ΑΓΡΟΤΙΚΑ ΚΡΗΤΗ

Ελαιόλαδο: Δεν πωλείται λόγω εφορίας – Οι αλλαγές στη φορολόγηση των αγροτών

Φοβούνται με τις υψηλές τιμές του ελαιολάδου πολλοί ετεροεπαγγελματίες αγρότες να “κόψουν” όλο τους το ελαιόλαδο, για να μη φορολογηθούν υπέρμετρα κατά την επόμενη χρονιά, χαρακτηρίζοντας ως άδικο το γεγονός της φορολόγησής τους από το πρώτο ευρώ.

Αντίθετα, ως ευνοϊκό αλλά και ανεπαρκές χαρακτηρίζεται το μέτρο της έκπτωσης του 50% του φόρου για τους κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, που μπήκαν στη συμβολαιακή γεωργία ή είναι μέλη συνεργατικών σχημάτων. Στο μεταξύ, στις 30 του μήνα λήγει η προθεσμία για να προχωρήσουν σε συγκεκριμένες ενέργειες, προκειμένου να δικαιούνται την έκπτωση αυτή.

Αναλυτικότερα, μιλώντας στο neakriti.gr, ο πρόεδρος των φοροτεχνικών του νομού Ηρακλείου Δημήτρης Χριστοφοράκης δήλωσε χαρακτηριστικά: «Για άλλη μια χρονιά μόνο οι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες διατηρούν το αφορολόγητο των 8.500 ευρώ, προσαυξανόμενο κατά 1.000 ευρώ για κάθε τέκνο. Ενώ για τους ετεροεπαγγελματίες ισχύει η ίδια κλίμακα φορολόγησης που ίσχυε και πέρυσι. Για τη φετινή χρονιά, η ιδιομορφία που υπάρχει είναι για τους κατά κύριο επάγγελμα αγρότες και μόνο η μείωση του φόρου στο 50% εφόσον τηρούν μία από τις εξής προϋποθέσεις: Η μία προϋπόθεση είναι να είναι μέλη συνεταιριστικών οργανώσεων που έχουν εγγραφεί στο μητρώο των συνεταιρισμών. Ή διαφορετικά, εφόσον έχουν συνάψει σύμβαση με κάποιον έμπορο, στον οποίο θα πουλούν το 75% της παραγωγής τους. Βεβαίως μιλάμε για τα εισοδήματα του 2022. Και θα πρέπει η συγκεκριμένη σύμβαση να ανέβει στην ειδική πλατφόρμα mybusinessSuport έως τις 30 Ιουνίου του 2023 και να ανέβει από τον παραγωγό και να γίνει αποδεκτή από τον έμπορο ως προς τη γνησιότητά της»…

Στο σημείο αυτό, ο Δημήτρης Χριστοφοράκης εξηγεί: «Τα εισοδήματα λοιπόν που προέρχονται από τη συγκεκριμένη σύμβαση διαχωρίζονται στο Ε3 αλλά κλικάρονται και με συγκεκριμένο κωδικό 0,35 και 0,36. Και αυτό δίνει τη δυνατότητα στους κατά κύριο επάγγελμα αγρότες και μόνο να πληρώσουν μειωμένο φόρο κατά 50%»…

Στους ετεροεπαγγελματίες αγρότες

Αναφορικά με τους ετεροεπαγγελματίες αγρότες, ο πρόεδρος των φοροτεχνικών του νομού Ηρακλείου Δημήτρης Χριστοφοράκης λέει: «Φορολογούνται κανονικά όπως τους υπόλοιπους ελεύθερους επαγγελματίες, από το πρώτο ευρώ με την ισχύουσα κλίμακα».

Τα κέρδη από ατομική αγροτική δραστηριότητα φορολογούνται αυτοτελώς με την κλίμακα των μισθωτών, χωρίς, δηλαδή, τα εισοδήματα αυτά να αθροίζονται με τυχόν εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα και από μισθούς και συντάξεις.

Για τα εισοδήματα που αποκτώνται στα φορολογικά έτη που αρχίζουν από 1/1/2020 και μετά, η κλίμακα για μισθωτούς και συνταξιούχους αποτελείται από πέντε κλιμάκια, με ανώτερο συντελεστή 44%, ο οποίος εφαρμόζεται για εισοδήματα πάνω από 40.000 ευρώ.

Έτσι, για τις πρώτες 10.000 ευρώ εισόδημα έχουμε τον συντελεστή φορολόγησης 9% (άρα φόρος στα 900 ευρώ).

Πάνω από τα 10.000 ευρώ έως 20.000 ευρώ, ο συντελεστής ανεβαίνει στο 22% (φόρος στα 3.100 ευρώ).

Πάνω από 20.000 ευρώ έως και 30.000 ευρώ, ο συντελεστής ανεβαίνει στο 28% (φόρος στα 5.900 ευρώ).

Πάνω από τα 30.000 ευρώ έως και τα 40.000 ευρώ, ο συντελεστής πάει στο 36% (φόρος στα 9.500 ευρώ).

Ενώ πάνω από τα 40.000 ευρώ, ο συντελεστής φορολόγησης ανεβαίνει στο 44%.

«Φοβόμαστε να τιμολογήσουμε το λάδι μας!»

