Την εγκατάλειψη της ελαιοκαλλιέργειας στην Ελλάδα – παρά τη μικρή αύξηση της ελαιοκαλλιέργειας στην Κρήτη – καταδεικνύουν οι αναλύσεις που περιλαμβάνονται σε μελέτη του οικονομολόγου Γιώργου Καβρού, ο οποίος και θέλησε μέσω της εφημερίδας «Νέα Κρήτη» να τη δημοσιοποιήσει, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για το μέλλον του προϊόντος.
Η μελέτη του κ. Καβρού περιλαμβάνει, επίσης, πρόβλεψη για την ελαιοκαλλιέργεια στην Κρήτη και ξεχωριστά για την ελαιοκαλλιέργεια της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από το 2014 μέχρι και το 2022, όπου φαίνεται η σταδιακή μείωση των καλλιεργειών παντού, σε ανησυχητικά μεγέθη, και μόνο η Κρήτη εξακολουθεί να αυξάνει τις φυτεύσεις της, εκριζώνοντας αμπέλια, αλλά με ρυθμό που ο ίδιος ο μελετητής τον χαρακτηρίζει ως «φθίνοντα». Από την άλλη, ξεκαθαρίζει ότι, χωρίς την οργάνωση των παραγωγών, δεν είναι «λύση» του προβλήματος από μόνη της, ούτε η αύξηση των στρεμμάτων και κατά συνέπεια της παραγωγής του κρητικού ελαιολάδου.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τη μελέτη Καβρού, ενώ στην υπόλοιπη χώρα η ελαιοκαλλιέργεια αρχίζει σταδιακά να φθίνει, στην Κρήτη από το 2014 και μετά αρχίζουν να αυξάνονται οι νέες φυτεύσεις ελαιώνων, που μέσα στα επόμενα χρόνια θα αρχίσουν και μπαίνουν στην παραγωγή. Σχεδόν όλες οι νέες φυτεύσεις αφορούν εκρίζωση αμπελώνων.
Όπως δείχνει και ο σχετικός πίνακας μεταβολής των νέων φυτεύσεων στην Κρήτη, το 2014 από 1,803 εκατομμύρια στρέμματα, η ελαιοκαλλιέργεια στην Κρήτη ανέβηκε σε πάνω από 2 εκατομμύρια στρέμματα μέχρι το 2015. Επομένως, μόνο μέσα σε ένα χρόνο η αύξηση της καλλιεργούμενης έκτασης της ελιάς έφτασε στο νησί μας σε ένα ποσοστό περίπου 12%. Ωστόσο, τα επόμενα χρόνια η αυξομείωση δεν είναι σε αυτό το επίπεδο. Αντιθέτως τα επίπεδα είναι πολύ χαμηλά.
Η πρόβλεψη των φυτεύσεων
Όπως εξηγεί στην εφημερίδα «Νέα Κρήτη» ο οικονομολόγος Γιώργος Καβρός, οι τιμές των στρεμμάτων (σε εκατομμύρια στρέμματα) προέρχονται από την ΕΛ.ΣΤΑΤ. Και η πρόβλεψη για τα επόμενα χρόνια έγινε με τη μέθοδο holt Winter’s, με χρήση αλγόριθμου, ενώ επισημαίνει ότι «οι τιμές που βρήκαμε έχουν τα χαμηλότερα τυπικά σφάλματα».
Η πρόβλεψη λοιπόν έως το 2022 είναι ότι οι αυξήσεις των εκτάσεων θα φτάσουν το 2019 το 1,3%, το 2020 το 1,1%, το 2021 το 1,1% και το 2022 το 0,7%.
Φαίνεται, ακόμη, ότι τα επόμενα χρόνια θα συνεχίσουν οι νέες φυτεύσεις, αλλά με φθίνοντα ρυθμό. Από 3,5% το 2018 θα μειωθεί το ποσοστό της αύξησης στο 0,7% το 2022.
