Ο Αντώνης Μαρτσάκης είναι κάτι σαν σύγχρονος θρύλος στη μουσική της Κρήτης. Και μπορεί για πολλούς να είναι «ο Κρητικός με την εντυπωσιακή εμφάνιση που είναι περιζήτητος για φωτογραφίσεις», αλλά το ισχυρό fanbase του (ιδιαίτερα στις νεαρές ηλικίες) έχει προκύψει από τη μουσική του, που είναι μια αυθεντική αναβίωση του παραδοσιακού ήχου της Κρήτης, ίσως η πιο δυνατή και δημοφιλής που γίνεται αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα. Αν έχεις βρεθεί στην Κρήτη, σε ένα από τα πανηγύρια που εμφανίζεται όλο το καλοκαίρι (σε ένα εξοντωτικό καθημερινό πρόγραμμα από άκρη σε άκρη του νησιού), είναι σίγουρο ότι σε έχει κερδίσει για πάντα. Αν μιλάμε με νούμερα, είναι σίγουρα ο πιο δημοφιλής Έλληνας παραδοσιακός μουσικός, γιατί αν αθροίσεις τους ανθρώπους που τον βλέπουν ζωντανά στους χώρους που παίζει κάθε χρόνο, το σύνολό τους ξεπερνάει το κοινό κάθε μεγάλου σταρ. Σε δημοτικότητα η μουσική του είναι κάτι ανάλογο με το ραπ (και μάλιστα στις ίδιες ηλικίες!).
Ο Αντώνης Μαρτσάκης είναι ένα φαινόμενο που έχει μεγάλο ενδιαφέρον να αναλύσεις γιατί δεν είναι ούτε ο Χαρούλης, ούτε οι VIC που χρησιμοποιούν την παράδοση για να φτιάξουν πιο ροκ ή έντεχνα υβρίδια. Ο Αντώνης Μαρτσάκης είναι η ίδια η παράδοση μεταφερμένη στη σημερινή εποχή. Την ημέρα που συναντηθήκαμε στο Παγκράτι, απέναντι από το άλσος, λίγο πριν ξεκινήσει η συνέντευξη, μία ηλικιωμένη κυρία σταματάει και του σφίγγει το χέρι θερμά, στολίζοντάς τον με επαίνους και ευχές. Φεύγοντας, του λέει ότι τον έμαθε από το παιδί της ανιψιάς της που ακούει τα κομμάτια του όλη μέρα στο YouTube. Ο ίδιος δεν φαίνεται να εξεπλάγη. «Αυτό είναι το πιο μεγάλο μου όφελος από αυτό που κάνω», μας λέει, «αυτό για μένα είναι η μεγαλύτερη πληρωμή. Όταν εκφράζεται ο άλλος όμορφα, όταν με αναγνωρίζει και μου μιλάει. Οι παλιοί έλεγαν ότι η λεβεντιά και η αναγνωρισιμότητα είναι όταν μπαίνεις σε ένα καφενείο και θέλουν να σε κεράσουν από τους 60 οι 59».
-Μόνο αυτό;
-Και το ότι έχω γνωρίσει, βέβαια, την Κρήτη πατηχιά πατηχιά που λέμε, και παίρνω τρομερές γνώσεις. Είναι ντυμένος με μαύρα ρούχα, τη στολή του Κρητικού, με στιβάνια, έχει τσιγκελωτό μουστάκι και μακρύ μούσι που τον κάνουν να μοιάζει αυστηρός και κάπως ψαρωτικός, σαν αρχαίος Έλληνας, και όλοι στον δρόμο γυρίζουν και τον κοιτάνε με βλέμματα που δείχνουν περιέργεια ή θαυμασμό.
Την ώρα που φωτογραφίζεται ένας κύριος του λέει «μπράβο» για την παράσταση που έκανε πριν από μερικές μέρες στο ΚΠΙΣΝ με χορογράφο τον Αντώνη Φωνιαδάκη, μεταφέροντας στην Αθήνα την ενέργεια και τον παλμό της κρητικής μουσικής.
