12 Δεκεμβρίου του 1916, η Ελλάδα θα έπρεπε να την σβήσει με κάθε τρόπο από τη συλλογική μνήμη, μνήμη που πηγάζει από τα καταγραφέντα στην Ιστορία.
«Κατά Ελευθερίου Βενιζέλου φυλακίσαντος αρχιερείς και επιβουλευθέντος την βασιλείαν και την πατρίδαν, ανάθεμα έστω», αυτό ήταν το σύνθημα του κατάπτυστου αρχιεπισκόπου Αθηνών Θεόκλητου κατά του Βενιζέλου.
Κι επειδή συχνά η Ιστορία δικάζει και καταδικάζει σε αιώνια λήθη ανθρώπου που απλά λέρωσαν τη γη με το πέρασμά του, ποιος θυμάται σήμερα αν υπήρξε Θεόκλητος και ποιος αν μεγαλούργησε (έκανε και τραγικά λάθη) στην Ελλάδα Βενιζέλος;
Η Ελλάδα για μια ακόμα φορά διχασμένη. Από τη μια τα συμφέροντα ενός εισαγώμενου βασιλιά, που δεν γνώριζε καλά καλά την ελληνική γλώσσα με τον αυλόδουλο Ιωάννη Μεταξά να στέκει σαν πραιτοριανός πλάι στον Κωνσταντίνο κι από την άλλη το «κράτος της Θεσσαλονίκης» υπό τον Βενιζέλο που πασχίζει να γαντζωθεί στην Αντάντ των Μεγάλων Δυνάμεων. Σωστό ή λάθος, ο χρόνος έχει εκδώσει την ετυμηγορία του από καιρό…
Η Ελλάδα στα πρόθυρα εμφυλίου σπαραγμού (τι σπάνιο…), οι Γάλλοι βομβαρδίζουν την Αθήνα και η Ιερά Σύνοδος αργυρώνητη και εξωνημένη όπως στα περισσότερα σπουδαία γεγονότα της ιστορίας της Ελλάδας, πρωτοστατεί σε αντιβενιζελική πορεία και κατευθύνεται στο Πεδίον του Άρεως για να αναθεματίσει τον Σατανά της πολιτικής ζωής του τόπου. Κι εκεί, ο καθένας από τους οργισμένους διαδηλωτές με τους παπάδες πρώτους, ρίχνει μια πέτρα και επαναλαμβάνει την κατάρα του Αθηνών Θεόκλητου κατά του Βενιζέλου: «Ελευθερίω Βενιζέλω επιβουλευθέντι την Βασιλείαν και την πατρίδα και καταδιώξαντι και φυλακίσαντι Αρχιερείς, ανάθεμα έστω».
Σιχαμένη μάζα από πέτρες
Η διάσημη συγγραφέας Πηνελόπη Δέλτα και κόρη του Εμμανουήλ Μπενάκη γράφει: «Όταν, μετά τα Νοεμβριανά του 1916, ο αξιοθρήνητος μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος Α΄ έκανε το περίφημο «ανάθεμα», άντρες, γυναίκες, παιδιά, κυρίες και κύριοι του λεγομένου ‘καλού κόσμου’, πήγαν φορτωμένοι πέτρες μεγάλες και μικρές και τις έριξαν, μάζα άμορφη, στο Πεδίον του Άρεως, αναθεματίζοντας, το «Σατανά», το “Βελζεβούλ”, τον “προδότη” που εκείνη την ώρα, με όλη τη δύναμη του δαιμόνιου μυαλού του, με όλη την ένταση της θελήσεώς του, μάζευε και οργάνωνε στρατό, για ν’ απωθήσει τους Βουλγαρο-Τουρκο-Γερμανούς και να ελευθερώσει την ανατολική Μακεδονία που είχε δώσει ο Κωνσταντίνος και η Κυβέρνησή του στους Βουλγάρους. Η άμορφη αυτή, σιχαμένη μάζα από πέτρες όλων των μεγεθών και σχημάτων, άσπριζε εκεί, όλη μέρα, στα χώματα του Πεδίου του Άρεως. Τη νύχτα, πιστοί, θλιμμένοι πατριώτες, πήγαιναν κρυφά και στόλιζαν με λουλούδια της εποχής, τις άσχημες πέτρες. Το πρωί, οι αρχές έβαζαν και μάζευαν βιαστικά τ’ αφιερώματα αυτά των πιστών»…
Και δεν ήταν μοναχά ο «αξιοθρήνητος» Θεόκλητος, αλλά και μητροπολίτες από άλλες μεγάλες πόλεις της Ελλάδας, που παρακαλούσαν τον Θεό να βρουν τον Βενιζέλο: «Τα εξανθήματα του Ιώβ, το κύτος του Ιωνά, η λέπρα του Ιεχωβά, ο μαρασμός των νεκρών, το τρεμούλιασμα των ψυχορραγούντων, οι κεραυνοί της κολάσεως και αι κατάραι και τα αναθέματα των ανθρώπων»! Τον καρκίνο δεν τον είχαν ακόμα στο καταρολόγιό τους, οι κατά τα άλλα φιλεύσπλαχνοι Χριστιανοί…
Και οι πέτρες του αναθέματος υψώθηκαν σωρός αισχύνης, πέτρες που αργότερα χρησίμευσα (όπως λέγεται) για την κατασκευή ποτίστρας στους βασιλικούς στάβλους στου Γουδή ή όπως άλλοι υποστηρίζουν με πονηρό χαμόγελο: για την ανέγερση εκκλησίας στην Αθήνα…
Οι πέτρες σε ό,τι κι αν χρησίμευσαν τότε, ο συμβολισμός τους ανοίγει κεφάλια μέχρι σήμερα: Η ποταπή εκκλησία, που θα έπρεπε να είναι αμέτοχη στα κρατικά ζητήματα, εσύρθη – δίχως πολύ κόπο – στο πεζοδρόμιο υποστηρίζοντας απροκάλυπτα ελεεινά πολιτικο-οικονομικών συμφέροντα, εξαπολύοντας αναθέματα και κατάρες! Αίσχος!