«Η σταδιακή εγκατάλειψη των αμπελώνων και η φύτευση στη θέση τους ελαιώνων δημιουργεί προβλήματα. Όταν τώρα που δεν έχουν μπει στην παραγωγή αυτά τα στρέμματα με τις χιλιάδες ρίζες ελιές, το ελαιόλαδο είναι κάτω από 2,40 το λίτρο, τι θα συμβεί σε μερικά χρόνια που θα μπουν στην παραγωγή τα νέα ελαιόδεντρα; Αν υπήρχε οργάνωση στο ελαιόλαδο, δε θα υπήρχε πρόβλημα. Τώρα όμως;».
Τον προβληματισμό αυτό βάζει στο σημείο αυτό ο οικονομολόγος Γιώργος Καβρός, εξηγώντας ότι, εκτός από την αύξηση της ελαιοκαλλιέργειας και συνεπώς της παραγωγής ελαιολάδου, χρειάζεται επίσης η χάραξη μιας πολιτικής στήριξης του προϊόντος από το κεντρικό κράτος με τη μείωση της φορολογίας και άλλα μέτρα, καθώς και η οργάνωση της αγοράς και των ίδιων των ελαιοπαραγωγών.
Η πορεία των φυτεύσεων
Σε ό,τι αφορά τα συνολικά στοιχεία για την Ελλάδα και τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο κ. Καβρός αναφέρει ότι στηρίχτηκε στις ίδιες μεθόδους, αλλά αυτή τη φορά «δούλεψε» πάνω σε επίσημα στοιχεία της Eurostat.
Στο κείμενο της μελέτης του ο οικονομολόγος αναφέρει: «Το άλλοτε σημαντικότατο προϊόν της ελληνικής αγροτικής οικονομίας, που πριν από μερικά χρόνια μεσουρανούσε και έδινε ένα αξιοπρεπέστατο εισόδημα στους παραγωγούς, σήμερα φθίνει. Η συνεχιζόμενη πτώση των τιμών, η έλλειψη προγραμματισμού από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, το πολύ υψηλό κόστος παραγωγής, π.χ. λιπάσματα, φάρμακα και κυρίως καύσιμα, οδηγούν το άλλοτε “χρυσό” προϊόν στην απαξίωση και στη σταδιακή εγκατάλειψή του. Κάθε έτος όλο και περισσότεροι ελαιώνες στην Ελλάδα αφήνονται στην τύχη τους. Οι συνεχόμενες πολιτικές οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στον παραγκωνισμό του ελαιολάδου».
Και η μελέτη συνεχίζει με τα εξής δεδομένα, τα οποία αφορούν στις χρονικές περιόδους 2012 και 2017, όπου παρουσιάζεται η συνολική καλλιεργήσιμη γη με ελαιόδεντρα στην Ευρώπη και ξεχωριστά μόνο για την Ελλάδα:
Στην Ελλάδα κατά το έτος 2012, τα συνολικά στρέμματα ελαιώνων ανήλθαν σε 70,596 εκατομμύρια στρέμματα, ενώ το 2017 σε 67,067 εκατομμύρια στρέμματα. Δηλαδή σε μόλις 5 χρόνια είχαμε μείωση κατά 4,9%, αφού «χάθηκαν» περίπου 3,528 εκατομμύρια στρέμματα.
Ακολουθούν οι προβλέψεις μέχρι και το 2022 για τη χώρα μας. Συνολικά, προβλέπεται η μείωση των ελαιώνων από το 2018 έως το 2022 να φτάσει στο 5,31%. Ενώ αντίθετα κατά τα έτη 2012 έως 2017 η συνολική μείωση ήταν 4,9%. Αυτό σημαίνει πως τα τελευταία χρόνια εγκαταλείπεται με πιο γρήγορο ρυθμό η καλλιέργεια της ελιάς, με αποτέλεσμα, αν δε ληφθούν σοβαρά μέτρα ανάσχεσης αυτού του φαινομένου, σε λίγα χρόνια δε θα υπάρχει καθόλου ελαιοκομία.