«Γεννήθηκα στην Αθήνα και μεγάλωσα σε ένα σπίτι όπου ζούσαμε με την Κρήτη από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου» μας λέει. «Ο μπαμπάς μου είναι Κρητικός, μετανάστης στην Αθήνα από 15 χρονών, φανατικός με τον τόπο του -αυτός μας μύησε στην παράδοση. Θυμάμαι τραπέζια, συγγενείς, κουβέντες για το νησί, γιατί αυτό τους έδινε δύναμη για να συνεχίζουν στην ξενιτιά. Παλιά δεν μπορούσαν να μεταφέρονται όπως τώρα που παίρνεις το αεροπλάνο και πας στην Κρήτη σε μία ώρα. Στα έξι ήρθα σε επαφή με τον χορό και εννιά ετών ξεκινάω να παίζω το πρώτο μου μουσικό όργανο, το βιολί. Από μικρό παιδί άρχισα να παίζω σε εκδηλώσεις και πανηγύρια μαζί με τον αδερφό μου -είμαστε δίδυμοι και τα κάναμε όλα μαζί. Πηγαίναμε στην Κρήτη πάντα στις διακοπές μας, μέχρι που κάποια στιγμή στην εφηβεία αυτό ωριμάζει και η επίσκεψη έγινε πιο συχνή: έπαιρνα το καράβι την Παρασκευή και την Κυριακή επέστρεφα στην Αθήνα.
Μετακόμισα μόνιμα στην Κρήτη το 2005 γιατί στα 20 μου χρόνια ξεκίνησα και πήγαινα από χωριό σε χωριό να συλλέξω ριζίτικα τραγούδια. Ξεκίνησα μια έρευνα, μάθαινα τη μαντινάδα, πήγαινα από νομό σε νομό για να παρατηρώ συνήθειες, πώς στρώνουμε ένα τραπέζι, πώς όλο αυτό είναι αρχοντικό και καταλήγει στο γλέντι, έτσι άρχισα να εμπλουτίζω αυτό που λέγεται μουσική, τραγούδι, χορός. Ο πιο πολύς κόσμος ξέρει αυτήν τη μουσική από μακριά, κι όταν δεν έχει επαφή πιστεύει ότι η κρητική μουσική είναι μια κακόγουστη μαντινάδα ή μια μαντινάδα της στιγμής. Αυτό είναι κάτι που μπορεί να ισχύει, αλλά στη μουσική της Κρήτης υπάρχει μία βάση πολύ φοβερή που κρατάει αιώνες».
Είναι ντυμένος με μαύρα ρούχα, τη στολή του Κρητικού, με στιβάνια, έχει τσιγκελωτό μουστάκι και μακρύ μούσι που τον κάνουν να μοιάζει αυστηρός και κάπως ψαρωτικός, σαν αρχαίος Έλληνας, και όλοι στο δρόμο γυρίζουν και τον κοιτάνε με βλέμματα που δείχνουν περιέργεια ή θαυμασμό. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
-Είναι αλήθεια ότι η Δόμνα Σαμίου βρήκε εσένα και τον αδερφό σου και ζήτησε να συνεργαστείτε;
-Ναι. Εμένα βρήκε, ο αδερφός μου τότε δεν είχε συνεργαστεί. Η Δόμνα συνεργαζόταν τότε με κάποιον Ριζίτη απ’ τα Χανιά, ο οποίος μεγάλωσε και έψαχνε να βρει να αντικαταστήσει τη ριζίτικη φωνή. Έτσι λοιπόν, μέσω κάποιου φίλου που συνεργαζόταν σε χορευτικό, με βρήκε. Το 2001 γυριζόταν μια εκπομπή με ανθρώπους που διατηρούν την παράδοση σε όλη την Ευρώπη, που προβλήθηκε σε πολλές χώρες, και της έκαναν ένα αφιέρωμα, νομίζω ότι το έλεγαν «Η Δόμνα και τα παιδιά της» ή «Η Δόμνα και τα εγγόνια της». Εκεί, λοιπόν, απέδωσα ένα ριζίτικο τραγούδι, με άκουσε και μου είπε «βρε, τα κατέχεις τα ριζίτικα!» και της απάντησα «η ζωή μου είναι, τα ψάχνω όλη μέρα».
