Από… “χρυσάφι” είναι πλέον το κρέας για τους Κρητικούς, με το χοιρινό να έχει… βγάλει “φτερά”, τα βοοειδή να παραμένουν σε μία σταθερή κατάσταση και μόνο σε αμνοερίφια και κοτόπουλα, λόγω της επάρκειας στο νησί, να έχει τη δυνατότητα ο καταναλωτής να βάλει λίγο πιο εύκολα το χέρι στην τσέπη.
Κάθε εβδομάδα εδώ και αρκετό καιρό οι τιμές στο κρέας αυξάνονται, με τη χοιρινή μπριζόλα να φτάνει στα 7 ευρώ το κιλό. Το γεγονός αυτό μας κάνει να πιστεύουμε πως οι ψησταριές και τα μπάρμπεκιου τώρα το καλοκαίρι θα αποτελούν μάλλον “σπορ” για λίγους, κάτι που θα γίνεται ολοένα και πιο ορατό, όσο μπαίνουμε στην “καρδιά” της καλοκαιρινής περιόδου… Η παγκόσμια κρίση στο χοιρινό και η αυξανόμενη εξάρτηση της χώρας μας στα εισαγόμενα ζώα έχουν οδηγήσει σε απλησίαστα μονοπάτια για τις ανάγκες των νοικοκυριών το χοιρινό κρέας, που μέχρι και το Πάσχα θεωρούνταν ως το πιο οικονομικό!
Φαίνεται πως σώζει κάπως την κατάσταση στην Κρήτη η παραγωγή των αμνοεριφίων και των πουλερικών, αλλά και στους τομείς αυτούς το στόμα των παραγωγών μας έχει “βγάλει μαλλιά”, λέγοντας διαρκώς σε όλους τους τόνους ότι θα πρέπει η Πολιτεία να τους στηρίξει με ουσιαστικά μέτρα, για να μην αναγκαστούν να εγκαταλείψουν τις εκτροφές τους, που στο μεταξύ μειώνονται διαρκώς από χρόνο σε χρόνο και αυτές.
Κρέας από… “χρυσάφι”
Απογοητευμένος από την όλη κατάσταση, αφού μόνο φυσιολογική δε θεωρείται, δηλώνει στο neakriti.gr ο πρώην πρόεδρος και νυν γενικός γραμματέας του Συνδέσμου Κρεοπωλών Ν. Ηρακλείου Μανόλης Δατσέρης, παρουσιάζοντας μια ακρίβεια που είναι πραγματικά δυσβάσταχτη για τους καταναλωτές στην Κρήτη.
«Κάθε εβδομάδα έχουμε ανατιμήσεις. Κάποιες από αυτές τις έχουμε απορροφήσει, αλλά δεν μπορούμε να τις απορροφήσουμε όλες. Είναι άσχημα τα πράγματα. Από εβδομάδα σε εβδομάδα έχουμε ανατιμήσεις. Παλιά υπήρχε μια σταθερότητα. Τώρα δεν υπάρχει. Ιδίως τώρα με τα μπάρμπεκιου, για να πάρει κάποιος μπριζόλες χοιρινές θα πρέπει να τις πληρώσει σε τιμές σίγουρα τσιμπημένες»…
Συγκεκριμένα, με βάση τις τιμές των τελευταίων ημερών, η μπριζόλα η χοιρινή είχε φτάσει στα 6,80 με 6,90 ευρώ το κιλό, τόσο η πανσέτα όσο και ο λαιμός… Σε ό,τι αφορά τα αμνοερίφια, οι τιμές κυμαίνονται γύρω στα 13 ευρώ το κιλό (13 και κάτι στο κατσίκι). Την ίδια ώρα, το μοσχάρι δεν έχει πάνω από 12,80 με 13 ευρώ το κιλό και παρουσιάζει σταθερότητα, παρά το γεγονός ότι μέχρι το Πάσχα ήταν πανάκριβο σε σχέση με το χοιρινό και τα άλλα είδη κρέατος.
