Είθισται πολλά μέρη της Ελλάδας να έχουν τη διάλεκτό τους. Λογικό και ωραίο, αφού αυτό το χαρακτηριστικό είναι που κάνει να ξεχωρίζει κάθε περιοχή. Είθισται, επίσης, σε κάποιες περιοχές αυτό με τη διάλεκτο να είναι πιο έντονο. Στην Κρήτη, για παράδειγμα, είναι πολλές οι λέξεις και οι εκφράζεις που την καθιστούν μοναδική σε ό,τι αφορά το γλωσσικό. Κοπέλι, κουζουλός, επαέ. Λέξεις που άκουσες στη ‘Νεράιδα και το Παλικάρι’, λέξεις που αποτελούν σήμα κατατεθέν του νησιού.
Υπάρχουν, όμως κι άλλες. Πολλές. Πάρα πολλές. Κάθε περιοχή της Κρήτης έχει και τα δικά της, εκτός από κάποιες που έχουν… γενικό brand.
Όπως καταλάβατε, σήμερα το μάθημα είναι ‘Η Γλώσσα Μου’. Πάμε να γίνουμε σοφότεροι με την κρητική διάλεκτο, τονίζοντας εδώ κυρίες και κύριοι πως παρακάτω θα διαβάσετε ΚΑΠΟΙΕΣ (επαναλαμβάνω ΚΑΠΟΙΕΣ) από τις λέξεις/εκφράσεις που θα ακούσετε στην Κρήτη. Κάθε προσθήκη/παρατήρηση δεκτή.
Ησυχία παρακαλώ!
Μαλάκα: Ξεκινάμε από τα ωραία. Μαλάκα =Τυρί. Πάρε μαλάκα! Το λες και γεμίζει το στόμα σου. Και χωρίς ενδοιασμούς.
Ντουκιάνι: Το καφενείο, το μαγαζί.
Οντάς: Το πατάρι που είχαν τα παλιά σπίτια στην Κρήτη. Συνήθως χρησιμοποιείται για δωμάτιο και είναι ακάλυπτο. Δηλαδή φαίνεσαι! Δηλαδή, αν φιλοξενηθείς ποτέ σε οντά, φόρα το καλό σου σώβρακο.
Οφτό: Το οφτό είναι το αντικριστό. Τίποτε άλλο! Τα τελευταία χρόνια το οφτό γενικεύτηκε στο ψητό του φούρνου. Αν θες οφτό, θες αντικριστό. Αν θες ψητό του φούρνου, να φας οφτό. Καλύτερο είναι!
Παπούρι: ΠΟΥ. Να προσέχουμε. Το ίσωμα στην κορφή λόφου ή βουνού.
Ντέμπλα: Η βέργα που χρησιμοποιείται για το ράβδισμα της ελιάς. Δεν μας απασχολεί, τα έχουμε γράψει σε προηγούμενο κείμενο.
Βεντέμα: Η καλή παραγωγή σε αγροτική καλλιέργεια. Είθισται να χρησιμοποιείται για το ράβδισμα των ελιών. Μακριά από εμάς.
Καπρικό: Χοιρινό στο φούρνο με την πέτσα. Πωλείται της Αγίας Μαρίνας στο πανηγύρι της Βόνης. Να πάτε. Λουκούμι!
Εργάω: Κρυώνω.
Καψώνομαι: Ζεσταίνομαι.
Ανερούβαλος: Ο άχαρος, ο αδέξιος.
Παράωρος: Ο τρελός, ο προβληματικός.
Απόπατος: Εσείς τι λέτε να είναι; Από-πατος. Δεν πάει το μυαλό σας κάπου; Ναι, η τουαλέτα. Ο καμπινές, ρε φίλε!
Μανουάλι: Ο πονηρός.
Βαρεμένη: Έγκυος (μη με ρωτάς γιατί).
Μανίζω: Θυμώνω/τσαντίζομαι.
Γίβεντο: Το ρεζιλίκι.
Ακούω: Εδώ για τους Κρητικούς έχει διπλή έννοια. Πέραν της γνωστής, το ακούω έχει να κάνει και με την όσφρηση! “Ακους τη μυρωδιά του ψητού;”. Φανταστείτε την έκφραση του προσώπου μου όταν ειπώθηκε μπροστά μου κάτι τέτοιο. Ή “άκουσες τον σεισμό;”.
Ψήνω: Μαγειρεύω. Θα αναρωτηθείτε γιατί το έβαλα. Γιατί στην Κρήτη ψήνουν τις φακές! Δηλαδή τις μαγειρεύουν, αλλά το λένε ψήνουν. Δηλαδή εγώ τώρα, ας πούμε, που δεν τρώω τις φακές, άκουσα το ‘ψήνω’ και αναθάρρησα. Όταν ήρθε το πιάτό μπροστά μου έκλαψα…
Μουντάρω: Επιτίθεμαι. Θα σου μουντάρω, δηλαδή.
Ξα σου: Δικαίωμα σου, έννοια σου, δικός σου λογαριασμός, κάνε ό,τι θες, δεν με ενδιαφέρει. Έχω πονοκέφαλο, δεν είμαι στα καλά μου, μου ήρθε περίοδος. Ξα σου! (Σε αυτή την περίπτωση απομακρύνσου μη σου μουντάρει)
Κατέω: Ξέρω.
Πούλος: Η μούντζα. Πάρε ένα πούλο!
Γρόθος: Ο μ@λάκας. Ακολουθεί του πούλου. Πάρε ένα πούλο, ρε γρόθε. Να το έχετε στα υπόψιν αν οδηγήσετε στην Κρήτη.
Εδά: Τώρα.
Κοπέλι: Το αγόρι, το μικρό παιδί.
Κουζουλάδα: Η τρέλα. Κουζουλός, ο τρελός.
Ψακώνω: Φαρμακώνω.
Σύντεκνος: Το σωστό είναι ο κουμπάρος, αυτός που έχει βαφτίσει παιδί.
Ξενομπάτης: Ο ξένος, ο περαστικός.
Ολιά: Λίγο. Παράδειγμα: Βάλε μια ολιά ρακί (ποτέ, όμως, ρε φίλε να σου βάλουν λίγη!)