Στις τελευταίες δισκογραφικές της δουλειές απέδιδα δύο-τρία ριζίτικα τραγούδια σε κάθε δίσκο. Η κορυφαία στιγμή, όμως, ήταν το 2005 που έκανα την έναρξη στη συναυλία που έδωσε στο Ηρώδειο. Ξεκίνησα όλη τη συναυλία με ένα ριζίτικο τραγούδι. Ήταν συγκλονιστικό, τρομερή εμπειρία, με πολύ άγχος.
-Χόρευες κιόλας…
-Χόρευα, γενικά. Τον χορό τον σταμάτησα το 2005, δηλαδή έπρεπε να επιλέξω το πού ακριβώς θα δώσω το βάρος ανάμεσα στις δυο αγάπες μου, τη μουσική ή τον χορό. Για πολλά χρόνια χόρευα στον λαογραφικό όμιλο Κουρητών -όπου ανήκω ακόμα με άλλη ιδιότητα- αλλά, άμα χρειαστεί, χορεύω και τώρα.
-Μπορείς να μου εξηγήσεις γιατί η Κρήτη διατηρεί τόσο στενή επαφή με την παραδοσιακή μουσική; Δεν το βλέπεις αυτό τόσο έντονα σε κανένα άλλο μέρος της Ελλάδας.
-Νομίζω ότι η σχέση των ανθρώπων με την παραδοσιακή μουσική σε όλα σχεδόν τα μέρη της Ελλάδας είναι λίγο πιο μουσειακή. Εκτός Κρήτης περισσότερο αναπαράγονται πράγματα, δεν γεννιούνται. Τα πανηγύρια στο χωριό μου, που κάποτε είχαν μόνο παραδοσιακή μουσική, έχουν μετατραπεί σε βραδιές με λαϊκές φίρμες, αυτό φαντάζομαι θα γίνεται παντού, αν κρίνω από τις αφίσες που βλέπω στη επαρχία. Αν εξαιρέσεις την Ήπειρο, δεν υπάρχει πουθενά αλλού τόσο μεγάλη αναγέννηση στην παράδοση όσο στην Κρήτη. Είναι πολύ ζωντανό όλο αυτό και ασχολούνται μαζί του νέοι άνθρωποι. Η Κρήτη έχει και ένα πολύ δυνατό ραδιόφωνο που παίζει όλο το 24ωρο κρητική μουσική, είναι κάτι μοναδικό. Αυτό συμβαίνει τα τελευταία χρόνια και έχει συμβάλει πολύ στην άνοδο της παραδοσιακής μουσικής, ειδικά ανάμεσα στους νέους.
Τυχαίνει ο άνθρωπος που άνοιξε τον πρώτο ραδιοφωνικό σταθμό με κρητική μουσική όλο το 24ωρο να είναι χωριανός και συγγενής μου, έπαθε ένα ατύχημα και αναγκάστηκε να μείνει στο αμαξίδιο, και από την αγάπη που είχε και το πάθος για την κρητική μουσική δημιούργησε τον πρώτο κρητικό σταθμό, διοχετεύοντας εκεί όλη του την ενέργεια. Εκεί μαζεύονταν τα μεγαλύτερα ονόματα της κρητικής μουσικής, του έστελναν τα CD, κι έγινε τρομερά δημοφιλής. Αυτήν τη στιγμή έχουμε 5 ραδιόφωνα στα Χανιά, 2 στο Ρέθυμνο, άλλα 5-6 στο Ηράκλειο, στο Λασίθι, όλα 24ωρα και αποκλειστικά με κρητική μουσική. Δεν θα το βρεις πουθενά αλλού αυτό.
Γλέντι με τον Αντώνη Μαρτσάκη στα Σφακιά. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
-Για να υπάρχουν, σημαίνει ότι ο κόσμος ενδιαφέρεται.