«Αυτές είναι οι τιμές αυτής της εβδομάδας. Για την άλλη εβδομάδα δεν ξέρω τι τιμές θα έχουμε, γιατί ακούμε ότι θα έχει κι άλλες αυξήσεις το κρέας», σύμφωνα με τον Μανόλη Δατσέρη. Όπως λέει μάλιστα, στα χοιρινά οι τιμές είναι αυξημένες κατά 30 με 40 λεπτά το κιλό σε σχέση με τις τιμές που υπήρχαν μέχρι και ένα μήνα μετά το Πάσχα. Αλλά και στο μοσχάρι έχουμε σε σχέση με το Πάσχα μία αύξηση γύρω στα 30 λεπτά το κιλό. «Απλά στα βοοειδή δεν έχουμε τόσες ανατιμήσεις. Αλλά στα χοιρινά είχαμε μεγάλη ζήτηση και λίγο ζωικό κεφάλαιο»…
Απλησίαστος και ο γύρος!
Όπως λέει ο γενικός γραμματέας των κρεοπωλών του νομού Ηρακλείου, λόγω αυτών των ανατιμήσεων, έχουν γίνει απλησίαστα και τα σουβλάκια αλλά ακόμα και ο γύρος.
«Άμα πας να φας σε καντίνα σουβλάκι, κάτω από 2 ευρώ δεν το βρίσκεις. Ο γύρος είναι πάνω από 4 με 4,50 ευρώ ο ένας… Στα βοοειδή, όμως, έπεσε η ζήτηση και πρόλαβαν οι παραγωγοί και αύξησαν την παραγωγή τους και έτσι είχαμε μία σταθερότητα σε σχέση με την ακρίβεια που υπήρχε ως το Πάσχα. Στα κοτόπουλα η τιμή είναι σταθερή γύρω στα 4 έως 4,30 ευρώ το κιλό», όπως μας είπε ο Μανόλης Δατσέρης.
Στο μεταξύ, η κίνηση στα κρεοπωλεία του Ηρακλείου είναι πολύ χαμηλότερη, όπως μας είπε, σε σχέση με την αναμενόμενη, λόγω και του τουριστικού ρεύματος, που δεν ήταν όπως το περιμέναμε.
Τέλος, σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο: Οι αυξήσεις στο κρέας στην Ελλάδα άγγιξαν το 20%, την ώρα που ο μέσος όρος της Ευρωζώνης είναι 15,5%. Μόνο η Πορτογαλία ανταγωνίζεται την Ελλάδα στις αυξήσεις.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Μαρτίου από την Eurostat, το μοσχάρι στην Ελλάδα ακρίβυνε κατά 21% από πέρυσι τον Φεβρουάριο, την ώρα που στην Ευρωζώνη η μέση αύξηση ήταν 12,9%.
Το αρνί και το κατσίκι αυξήθηκαν κατά 23,1%, όταν στην Ευρωζώνη οι τιμές ανέβηκαν 12,8%. Το ίδιο ισχύει και με το χοιρινό, που αυξήθηκε κατά 20,8% στην Ελλάδα και 15,4% στην Ευρωζώνη.
