίωσης και της παρουσίασης των αντικειμένων, παρακολουθεί και συνδιαλέγεται με το πολιτισμικό, κοινωνικό, εκπαιδευτικό και οικονομικό περιβάλλον».
Ανάμεσα στις ενότητες της έκθεσης ξεχωρίζουν οι «Απαρχές της ανθρώπινης παρουσίας στο δυτικό άκρο της Κρήτης», που είναι η πρώτη προθήκη που θα συναντά ο επισκέπτης. Εδώ θα προβάλλονται τα αντικείμενα της πρώτης πιστοποιημένης ανθρώπινης παρουσίας στη Γαύδο. Η Γαύδος αποτελεί πλέον έναν προνομιακό χώρο εντοπισμού της ανθρώπινης δραστηριότητας ήδη από την παλαιολιθική περίοδο, με εκατοντάδες εργαλεία που προέρχονται από πολλούς υπαίθριους χώρους. Οι γαυδιώτικες εργαλειοτεχνίες που ήρθαν στο φως στη διάρκεια πρόσφατων συστηματικών ερευνών αλλάζουν τα δεδομένα στο ζήτημα του προ-νεολιθικού πολιτισμικού κενού στην Κρήτη.
Το χαρακτηριστικότερο στοιχείο που σηματοδοτεί και την αρχή των επαφών και των συναλλαγών είναι η εισαγωγή οψιανού στη Γαύδο από τη Μήλο, γύρω στην ενδέκατη χιλιετία π.Χ. Στην περιοχή των Χανίων οι γνωστές νεολιθικές θέσεις είναι στο σύνολό τους σπήλαια, διάσπαρτα σε διάφορα σημεία της περιφέρειας. Η ανεύρεση αγγείων καθημερινής χρήσης, πυρών, οστών ζώων αλλά και ανθρώπινων σκελετών δηλώνει με βεβαιότητα τη χρήση, ειδικά ορισμένων από αυτά, για κατοίκηση κατά τη συγκεκριμένη περίοδο. Σωστική έρευνα στη Γαύδο έφερε στο φως ενδιαφέρον ταφικό σύνολο των πήλινων αγγείων της τελικής νεολιθικής περιόδου, το οποίο αποτελεί ασφαλή μάρτυρα της κατοίκησης του νησιού αυτή την περίοδο.
Μια άλλη ξεχωριστή ενότητα είναι τα «Σπήλαια στην αυγή του μινωικού κόσμου», όπου παρατίθενται ευρήματα από την τελευταία φάση κατοίκησης των σπηλαίων. Υπάρχουν αντικείμενα εισηγμένα από τις Κυκλάδες, όπως τμήμα από τον κορμό μαρμάρινου ειδωλίου, ενώ οι επιρροές διαφαίνονται και στην ντόπια κεραμική δημιουργία, με αντικείμενα χανιώτικης παραγωγής που μιμούνται κυκλαδικά πρότυπα.
Οι πρώτοι οργανωμένοι οικισμοί και ίχνη προανακτορικών εγκαταστάσεων που έχουν εντοπιστεί στον λόφο Καστέλι αλλά και σε διάφορες θέσεις της περιφέρειας Χανίων βρίσκονται σε ξεχωριστή προθήκη. Τα πήλινα αγγεία του τοπικού εργαστηρίου διακρίνονται για την προσεγμένη κατασκευή τους, ενώ οι εισαγωγές και οι απομιμήσεις αντικειμένων τονίζουν τη σχέση του οικισμού με την Κνωσό, την Πελοπόννησο και τις Κυκλάδες ή ακόμα πιο μακρινά μέρη.
Περίοπτη θέση έχει το «Σφράγισμα του Ηγεμόνα» του 1450 π.Χ., μια μοναδική παράσταση στη μινωική τέχνη, στην οποία εικονίζεται ένα τοπίο ταυτόσημο με το Καστέλι, όπου βρέθηκε. Οι πληροφορίες που αντλούμε από την εικονογραφία του σπάνιου αυτού ευρήματος είναι πολύτιμες όχι μόνο για την ανακτορική αρχιτεκτονική της περιόδου αλλά και για τον θεοκρατικό χαρακτήρα της διοίκησης. Μαζί με μεγάλο αριθμό πήλινων σφραγισμάτων και δισκίων, μαρτυρά τη λειτουργία ενός εξελιγμένου συστήματος διοικητικής οργάνωσης που είχε σχέση αφενός με τη συγκεντρωτική οικονομία του οικισμού, αφετέρου με την κοινωνική διαστρωμάτωση που συνιστούσε απόρροια αυτής.