-Πριν από 20 χρόνια ξεκίνησε η άνθιση της μαντινάδας. Ήταν ένα από τα δύο πράγματα που βοήθησαν να γαλουχηθούν οι τελευταίες γενιές με την κρητική μουσική. Το άλλο ήταν η δισκογραφία. Υπήρχαν κρητικές εταιρείες για να κυκλοφορήσουν τη μουσική των ντόπιων και δεν χρειαζόταν να έχει κάποιος μέσον για να πάει σε μεγάλες αθηναϊκές εταιρείες. Βοήθησαν πολύ και οι σχολές εκμάθησης της κρητικής μουσικής που άνοιξε ο Κώστας Μουντάκης τη δεκαετία του ’80 και φτάνουν μέχρι τις μέρες μας. Κι εγώ διατηρώ μουσική σχολή με 85 παιδιά, κάνω και ιδιαίτερα μαθήματα, αυτά είναι μέρος της ζωής του Κρητικού. Έχει πάρα πολλούς μουσικούς η Κρήτη. Κάποτε είπε κάποιος ότι «η μισή Κρήτη βαστάει ένα δοξάρι και η άλλη μισή θέλει να πιάσει!».
Κι είναι αλήθεια, οι μισοί είναι μουσικοί και οι άλλοι μισοί θέλουν να γίνουν. Αυτήν τη στιγμή πρέπει να μαθαίνουν μουσική πάνω από 5 χιλιάδες παιδιά. Μπορεί και παραπάνω. Και ο ίδιος αριθμός ισχύει για τους Κρήτες της Αθήνας. Βασικά, ξεκινάνε να μαθαίνουν για την παρέα, η λύρα και το βιολί είναι όργανα που θέλουν συνοδεία, αλλά το μαντολίνο ή το λαγούτο παίζουν και μόνα τους. Έρχονται άτομα στη σχολή μεγάλης ηλικίας, από 25 χρονών και πάνω, και λένε «θέλω να μάθω μαντολίνο για την παρέα μας».
Πάει και στα κλαμπ η νεολαία, πάει και στις καφετέριες, ακούει και ηλεκτρονική μουσική, ακούει και ραπ, αλλά στον γάμο η κρητική μουσική είναι αναγκαία. Είναι μέρος της ζωής στον Κρητικό. Και επειδή δουλεύω και στην Αθήνα, τα τελευταία χρόνια έρχονται πιο πολλοί νέοι στην παράδοση, παρατηρείται επιστροφή στις ρίζες.
Κάτι άλλο που είναι αξιοσημείωτο είναι ότι στην Κρήτη έχουν κλείσει όλα τα λαϊκά μαγαζιά με μπουζούκια. Ενώ υπήρχαν πάντα μπουζουξίδικα τον χειμώνα, τώρα δεν υπάρχουν. Δεν υπάρχουν καλά-καλά μεγάλα κλαμπ, που να πηγαίνει πολύς κόσμος. Είναι ελάχιστα. Μπορεί οι νέοι να μεγαλώνουν με την πανελλήνια μουσική και την παγκόσμια: ελαφρολαϊκό, κλαμπ, ραπ, αλλά μεγαλώνουν και με την παραδοσιακή. Έχει γίνει και μια μόδα γύρω από την παράδοση. Πάμε σε έναν γάμο και η νύφη, ο γαμπρός, οι γονείς τους φοράνε την παραδοσιακή φορεσιά.
Στην Κρήτη διατηρούνται ζωντανές πολλές πλευρές της παράδοσης, η κουρά των προβάτων, τα τραπέζια, οι αρραβώνες, τα πανηγύρια, τηρούνται όλες οι διαδικασίες κι αυτό βοηθάει να κρατηθεί η παραδοσιακή μουσική και να τραβήξει έναν νέο άνθρωπο. Και ξέρεις γιατί δεν παίζουν παραδοσιακή μουσική πλέον σε όλα τα πανηγύρια γης Ελλάδας; Ξεκινάει ένας σύλλογος με στόχο να διατηρήσει τα ήθη και έθιμα, αλλά όταν από 200 άτομα που μαζεύει το πανηγύρι στην αρχή έρχονται 1.500, παθαίνουν οι διοργανωτές ένα «πολιτιστικό» σοκ και θέλουν να μαζέψουν άλλα τόσα χρήματα.
