Η αδυναμία της μεγάλης πλειοψηφίας των Ελλήνων να πάνε διακοπές οφείλεται εν μέρει και στην “εκτόξευση” των τιμών των ακτοπλοϊκών εισιτηρίων, την οποία η κυβέρνηση παρακολουθεί απαθής και δικαιολογώντας αυτήν την απάθεια με τα γνωστά τσιτάτα περί «λειτουργίας της ελεύθερης αγοράς».
Ακόμη και οι Έλληνες που έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν τα αυξημένα κόστη για ξενοδοχεία και διατροφή (αφού οι τιμές έχουν σημειώσει τρομακτική άνοδο και σε αυτά) προβληματίζονται έντονα με τα πανάκριβα ατμοπλοϊκά εισιτήρια.
Στη Βουλή κατατίθενται συχνά σχετικές ερωτήσεις, όπου αναφέρεται ότι από την αρχή της σεζόν οι αυξήσεις έχουν ξεπεράσει το 40% και σε ορισμένες γραμμές φτάνουν έως και το… 60%!
Αυτά ενώ ο υπουργός Ναυτιλίας Χρήστος Στυλιανίδης έχει αποκλείσει την επιβολή πλαφόν είτε στην κερδοφορία των ακτοπλοϊκών εταιρειών, είτε στις τιμές των εισιτηρίων, λέγοντας ότι αυτό «αντιστρατεύεται τους όρους της ελεύθερης αγοράς».
Στην πιο πρόσφατη απάντησή του στο Κοινοβούλιο, που καταγράφηκε στις 29 Ιουλίου, ο Χρήστος Στυλιανίδης είχε ουσιαστικά παραδεχτεί ότι δεν υφίστανται περιθώρια άμεσης κρατικής παρέμβασης. Μάλιστα, σε κάποιες περιπτώσεις αμφισβήτησε ακόμη και το ότι έχουν ακριβύνει τα εισιτήρια!
Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του σε απάντηση που έδωσε στη Νίνα Κασιμάτη (ΣΥΡΙΖΑ), λέγοντας για τις αυξήσεις στις τιμές ότι «αποδεικνύεται διαμέσου του Παρατηρητηρίου των Τιμών ότι ειδικά στα συμβατικά πλοία είναι ή πολύ μικρές ή σε κάποιες συμβατικές γραμμές μειούμενες. Γνωρίζουμε το θέμα με τα ταχύπλοα σε κάποιες ενδονησιωτικές συνδέσεις, και αυτό το παρακολουθούμε».
Ακόμη επισήμανε ότι έχει γίνει καταγγελία από το υπουργείο για συγκεκριμένη εταιρεία στην Επιτροπή Ανταγωνισμού και αναμένεται η εξέταση της υπόθεσης. Παράλληλα, όμως, σχεδόν απέκλεισε την πιθανότητα η κυβέρνηση να προχωρήσει σε οποιαδήποτε είδους θεσμοθέτηση πλαφόν είτε στις τιμές, είτε στο κέρδος.
Τέλος, όσον αφορά στο Παρατηρητήριο Τιμών, σημείωσε πως λειτουργεί μεν, αλλά δεν μπορούν ακόμη οι πολίτες να το αξιοποιήσουν γιατί δεν είναι τεχνικά έτοιμη η σχετική πλατφόρμα.
«Οι τιμές των ακτοπλοϊκών εισιτηρίων επί των ημερών διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας έχουν εκτοξευτεί, όπως έχει συμβεί σε όλο το φάσμα των παραγόμενων αγαθών και υπηρεσιών», τόνιζαν οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, σε ερώτηση που είχαν καταθέσει προς τον υπουργό Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής.
Τόνιζαν, μάλιστα, πως με μια πρόχειρη έρευνα οι τιμές στα εγχώρια ακτοπλοϊκά εισιτήρια είναι ως και 60% υψηλότερες από τις τιμές για αντίστοιχες διαδρομές στη Βόρεια Ευρώπη. Για παράδειγμα στη διαδρομή Όσλο-Κοπεγχάγη, που είναι οριακά μεγαλύτερη από τη διαδρομή Πειραιάς-Ρόδος και συγκεκριμένα 316 ναυτικά μίλια, έναντι 296 ν.μ. στη διαδρομή Πειραιάς-Ρόδος, μια τετραμελής οικογένεια με εσωτερική καμπίνα και αυτοκίνητο ταξιδεύει με 696, όταν στην Ελλάδα για την αντίστοιχη διαδρομή το κόστος ανέρχεται σε 1.105,50 ευρώ.
Με άλλα λόγια, στην Ελλάδα πληρώνουμε 58,8% ακριβότερα τα ακτοπλοϊκά εισιτήρια απ’ ό,τι οι Βορειοευρωπαίοι για μια διαδρομή μάλιστα οριακά έστω μικρότερη! Απέναντι σε αυτήν την πραγματικότητα, η κυβέρνηση και το υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής απαντούν με “non paper”, στο οποίο υιοθετούν τη γραμμή των ακτοοπλόων περί ελάχιστων αυξήσεων και ψελλίζουν μια ελάχιστη κριτική για τις ενδονησιωτικές συνδέσεις και τις συνδέσεις μα ταχύπλοα σκάφη, στα οποία παραδέχονται διψήφιες αυξήσεις, όπως για παράδειγμα 11,76% στη Μύκονο και 32,8% στη γραμμή Πάρος-Νάξος με ταχύπλοο.