Στη θεματική της «Κυδωνίας/ku-do-ni-ja: Διοικητικό και καλλιτεχνικό κέντρο της μινωικής Κρήτης στη σφαίρα επιρροής των Μυκηναίων» προβάλλονται τα ευρήματα που υποδηλώνουν την ανάπτυξή της ως διοικητικού και καλλιτεχνικού κέντρου κατά τους τελευταίους αιώνες του μινωικού πολιτισμού. Στις αρχές του δέκατου τέταρτου αι. π.Χ., όταν καταστρέφεται το ανάκτορο της Κνωσού, το εμπόριο περνά στα χέρια των Αχαιών, ενώ στη δυτική Κρήτη και ειδικά στην Κυδωνία παρουσιάζεται εντονότερο το μυκηναϊκό στοιχείο.
«Από τον Ιούλιο, που θα έχουν φύγει όλα τα συνεργεία από τον εκθεσιακό χώρο του νέου μουσείου και θα έχουν ολοκληρωθεί όλες οι διαδικασίες, σύμφωνα με τα δεδομένα της σύμβασης και της μουσειογραφικής μελέτης, θα ξεκινήσουμε να τοποθετούμε τα αντικείμενα στις προθήκες».
Ταυτόχρονα υπολογίζεται να ολοκληρωθούν και οι εργασίες διαμόρφωσης του περιβάλλοντος χώρου. Μέχρι το τέλος του καλοκαιριού εκτιμάται ότι θα είναι όλα έτοιμα, ώστε το φθινόπωρο να εγκαινιαστεί το νέο Αρχαιολογικό Μουσείο Χανίων. Εκεί θα διοργανώνονται περιοδικές εκθέσεις, εκπαιδευτικά προγράμματα και ποικίλες εκδηλώσεις.
Παράλληλα, αξιοποιώντας την 3ετή προγραμματική συμφωνία της Περιφέρειας Κρήτης με το Γαλλικό Ινστιτούτο Ελλάδος για την τοπική ανάπτυξη μέσα από τον πολιτισμό, εξετάζεται η συνεργασία της ΕΦΑΧΑ με το Μουσείο Πολιτισμών της Ευρώπης και της Μεσογείου, στη Μασσαλία, μέσω δράσεων, όπως η προβολή του νέου Μουσείου Χανίων στη Μασσαλία μαζί με άλλα εμβληματικά μουσεία της Μεσογείου και η συνδιοργάνωση μεγάλης περιοδικής έκθεσης στο νέο Αρχαιολογικό Μουσείο Χανίων κατά τη διάρκεια του 2022. Η οργάνωση της μόνιμης έκθεσής του και ο εξοπλισμός των αποθηκών χρηματοδοτείται με 3.300.000,00 ευρώ από το επιχειρησιακό πρόγραμμα «Κρήτη 2014-2020» της Περιφέρειας Κρήτης.
Από τα μέσα του δέκατου τέταρτου και σε ολόκληρο τον δέκατο τρίτο αι. π.Χ. τα αγγεία του εργαστηρίου κεραμικής των Xανίων (Kυδωνίας) γνωρίζουν μεγάλη διάδοση. Προϊόντα του αναγνωρίζονται σε όλη την έκταση της Kρήτης, στην ηπειρωτική Eλλάδα, τον αιγαιακό χώρο, στην Kύπρο, στη Σαρδηνία και στα παράλια της Συρίας. Παράλληλα, πληθαίνει η χρήση αντικειμένων πολυτελείας που προορίζονταν για την άρχουσα τάξη.
Στις «Όψεις του καθημερινού βίου των Μινωιτών» αναγνωρίζονται οι καθημερινές τους ασχολίες μέσα από τα ευρήματα. Η αλιεία, η λιθοτεχνία και η βυρσοδεψία συγκαταλέγονταν μεταξύ των απασχολήσεων των Μινωιτών, όπως καταδεικνύεται από τα ευρήματα των οικισμών αλλά και από τα ειδικά σύνεργα που ενίοτε συνόδευαν ως κτερίσματα τους νεκρούς.
Βαρύνουσα θέση στην ενότητα αυτή έχει το «Ασκληπιείο της Λισού», με το λατρευτικό άγαλμα του Ασκληπιού στο μέσον και τα αναθηματικά γλυπτά γύρω του. Κυριαρχεί ένας μεγάλος αριθμός από παιδάκια, αγοράκια και κοριτσάκια, τα αγαλμάτια των οποίων προσφέρονταν στον θεό για να τα προστατεύει. Εδώ θα υπάρχει προβολή σχετική με την αναπαράσταση του ναού.
ΠΗΓΗ: lifo.gr
#pgnews