«Η Ευρώπη έχει πάθει μεγάλη ζημιά»
«Το χοιρινό είναι βιομηχανοποιημένο κρέας. Και υπάρχει μεγάλη μείωση της παραγωγής του σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης», λέει στο neakriti.gr ο κτηνίατρος-ερευνητής Αλέκος Στεφανάκης. «Η Ευρώπη δυσκολεύεται πάρα πολύ και σε όλα τα είδη κρέατος. Αλλά στη χοιροτροφία ειδικά, είναι βιομηχανικού τύπου οι εκτροφές. Με αποτέλεσμα ο ανταγωνισμός που υπάρχει να οδηγεί σε συρρίκνωση την παραγωγή. Δεν είναι αυτό που ζούμε εμείς εδώ στην Κρήτη με το αιγοπρόβατο, που ο κτηνοτρόφος, όταν δεν μπορεί να καλύψει το κόστος του, θα αρχίσει να μαζεύει κλαδιά ή να πάει στο δάσος και να δώσει χίλιες λύσεις για μπορέσει να κρατήσει το κοπάδι του. Σε ένα κοπάδι που είναι εσταβλισμένο, αγοράζεις, ταΐζεις, παχαίνεις, παράγεις και πρέπει να πληρώσεις όλα αυτά τα κόστη»…
Μάλιστα, ακόμα και με τις σημερινές τιμές, ο Αλέκος Στεφανάκης λέει πως «δεν είναι στο 100% των πραγματικών τιμών. Οι παραγωγοί, παρά τις τιμές αυτές, ζορίζονται. Και πρέπει να αντιληφθούμε ότι είμαστε σε μία οικονομική πραγματικότητα. Και φοβάμαι ότι η αυτάρκεια και η ευδαιμονία που είχαμε στην Ευρώπη θα αρχίσει να μειώνεται, αν δε σκύψουμε πάνω στον αγροτοκτηνοτροφικό τομέα».
Σε ό,τι αφορά τα βοοειδή, ο γνωστός επιστήμονας μάς είπε ότι στην Ευρωπαϊκή Ένωση εκτρέφονται με φυτική παραγωγή και αυτό έχει βοηθήσει στη σταθεροποίηση της κατάστασης, επειδή το κόστος είναι ελεγχόμενο. Πάντως, η Ελλάδα πλέον έχει εξάρτηση από τα βοοειδή σε ποσοστό πάνω από το 80% με 85%. Και στα χοιρινά μπορεί να έχουμε φτάσει μέχρι και το 90%.
«Κρατάει μόνο η αιγοπροβατοτροφία μας με χίλια βάσανα. Και επειδή έχουμε και μερικές συστηματικές εκτροφές στην πτηνοτροφία, έχουμε ένα πολύ καλό επίπεδο στο κοτόπουλο και υπάρχει ορθολογισμός»…
Σε φαγητό και στέγαση φεύγει το 60% του μισθού
Στο μεταξύ, μήνα με τον μήνα ο εφιάλτης της ακρίβειας γίνεται όλο και μεγαλύτερος για τα λαϊκά νοικοκυριά, που έχουν φτάσει πλέον στο σημείο να δαπανούν για φαγητό και στέγαση το 60% του εισοδήματός τους, την ίδια στιγμή που οι μισθοί παραμένουν καθηλωμένοι στα επίπεδα που ήταν πριν από 10 και 15 χρόνια. Συνολικά η αύξηση των τιμών των τροφίμων κατά 25% στη διετία Μάιος 2021-Μάιος 2023 κοστίζει περισσότερα από 300 εκατ. ευρώ τον μήνα στα ελληνικά νοικοκυριά!
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., μέσα σε έναν χρόνο (Μάιος 2022-Μάιος 2023) οι μεγαλύτερες αυξήσεις τιμών στα ράφια των σούπερ-μάρκετ ήταν σε γαλακτοκομικά και αβγά (18%), λάδια και λίπη (15,8%), κρέατα (11,9%), ψωμί (11,1%), καφέ (13,2%), ζάχαρη, σοκολάτες και γλυκά (10,3%), μεταλλικό νερό, αναψυκτικά και χυμούς (12,9%) και 14,2% στα λοιπά τρόφιμα.