Ιδιαίτερη αναφορά έκαναν οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ στο φαινόμενο που παρατηρείται με τις τιμές των ακτοπλοϊκών εισιτηρίων, όπου υπάρχει μια μόνο εταιρεία στη γραμμή και όπως αυτές διαμορφώνονται όταν εισέλθει και δεύτερη εταιρεία στο ίδιο δρομολόγιο. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της γραμμής Ηράκλειο-Μύκονος, τη μία ημέρα που το πλοίο που συνδέει τη γραμμή είναι ένα, η τιμή του εισιτηρίου είναι 105,70 ευρώ, την επόμενη μέρα υπάρχει και δεύτερο ανταγωνιστικό πλοίο με τιμή εισιτηρίου στα 79 και αναγκάζεται έτσι η εταιρεία να ρίξει την τιμή του εισιτηρίου από τα 105,70 στα 83 ευρώ, και της γραμμής Ηράκλειο-Σαντορίνη τις ημέρες που μόνο ένα πλοίο ή μία εταιρεία με δύο πλοία εξυπηρετεί τη γραμμή, η τιμή είναι 92,70 ευρώ. Όμως τις ημέρες που αλλά πλοία, άλλης εταιρείας μπαίνουν στη γραμμή αυτή, η τιμή μειώνεται μέχρι και τα 59 ευρώ.
Από το υπουργείο Ναυτιλίας στην απάντηση των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ τονίζεται μεταξύ άλλων: «Στις τιμές των εισιτηρίων στις θαλάσσιες ενδομεταφορές, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2932/2001 (Α’ 145), όπως κωδικοποιήθηκε με τον Ν. 4948/2022 (Α’ 125), από την 1η Νοεμβρίου 2002 εφαρμόζεται η αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, με σκοπό την εναρμόνιση της εθνικής νομοθεσίας με τον Κανονισμό (ΕΟΚ) 3577/1992 του Συμβουλίου της 7ης Δεκεμβρίου 1992. Σε συμμόρφωση με το ως άνω θεσμικό πλαίσιο, έχει εκδοθεί η υπ’ αριθμ. 3323.1/02/08/21-03-2008 απόφαση, σύμφωνα με την οποία δεν υφίσταται ανώτατη επιτρεπόμενη τιμολόγηση σε συνδέσεις λιμένων που πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια-προϋποθέσεις απελευθέρωσης των ναύλων, όπως ο ελάχιστος αριθμός διακινούμενων επιβατών και ο αριθμός των δραστηριοποιούμενων εταιρειών. […] Αντίθετα, τόσο στις συνδέσεις που δεν πληρούν τα κριτήρια απελευθέρωσης, όσο και στις συνδέσεις που εξυπηρετούνται με σύμβαση ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας (επιδοτούμενα δρομολόγια) εφαρμόζεται το κρατικό τιμολόγιο, δηλαδή το υπουργείο καθορίζει την ανώτατη επιτρεπόμενη τιμολόγηση της οικονομικής ή ενιαίας θέσης επιβατών, των ΙΧΕ οχημάτων μήκους μέχρι 4,25 μέτρα και την τιμή ανά μέτρο στα φορτηγά».
Το υπουργείο επισημαίνει ότι μέχρι τη 15η Σεπτεμβρίου 2024 ανώτατες επιτρεπόμενες τιμές έχουν εφαρμογή μόνο στα δρομολόγια που εκτελούνται με συμβάσεις ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας, δηλαδή στις επιδοτούμενες γραμμές. Για τα υπόλοιπα δρομολόγια, οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ ενημερώθηκαν ότι δεν τηρούνται αρχεία ποσοστιαίας μεταβολής των τιμών των ναύλων, καθώς ο πλοιοκτήτης είναι ελεύθερος να εφαρμόζει την τιμολογιακή πολιτική που επιθυμεί.
Στην ίδια απάντηση (01/08/2024, αρ. πρωτ. 1500.1/56661/2024/207) αναφέρεται ότι στις επιδοτούμενες γραμμές δεν παρατηρείται αύξηση των τιμών των ναύλων, ενώ το υπουργείο Ναυτιλίας υπενθυμίζει ότι απεστάλη στην Επιτροπή Ανταγωνισμού στις 26 Ιουνίου 2024 έγγραφο, με το οποίο ζητείται η ανάπτυξη και βελτίωση της ταχύτερης δυνατής αμοιβαίας συνεργασίας των δύο φορέων για την αντιμετώπιση τυχόν μελλοντικών υποθέσεων που αφορούν στον ελεύθερο ανταγωνισμό και στην αποφυγή περιπτώσεων κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης στην αγορά από τις ακτοπλοϊκές εταιρείες.