Αναγκαστικά θα επεκταθούν και σε άλλη μουσική για να έρθει όσος πιο πολύς κόσμος γίνεται. Αυτό συμβαίνει στα πιο πολλά μέρη της Ελλάδας. Αυτός που κάνει το πανηγύρι δεν θέλει τα 400 άτομα, θέλει τα 2.400. Εμείς αυτό προσπαθούμε να το προστατέψουμε. Το μεγαλύτερο ποσοστό των πανηγυριών γίνεται με σουβλάκι και μπίρα, απλά υπάρχουν κάποια μέρη που κρατούν την αυθεντική κουζίνα.
Στο χωριό μου, ας πούμε, τέθηκε όρος, λέμε δεν θέλουμε 1.000 άτομα, φτάνουν και 500, όμως θα κάνουμε το τραπέζι που κάνουμε σπίτι μας: μέλι με τυρί για αρχή, πιλάφι βραστό, ψητό, το φρούτο στο τέλος. Μπορεί η πρόσκληση να έχει 15 ευρώ και το φαγητό να στοιχίζει 11, αλλά δεν πειράζει. Τουλάχιστον να μαζευόμαστε οι χωριανοί και να περνάμε καλά.
-Πες μου για τα ριζίτικα.
-Τα ριζίτικα είναι η θρησκεία των Λευκών Ορέων. Μόνο άμα πατήσεις στα μέρη που τραγουδιούνται θα τα αισθανθείς – θα αισθανθείς αυτή την αγριάδα, την άβυσσο, το ανεξερεύνητο τοπίο. Οι Μαδάρες είναι τεράστιες σε όγκο, δεν είναι όπως ο Ψηλορείτης που έχει δύο κορυφές, έχουν 22 κορυφές πάνω από 2 χιλιάδες μέτρα. Ξεκινάνε από τους πρόποδες, άκρα Κισάμου, και φτάνουν μέχρι το δυτικό Ρέθυμνο, σε μια τεράστια έκταση. Πάντα όταν περπατώ στις Μαδάρες φαντάζομαι τα λόγια του κάθε τραγουδιού, το πώς βγήκαν, το πώς καθόντουσαν οι άνθρωποι όταν τα τραγουδούσαν.
Τα ριζίτικα είναι η μεγάλη μου αγάπη. Πάντα λέμε ότι αυτά τα λόγια τα οποία σε συγκλονίζουν, σου εξιστορούν ένα βιβλίο ολόκληρο, «με ένα ριζίτικο λέμε 1.000 μαντινάδες». Και το ερώτημα όσων ασχολούμαστε με το ριζίτικο είναι πώς αυτοί οι άνθρωποι, που ήταν αγράμματοι, έφτιαξαν αυτές τις όμορφες στιχομυθίες; Λέει, για παράδειγμα, ο καβαλάρης στο άλογό του «μαύρε μου γοργογόνατε και ανεμοκυκλοπόδη, πολλές φορές με γλίτωσες από πολλές φουρτούνες».
Πώς έφτιαχναν αγράμματοι άνθρωποι τόσο σύνθετες λέξεις; Πώς τις συνέθεσαν; Είναι κάτι τρομερό για μένα, είναι κάτι ιερό και όταν βρεθείς σε ένα τραπέζι ριζίτικου τραγουδιού είναι αληθινή ιεροτελεστία. Δηλαδή την ώρα που ακούγεται το τραγούδι δεν τρώμε, δεν σηκώνεται κανείς, όλοι είμαστε αφοσιωμένοι στους στίχους και τη μουσική για να μην χάσουμε τη ροή. Δεν τραγουδάνε βέβαια όλοι ριζίτικα, τραγουδάνε οι γνώστες.