Η ίδια σχεδόν εικόνα υπάρχει σε όλες τις ελαιοκομικές χώρες της Ευρώπης, με μικρές μόνο εξαιρέσεις, όπως την Ισπανία και την Κροατία, όπου είχαν οριακή αύξηση μόλις 1,2% στην Ισπανία και αντίστοιχα 2,76% στην Κροατία. Αντίθετα, οι υπόλοιπες χώρες είχαν μείωση των εκτάσεών τους, η μείωση, όμως, αυτή δεν ήταν τόση όπως αυτή που σημειώθηκε στην Ελλάδα.
Η συνολική μείωση στην Ευρώπη κατά τα έτη 2012-2017 ήταν 1,3% και “χάθηκαν” περίπου 6,057 εκατομμύρια στρέμματα, από τα οποία παραπάνω από τα μισά μόνο στην Ελλάδα.
Η συνολική μείωση των καλλιεργειών στην Ευρώπη κατά τα έτη 2012-2017 ήταν 1,3% και κατά τα έτη 2018-2022 θα είναι 1,28%. Αυτό σημαίνει πως στην Ευρώπη θα περιοριστεί η μείωση έστω και λίγο, ενώ αντίθετα στην Ελλάδα η μείωση θα είναι κατά πολύ υψηλότερη, αφού κατά τα έτη 2012-2017 ήταν 4,9% και η πρόβλεψη είναι ότι από το 2018 έως και το 2022 θα χαθεί άλλο ένα 5,31%.
Η ποιότητα ρίχνει τις τιμές: Πόσο πωλείται το λάδι στην Κρήτη
Στο μεταξύ, οι έμποροι και οι μεσίτες ελαιολάδου στο νησί μας αποδίδουν τις χαμηλές τιμές στην ποιότητα του παραγόμενου ελαιολάδου, σε συνδυασμό βέβαια με τις τεράστιες ποσότητες των αποθεμάτων στην Ισπανία, όπου η περυσινή παραγωγή ρεκόρ των 1,8 εκατομμυρίων τόνων προκάλεσε σημαντική πτώση των τιμών στη χώρα αυτή.
Σε ό,τι αφορά την Κρήτη, στο Δελτίο Τιμών του ΣΕΔΗΚ (www.sedik.gr) της 16ης Ιουλίου φαίνεται ότι η μέση τιμή του έξτρα παρθένου ελαιολάδου στην Ισπανία κυμαίνεται στα 2,40 ευρώ το κιλό, ενώ η μέγιστη, που αφορά τα πολύ καλά έξτρα, έφτασε μέχρι 3,20 ευρώ το κιλό.
Η πτώση αυτή έφτασε και στην Ελλάδα (κατά τον επιστημονικό συνεργάτη του ΣΕΔΗΚ Νίκο Μιχελάκη, «αδικαιολόγητα») και έτσι, όπως φαίνεται από το Δελτίο Τιμών του ΣΕΔΗΚ, αυτή την εβδομάδα οι τιμές για ελαιόλαδο έξτρα, οξύτητας 0,3, κυμαίνονται μεταξύ 2,20 και 2,70 ευρώ το κιλό.
Ωστόσο, η ίδια πτώση δεν παρατηρήθηκε στην Ιταλία, παρότι η παραγωγή της ήταν επίσης χαμηλή, όπως στην Ελλάδα. Εκεί, οι τιμές του έξτρα, που είχαν φτάσει μέχρι και 6,15 ευρώ το κιλό, εξακολουθούν να είναι αρκετά υψηλότερες και μόλις αυτή την εβδομάδα, μάλλον σαν συνέπεια της αναμενόμενης υψηλότερης νέας σοδειάς στη χώρα, παρουσίασαν κάποια πτώση και κυμάνθηκαν μεταξύ 4,20 έως 5,05 ευρώ ανά κιλό.
Ο κ. Μιχελάκης σε σχετικό του άρθρο κάνει λόγο για μειώσεις που έχουν σχέση με τη λειτουργία της ελληνικής αγοράς και κάλεσε τη νέα ελληνική κυβέρνηση να προχωρήσει σε σχετική έρευνα.
ΠΗΓΗ: neakriti.gr