Οι ανατιμήσεις πλέον γίνονται κατά ριπάς – είναι χαρακτηριστικό ότι για την περίοδο Απρίλιος-Μάιος 2023 σημειώθηκαν αυξήσεις: αλεύρι 8%, νωπά φρούτα 7,6%, ρύζι 5,4%, παγωτά 5,4%, αναψυκτικά 5,3%, ελαιόλαδο 4,4%, πατάτες 4,3% και αβγά 4%. Επιπλέον, σημειώνονται αυξήσεις και στις τιμές στα καλοκαιρινά φρούτα. Συγκεκριμένα, οι τιμές φρούτων σε λαϊκή αγορά, μανάβικο και σούπερ-μάρκετ κυμαίνονται ως εξής: κεράσια 5-6,90 ευρώ/κιλό και 6-7,50 ευρώ/κιλό, νεκταρίνια 2,5 ευρώ/κιλό και 4-4,50 ευρώ/κιλό, ροδάκινα 2-2,5 ευρώ/κιλό και 3-3,50 ευρώ/κιλό, βερίκοκα 2-2,5 ευρώ/κιλό και 2-4 ευρώ/κιλό, καρπούζι 0,90-1,10 ευρώ/κιλό και 1,40-1,55 ευρώ/κιλό, πεπόνι 1,50-1,60 ευρώ/κιλό και 1,99-2,98 ευρώ/κιλό, φράουλες 2-2,30 ευρώ/κιλό και 4,50 ευρώ/κιλό.
Στο μεταξύ, τα στοιχεία δείχνουν ότι κλείνει η “ψαλίδα” στο κόστος ανάμεσα στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας και στα επώνυμα προϊόντα. Χαρακτηριστικά, το πρώτο τετράμηνο του 2023 η μεσοσταθμική αύξηση της τιμής των συγκεκριμένων προϊόντων άγγιξε το 16,4%, ποσοστό υπερδιπλάσιο από αυτό των επώνυμων προϊόντων, που κινήθηκε στο 6%. Ένα καλάθι με 60 προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, που τον Δεκέμβριο του 2022 κόστιζε 150 ευρώ, στα τέλη Απριλίου κόστιζε 174,6 ευρώ.
Ποιοι πλήττονται περισσότερο
Τα νοικοκυριά που έχουν πληγεί περισσότερο είναι εκείνα με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, καθώς πλέον αναγκάζονται να διαθέσουν ακόμα και πάνω από το ένα τέταρτο του μηνιαίου εισοδήματός τους για να καλύψουν τις διατροφικές ανάγκες χωρίς να προχωρήσουν σε περικοπές αγορών.
Η τελευταία έρευνα από την Ελληνική Στατιστική Αρχή στηρίχτηκε σε στοιχεία που αφορούσαν την περίοδο πριν από τα μέσα του 2021, όταν και ξεκίνησε το κύμα ακρίβειας στην αγορά.
Έτσι, είναι βάσιμο να συμπεράνει κανείς ότι η δαπάνη που καταγράφεται στην έρευνα του οικογενειακού προϋπολογισμού έχει αυξηθεί κατά τουλάχιστον 25%.
Η μέση δαπάνη για τα τρόφιμα των περίπου 4,1 εκατομμυρίων νοικοκυριών, σύμφωνα με την τελευταία έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών (νεότερα στοιχεία θα ανακοινωθούν τον Σεπτέμβριο), ήταν 308 ευρώ τον μήνα. Άρα, για την αγορά των ίδιων προϊόντων σήμερα – και με δεδομένη την ανατίμηση κατά 25% – απαιτούνται περίπου 385 ευρώ, ενώ όσο συνεχίζονται οι αυξήσεις, τόσο ανεβαίνει και ο συνολικός λογαριασμός. Κατά συνέπεια, ενώ για την αγορά των ίδιων προϊόντων με τα οποία γέμιζαν κάθε μήνα τα καλάθια των νοικοκυριών το 2021 απαιτούνταν 1,25 δισ. ευρώ σε μηνιαία βάση, πλέον ο λογαριασμός έχει ανέβει στα 1,56 δισ. ευρώ.