Πιο παλιά, άμα δεν ήξερες να τραγουδήσεις και έκανες λάθος, σε πρόσβαλαν, δηλαδή έπρεπε να φύγεις από το τραπέζι. Γιατί δεν μπορείς να πάρεις μια πρωτοβουλία άμα δεν το κατέχεις καλά αυτό που κάνεις. Οι γέροι ήταν το κριτήριο, δεν έμπαινες εύκολα σε μια παρέα. τώρα είναι λίγο πιο απλά τα πράγματα, αλλά το ριζίτικο τραγούδι δεν είναι εύκολη υπόθεση. Η γενέτειρά του είναι ο νομός Χανίων, τα ορεινά του νομού. Πλέον ακούγονται και σε άλλους νομούς, αλλά η βάση και τα ευαγγέλια βαστιούνται εκεί, στα Χανιά. Το κάθε διαμέρισμα της Κρήτης έχει διαφορετικό τρόπο γλεντιού, διαφορετική μουσική, έχουμε αλλαγές στα ήθη και έθιμα. Η βάση μπορεί να είναι η ίδια, αλλά από τόπο σε τόπο υπάρχουν διαφορές, υπάρχουν οι κοντυλιές της ανατολικής Κρήτης και της κεντρικής, που εμείς δεν έχουμε, τα συρτά. Από την αρχή προσπαθούσα κάθε μέρα να είμαι διαβασμένος, να ακούσω τι έπαιζαν οι παλιότεροι, το πώς θα ξεκινήσω τη σειρά μου και πώς θα εξελιχθεί το γλέντι.
«Τον χορό τον σταμάτησα το 2005, δηλαδή έπρεπε να επιλέξω το πού ακριβώς θα δώσω το βάρος ανάμεσα στις δυο αγάπες μου, τη μουσική ή τον χορό». Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
-Πόσο σε έχει αλλάξει ως άνθρωπο αυτό που κάνεις;
-Με έχει στ’ αλήθεια αλλάξει η δουλειά μου. Η μουσική, αυτό το κομμάτι της, μου έχει αλλάξει τη ζωή, είναι αυτή που με βάζει σε άλλα μονοπάτια. Νομίζω ότι η μουσική για μένα είναι προορισμός ζωής, πραγματικά γίνονται ανατροπές, μου δημιουργεί δρόμους. Νομίζω ότι δεν μπορώ να ζήσω χωρίς το τραγούδι και τη μουσική, όχι μόνο να μην παίζω και να μην τραγουδώ, ούτε σαν ακροατής δεν μπορώ να τη στερηθώ. Μερικές φορές μερακλώνω μοναχός μου και θέλω να αφήσω το όργανο που παίζω και να κατέβω από κάτω. Όχι να χορέψω, για να ζήσω αυτή τη στιγμή αυτή.
Για να κάνω αυτό που κάνω υπάρχουν μέτρα και σταθμά. Μένω κατ’ επιλογήν στην επαρχία Κισάμου, σε ένα χωριό με 9 κατοίκους – μετρώντας και την οικογένειά μου και τους γονείς μου. Είναι ωραία, δεν είναι μακριά από την κωμόπολη της Κισάμου, είναι περίπου 10 χιλιόμετρα. Μου αρέσει διότι υπάρχει ηρεμία, ξεκούραση, έχω και τα δέντρα μου, τις ελιές μου, το αμπελάκι μου, κι εκεί δημιουργώ.
Γενικά, δημιουργώ στο σπίτι, εκεί έχω δημιουργήσει τις μουσικές μου. Με ωφέλησε που έμενα και μεγάλωσα στην Αθήνα, το βλέπω τώρα, γενικά αλλά και στη μουσική, επειδή έβλεπα κάποια πράγματα διαφορετικά. Πάντα η Κρήτη για μας ήταν ένας θησαυρός, ήταν το χρυσάφι, και τη βλέπαμε πάντα με αγάπη. Ίσως αν μεγάλωνα εκεί να είχα κάποιες ιδιοτροπίες που υπάρχουν στις μικρές κοινωνίες, στην ύπαιθρο.
