Αυστηρότερο πλαίσιο καταπολέμησης των φαινομένων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ενεργοποιεί η ΑΑΔΕ, το οποίο προβλέπει υψηλά χρηματικά πρόστιμα και ποινές κάθειρξης για τους άμεσους παραβάτες, καθώς και για όσους εμπλέκονται στις ύποπτες συναλλαγές.
Ο νέος κανονισμός της ΑΑΔΕ εξειδικεύει τα προβλεπόμενα μέτρα εντοπισμού, αναφοράς και ελέγχου των ύποπτων συναλλαγών, καθώς και το φάσμα των ποινικών και διοικητικών κυρώσεων για τα υπόχρεα πρόσωπα, δηλαδή για χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, επιχειρηματίες παροχής υπηρεσιών και ελεύθερους επαγγελματίες που δεν συμμορφώνονται με τις προβλεπόμενες υποχρεώσεις τους, ώστε να αποτρέπουν το «ξέπλυμα» μαύρου χρήματος. Βάσει του κανονισμού, συγκεκριμένες κατηγορίες επιχειρήσεων και επαγγελματιών έχουν ευθύνες ως προς τους πελάτες τους, για την πρόληψη φαινομένων ξεπλύματος βρόμικου χρήματος, εφαρμόζοντας τη «δέουσα επιμέλεια», δηλαδή ερευνώντας το προφίλ του πελάτη τους, χρησιμοποιώντας συγκεκριμένες τεχνικές οδηγίες. Στις κατηγορίες αυτές περιλαμβάνονται οι τράπεζες και οι λοιποί χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, οι ορκωτοί ελεγκτές-λογιστές, οι εξωτερικοί λογιστές-φοροτεχνικοί, οι συμβολαιογράφοι, οι δικηγόροι, οι μεσίτες ακινήτων, οι έμποροι και εκπλειστηριαστές αγαθών μεγάλης αξίας, οι ενεχυροδανειστές και αργυραμοιβοί, οι πάροχοι υπηρεσιών ανταλλαγής μεταξύ εικονικών νομισμάτων και παραστατικών νομισμάτων και οι πάροχοι υπηρεσιών θεματοφυλακής ψηφιακών πορτοφολιών. Πάντως, οι λογιστές αντιδρούν ήδη στο νέο πλαίσιο, υποστηρίζοντας ότι μπορεί να βρεθούν μπλεγμένοι και αντιμέτωποι με βαριές κυρώσεις, ακόμη και για τυπικούς λόγους.
Τα υπόχρεα πρόσωπα και οι υπάλληλοί τους, στους οποίους περιλαμβάνονται τα διευθυντικά στελέχη, οφείλουν να ενημερώνουν αμελλητί, με δική τους πρωτοβουλία, την Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, όταν γνωρίζουν ή έχουν σοβαρές ενδείξεις ή υποψίες ότι χρηματικά ποσά, ανεξαρτήτως του ύψους τους, συνιστούν έσοδα από εγκληματικές δραστηριότητες ή σχετίζονται με χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.
Η υποχρέωση αυτή αφορά και κάθε περίπτωση απόπειρας ύποπτης συναλλαγής. Η καλόπιστη γνωστοποίηση πληροφοριών προς την Αρχή ή εντός του υπόχρεου προσώπου δεν συνεπάγεται οποιουδήποτε είδους ευθύνη για το υπόχρεο πρόσωπο και τους υπαλλήλους του, ακόμη και αν αποδειχθεί ότι δεν υπήρξε εγκληματική δραστηριότητα, ούτε μπορεί να αποτελέσει λόγο καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης ή μεταβολή των όρων της επί το δυσμενέστερον. Επιπρόσθετα, τα φυσικά πρόσωπα που αναφέρουν τις υπόνοιές τους για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, προστατεύονται από πιθανή εκδίκηση ή εκφοβισμό, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 του ν. 2928/2001. Οι αναφορές υποβάλλονται ηλεκτρονικά στη σελίδα της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, ακολουθώντας τις οδηγίες της σχετικής σελίδας (hellenic-fiu.gr).
Στάδια νομιμοποίησης κεφαλαίων
1. Στάδιο τοποθέτησης: Το ρευστό χρήμα διοχετεύεται και αναμιγνύεται με νόμιμα κεφάλαια ή απλά κατατίθεται σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Με την ολοκλήρωση της φάσης αυτής τα έσοδα των εγκληματικών ενεργειών δεν έχουν πλέον μορφή ρευστού χρήματος.
2. Στάδιο διαστρωμάτωσης: Στόχος σε αυτό το στάδιο είναι η απόκρυψη της εγκληματικής προέλευσης των προϊόντων. Τα χρήματα μεταφέρονται και διαιρούνται συχνά μεταξύ τραπεζικών λογαριασμών χωρών, ατόμων ή εταιρειών. Τα ύποπτα κεφάλαια επιχειρείται να νομιμοποιηθούν: Με τη δημιουργία μιας φαινομενικά νόμιμης προέλευσης των προϊόντων παράνομης δραστηριότητας, π.χ. αγορά και πώληση ακίνητης περιουσίας, επινόηση κερδών από τυχερά παίγνια, κληρονομιές κ.λπ., υποτιμολόγηση, υπερτιμολόγηση. Με τη χρήση προϊόντων παράνομης δραστηριότητας για ίδιο όφελος, π.χ. κατανάλωση (τρόπος ζωής, κοσμήματα, οχήματα) και επένδυση (π.χ. ακίνητη περιουσία, αξιόγραφα, χρηματοδότηση επιχειρηματικών δραστηριοτήτων).