«Η Ελλάδα δεν έχει λάβει τα μέτρα που θα έπρεπε»
Σχολιάζοντας την κατάσταση αυτή, το στέλεχος της ΓΣΕΕ και πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Λασιθίου Μανόλης Πεπόνης λέει ότι «οι άλλες χώρες έχουν μειώσει τον ΦΠΑ στα καύσιμα και βασικά είδη τροφίμων. Και κάνουν και ελέγχους στην αγορά για να δουν αν οι αυξήσεις που υπάρχουν είναι στα όρια της λογικής ή αν έχουν υπερβεί τα όρια της λογικής. Εμείς τέτοια μέτρα δεν έχουμε πάρει. Και όσο δε γίνονται έλεγχοι στην αγορά, θα συνεχίζεται η κατάσταση αυτή», σύμφωνα με τον συνδικαλιστή.
Ο Μανόλης Πεπόνης λέει ακόμη ότι «εδώ και ένα χρόνο η ακρίβεια κυριολεκτικά καλπάζει. Και το βλέπουμε κι εμείς οι ίδιοι, που πλέον πάμε να ψωνίσουμε και ψωνίζουμε μόνο τα απαραίτητα. Γιατί δεν μπορούμε πια να αγοράσουμε άλλα είδη. Τα υπόλοιπα είδη είναι πλέον πολυτέλεια. Αλλά αυτό είναι σχεδόν απάνθρωπο για τον κόσμο. Αν δούμε τους μισθούς και τις συντάξεις, δεν είναι καθόλου παράξενο το γεγονός ότι δαπανούμε πάνω από το 60% της εισοδηματικής μας δύναμης για να κάνουμε τις αγορές αυτές»…
Μάλιστα, καταλήγοντας, λέει ότι για πρώτη φορά «συνηθίζουμε να αγοράζουμε περισσότερα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, αλλά και σε αυτά, πλέον, έχει αρχίσει η κατάσταση να ξεφεύγει», όπως καταλήγει το στέλεχος της ΓΣΕΕ και πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Λασιθίου.
Οι καταναλωτές βάζουν “κόφτη” παντού
Τέλος στην “πολυτέλεια” ακόμη και μιας έτοιμης σαλάτας ή ενός ψητού κοτόπουλου βάζουν ένας στους δύο καταναλωτές, τοποθετώντας στο καλάθι του σούπερ-μάρκετ μόνο ό,τι είναι φθηνό και έχει ελκυστική σχέση ποιότητας-τιμής.
Με βάση έρευνα του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, ένας στους δύο καταναλωτές (ποσοστό 48,3%) δηλώνει ότι έχει περιορίσει έντονα την αγορά έτοιμων γευμάτων, το 41,1% τα κρασιά, τις μπίρες και τα οινοπνευματώδη, το 36% τα φυτικά τρόφιμα, το 34,1% τα γλυκά και αλμυρά σνακ και το 33,5% τα βιολογικά προϊόντα.
Ταυτόχρονα, οι καταναλωτές στρέφονται έντονα σε φθηνότερες επιλογές στις εξής κατηγορίες: χαρτικά 29,6%, είδη νοικοκυριού 24,5%, συσκευασμένα τρόφιμα 24,1%, γαλακτοκομικά 23,9%, κατεψυγμένα λαχανικά και τρόφιμα 23,7%, απορρυπαντικά και καθαριστικά 23%.
Ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι 6 στους 10 καταναλωτές (ποσοστό 58,3%) αγοράζουν απορρυπαντικά μόνο όταν είναι σε έκπτωση και προσφορά. Το ίδιο συμβαίνει για τα είδη προσωπικής υγιεινής και φροντίδας (56,1%), τα χαρτικά (46,5%), τα είδη νοικοκυριού (45,1%), συσκευασμένα προϊόντα πρωινού (41%), τον καφέ (38%), κατεψυγμένα τρόφιμα (33,2%) και τα αναψυκτικά, τους χυμούς και το νερό (31%).
Πάντως, στα φρέσκα φρούτα και τα λαχανικά, στα είδη ειδικής διατροφής, στο ψωμί και στα κρέατα οι καταναλωτές διατηρούν τις συνήθειες που είχαν στο παρελθόν.
Πηγή: neakriti.gr