Λένε ότι κανείς δεν άγιασε στον τόπο του ή ότι υπάρχουν διάφορα θέματα, αλλά δεν έχω παράπονο από τον τόπο μου. Και μέχρι σήμερα μπορώ να πω ότι οι άνθρωποι εκεί με έχουν υποστηρίξει πάρα πολύ. Και κάποιοι που μπορεί να είχαν άλλη γνώμη, βλέπω τώρα στα μάτια τους όταν μου σφίγγουν το χέρι σαν να μου λένε «καλά το πας κι ευχαριστούμε».
Η ηρεμία μου δίνει δύναμη, η ενέργεια του τόπου. Και καλά να μην είμαι, θα βρω τον τρόπο να σκεφτώ διάφορα πράγματα, γενικά είμαι θετικός άνθρωπος. Ξεκίνησα με βάσεις μιας παλιάς μουσικής που ήταν έτοιμη να ξεχαστεί κι είναι πολύ σημαντικό για μένα ότι με την ιδιότητα του καλλιτέχνη του 2019, όπως την υπηρετώ, με πλησιάζουν νέοι άνθρωποι. Νιώθω κάπως όμορφα που το ποσοστό αντιστράφηκε και εκεί που παλιά το 60% του κόσμου σε ένα γλέντι ήταν μεγαλύτερης ηλικίας, τώρα είναι νέοι άνθρωποι. Και νιώθω ακόμα πιο ωραία που το μεγαλύτερο κοινό μας είναι τα μικρά παιδιά (από τριών μέχρι έξι χρονών!) που ακούνε ένα τραγούδι στο YouTube και το ζητάνε να το παίζουν οι γονείς τους συνέχεια.
Όσο κι αν ακούγεται απίστευτο, τα μικρά παιδιά φέρνουν τους γονείς τους στα πανηγύρια. Αυτό είναι τρομερό φαινόμενο τα τελευταία δύο χρόνια. Είναι τρομερό το συναίσθημα, γιατί δίνει παράταση σε αυτό που κάνουμε κι αυξάνει τη διάρκεια της παραδοσιακής μουσικής τουλάχιστον για 25 χρόνια. Είναι το μέλλον. Όσο κι αν ακούγεται απίστευτο, τα μικρά παιδιά φέρνουν τους γονείς τους στα πανηγύρια. Αυτό είναι τρομερό φαινόμενο τα τελευταία δύο χρόνια. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
Μου αρέσει να ασχολούμαι με το σπίτι, με τα αγροτικά, να συναναστρέφομαι τους φίλους μου. Έχω δέκα φίλους που είναι από πάντα στη ζωή μου, μ’ αρέσουν οι παρέες, να κάτσουμε, να πιούμε την τσικουδιά μας, το κρασί μας, να τραγουδήσουμε. Όχι αυτό που κάνω στο γλέντι, όμως. Μου αρέσει να συναντώ τους γηραιότερους, κι επειδή αρχίζουν τα τελευταία χρόνια και φεύγουν πολλοί από τη ζωή με στενοχωρεί πάρα πολύ, με πληγώνει αυτό, διότι χάνεται ένα κομμάτι της Κρήτης, το οποίο δεν ξέρω αν μπορούμε να το αντικαταστήσουμε στο έπακρο. Είναι σαν να φεύγει ένας δικός μου συγγενής.
Ο πιο μεγάλος μου φόβος είναι να μην προλάβω να αφήσω αυτά που έχω σκεφτεί, γιατί κάποια πράγματα θέλουν τον χρόνο τους. Μπορεί να ζω σε μια δικιά μου σφαίρα της καθημερινότητας, αλλά έχω επιλέξει να μην ασχολούμαι με τα απέξω, έχω καταλάβει πώς λειτουργούν όλα, δεν είναι ότι δεν ξέρω, αλλά από την αρχή έχω δημιουργήσει μία δικιά μου συνθήκη.
Επειδή βλέπω και τους κοντινούς μου ανθρώπους να βάζουν πληροφορίες στο μυαλό τους που είναι άχρηστες, να σκρολάρουν συνεχώς στην οθόνη και να κουράζουν τον εαυτό τους, έχω επιλέξει να ζω σε μία δική μου καθημερινότητα. Δεν αφήνω να μπούνε πράγματα στην ψυχολογία μου και στα συναισθήματά μου που δεν με αγγίζουν ή δεν με αφορούν, και ζω μια χαρά.