Στο μεταξύ, ο αγρότης από το Μονοφάτσι Μανούσος Στεφανάκης, που ζει και καλλιεργεί στα Πραιτώρια, λέει στο neakriti.gr: «Είναι λάθος να φορολογούνται οι αγρότες από το πρώτο ευρώ. Και ξέρω πολύ κόσμο που φοβάται να πουλήσει το λάδι του, γιατί με τις υψηλές τιμές που επικρατούν, θα τους “χτυπήσει” η εφορία. Έτσι αφήνουν απούλητο λάδι. Και περιμένουν να δουν τι θα γίνει. Και εντάξει, φέτος οι τιμές ήταν πολύ καλές. Και είναι λογικό να πληρώσουμε και παραπάνω χρήματα στην εφορία. Όμως, όπως φαίνεται ήδη, του χρόνου δε θα βγάλουμε ούτε το λάδι για τη σαλάτα μας! Έχουμε πάθει μεγάλη ζημιά. Έχουμε την παρενιαυτοφορία. Από την άλλη, καθυστέρησαν να “δέσουν” και οι ελιές. Έχουμε το φαινόμενο της σχινοκαρπίας. Και κανείς δεν ξέρει τι θα γίνει την επόμενη χρονιά!».

Στο σημείο αυτό, ο Μανούσος Στεφανάκης τονίζει ότι και για τους κατά κύριο επάγγελμα αγρότες το αφορολόγητο ποσό θα έπρεπε να είναι μεγαλύτερο. Δηλαδή, το αφορολόγητο θα έπρεπε να πάει στα 12.500 με 15.000 ευρώ. Και να δώσουν κίνητρα στις μειονεκτικές περιοχές. Κίνητρα στις ομάδες παραγωγών. Κίνητρα για τις γεννήσεις των παιδιών κ.λπ., για να μπορέσουμε να καθίσουμε στην επαρχία γιατί έχει εγκαταλειφθεί».

Και καταλήγοντας, τονίζει: «Από την άλλη, αν οι φόροι που πληρώνουμε ήταν ανταποδοτικοί, δε θα μας ένοιαζε. Γιατί θα λέγαμε “έχουμε Υγεία. Έχουμε Παιδεία κ.λπ.”. Αλλά από τη στιγμή που πληρώνεις και δεν τα έχεις αυτά και ζορίζεσαι να επιβιώσεις, αντιδρούμε με τους φόρους αυτούς. Αν δώσουν, λοιπόν, κίνητρα να πέσει και το κόστος παραγωγής, να πέσουν και οι τιμές στα προϊόντα μας, να μπορέσουν και οι άνθρωποι να τα αγοράζουν».

«Ούτε με τα συνεργατικά σχήματα σώζεται η κατάσταση»

«Έχουμε κάνει συζητήσεις για να γίνουν Ομάδες Παραγωγών. Για να έχουμε έτσι το αφορολόγητο του 50%. Και αυτό θα γίνει για 3 χρόνια. Αλλά μέχρι να οργανώσεις την Ομάδα Παραγωγών και να πετύχεις κάτι τέτοιο για τρία χρόνια, δεν είναι κάτι που θα σώσει την κατάσταση», λέει από την πλευρά του στο neakriti.gr και ο πρόεδρος της Ενωτικής Ομοσπονδίας Αγροτικών Συλλόγων Ν. Χανίων Μανούσος Σταυριανουδάκης.

«Στο μεταξύ, με αυτή την αστάθεια που υπάρχει στη φορολογία επιβαρύνεται η πραγματική παραγωγή. Διότι η πραγματική παραγωγή έχει υψηλό κόστος λόγω και της φορολογίας και δεν μπορείς και να παράγεις. Σε μας, ας πούμε, τους κτηνοτρόφους μπορεί να έπεσαν λίγο οι τιμές στις ζωοτροφές, αλλά στα τριφύλλια στην άλλη Ελλάδα με τις βροχές, τα πρώτα κοψίματα πήγαν πίσω. Άρα θα παραχθεί λιγότερο τριφύλλι. Τι θα γίνει;».

Και καταλήγει λέγοντας: «Έχουμε από την άλλη και το πετρέλαιο. Ενώ σε όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες υπάρχει φτηνότερο πετρέλαιο για τους αγρότες, μόνο στην Ελλάδα δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Εάν θέλουμε πραγματικά να παράγουν οι αγρότες, πρέπει να βοηθηθούν επί της ουσίας. Μπορούμε να παράγουμε, αλλά και η ίδια η Κοινή Αγροτική Πολιτική, που εφαρμόζεται κατά γράμμα στην Ελλάδα, πετάει έξω από τις επιδοτήσεις τους μικρομεσαίους αγρότες, χωρίς να τους επιτρέπει να παράγουν προϊόντα για τη διατροφή του λαού μας».

Τέλος, αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός – σύμφωνα με τους αγρότες – ότι μειώνεται ο ΦΠΑ στα λιπάσματα από το 24% στο 6%, αλλά οι τιμές τους δε μειώνονται. Ίσως μάλιστα σε κάποια οι τιμές και να αυξάνονται. Έτσι, όμως, μειώνεται αντίστοιχα και η επιστροφή του ΦΠΑ και συνεπώς είναι ακόμα χειρότερη αυτή η “λύση” για τα συμφέροντα των παραγωγών.

 

Πηγή: neakriti.gr



ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