Κι όταν δημιουργούνται προβλήματα, τα αντιστρέφω, τα πολεμώ, είμαι πολεμιστής και στη δουλειά μου και στην καθημερινότητά μου. Μένω δίπλα στις πιο διάσημες παραλίες του νησιού, είμαι δίπλα από τα Φαλάσαρνα, το Ελαφονήσι, τον Μπάλο. Σε ένα δεκάλεπτο είμαστε εκεί πέρα, αλλά σε όποιον θέλει να έρθει θα έλεγα να πάνε και στα ορεινά που το καλοκαίρι έχει δροσιά, στο Έλος με τις καστανιές.
Τα τελευταία χρόνια η κρητική κουζίνα έχει έρθει στα λογικά πλαίσια και των γεύσεων και των τιμών και γενικά της κουλτούρας. Νομίζω ότι η Κρήτη πλέον είναι προορισμός, όπου μπορείς να δεις ένα σωρό διαφορετικά πράγματα. Το καλοκαίρι παίζουμε σε ολόκληρο το νησί. Πάμε καθημερινά από τη μία άκρη μέχρι την άλλη, από την Κίσαμο στη Σητεία, κι από εκεί στο Ρέθυμνο και στο Ηράκλειο. Για να μας βρει κανείς μπορεί να δει τις αφίσες μας ή να μας ψάξει στο Ίντερνετ. Πλέον είναι πιο εύκολα τα πράγματα. Πιστεύω ότι αυτό, το ότι είναι εύκολο να μας βρεις, γέμισε και τα πανηγύρια.
Τον Σεπτέμβρη κάνω ένα από τα μεγαλύτερα πράγματα μέχρι στιγμής στην καριέρα μου, μία προσωπική συναυλία σε έναν χώρο που είναι πολύ συγκινητικός για μένα που τον ξέρω ως θεατής. Έχει τρομερή ενέργεια το Θέατρο των Βράχων και ήταν η πρώτη μου επιλογή.
Θα μεγαλώσουμε την ορχήστρα με την οποία παίζω συνήθως και από τετραμελής θα γίνει οχταμελής, πάντα με μουσικούς που έχουμε συνεργαστεί στο παρελθόν, για να μεταφέρουμε το νησί, όσο γίνεται, στην Αθήνα και να πλησιάσουμε όσο μπορούμε τους παλιούς και τους νέους ήχους. Θα παίξουμε υλικό και από τις 7 δισκογραφικές μου δουλειές και κάποια διαχρονικά κομμάτια που με αγγίζουν και μ’ αρέσει να τα εκτελώ. Θα συμμετέχει ο λαογραφικός όμιλος Κουρήτες που θα δώσει έναν τόνο χορευτικό, και θα μεταφέρουμε όσους έρθουν κατευθείαν στο νησί, με κέρασμα κρασί και ένα γλύκισμα.
Στον ελεύθερό μου χρόνο το μόνο που κάνω τα τελευταία χρόνια είναι να αγοράζω βιβλία που με αφορούν. Μελετάω πάρα πολύ και παρατηρώ ότι αυτό μου έχει κάνει πάρα πολύ καλό, όχι μόνο σε γνώσεις. Πιστεύω ότι το βιβλίο δεν πρόκειται να χαθεί ποτέ. Όταν ήμουν μικρός, ένας φίλος που είναι μεγαλύτερός μου έλεγε «να κάνεις δώρο είτε ένα βιβλίο είτε μία εικόνα, μπορεί να πέσει στα χέρια ενός απογόνου του και να έχει πάντα αξία». Η ζωή με έχει μάθει ότι θέλει αγώνα. Ότι φτάνεις σε μια ηλικία που αυτά που μαθαίνεις από παιδί αρχίζεις να τα δίνεις σε άλλους – και πάντα, ό,τι θα δώσεις, πρέπει να είναι με ποιότητα, σταθερότητα και με αγάπη. Και με έμαθε να είμαι πάντα ο ίδιος.
Πηγή: www.lifo.gr