Με μια μικρή παραγωγή, η οποία εκτιμάται ότι θα φτάσει τους 155.000 τόνους, με προβλέψεις για μικρά αποθέματα στο τέλος της σεζόν, αλλά και με τις υψηλές τιμές που καταγράφονται την περίοδο 2023/24 σε όλη την αλυσίδα, έφτασε στο τέλος της η συγκομιδή και παραγωγή ελαιολάδου στην Ελλάδα.
Με την ολοκλήρωση της συγκομιδής στην Ελλάδα η φετινή σοδειά ελαιολάδου καταγράφει ρεκόρ πτώσης, ενώ υποτονικό παραμένει το κλίμα για κλείσιμο νέων συμφωνιών, καθώς στάση αναμονής, ενόψει και τις έναρξης της τουριστικής περιόδου, διατηρεί τόσο η εγχώρια αγορά όσο και οι παραγωγοί, οι οποίοι με την σειρά τους κρατούν στις αποθήκες όσες ποσότητες τους έχουν απομείνει, ευελπιστώντας ότι οι τιμές θα αυξηθούν περαιτέρω.
Η διαδρομή από τον παραγωγό μέχρι το ράφι
Αν και είναι σχεδόν αδύνατο να προβλεφθεί πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση στην αγορά ελαιόλαδου, οι πιο …ψύχραιμες φωνές, κάνουν λόγο για διατήρηση των υψηλών τιμών τουλάχιστον έως το φθινόπωρο, μέχρι να ξεκινήσει η νέα σεζόν 2024/25. Και αυτό γιατί, η παραγωγή είναι μικρή και οι τιμές στο ράφι είναι από την τελευταία παρτίδα των υψηλών τιμών από το χωράφι.
Μακροπρόθεσμα όμως, σύμφωνα με τους ανθρώπους της αγοράς, οι υψηλές τιμές ελαιόλαδου μπορούν ακόμα και να βλάψουν το προϊόν, μετατρέποντάς το σε προϊόν πολυτελείας. Από την άλλη πλευρά οι καταναλωτές, που ήδη σηκώνουν το δυσβάσταχτο βάρος των ανατιμήσεων, αναμένεται ότι θα συνεχίσουν να στρέφονται σε άλλα φυτικά έλαια. Χαρακτηριστικό μάλιστα είναι το στοιχείο, ότι η κατανάλωση ελαιολάδου στην Ελλάδα έχει ήδη μειωθεί κατά περίπου 30% μέσα σε ένα χρόνο.
Τα νούμερα… μιλούν
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία (15 Φεβρουαρίου 2024) της Κομισιόν η παραγωγή στην Ελλάδα από τον Οκτώβριο 2023 μέχρι και τον Ιανουάριο 2024 ανήρθε για τη σεζόν 2023/24 στους 131.500 τόνους, ενώ εκτιμάται ότι οι τελικές ποσότητες θα ανέρθουν σε 155.000 τόνους. Από τις ποσότητες αυτές η κατανάλωση αναμένεται να κυμανθεί σε 95.000 τόνους, ενώ τα τελικά αποθέματα ελαιόλαδου εκτιμώνται στους 1.720 τόνους.
Αντίστοιχα, λίγο πάνω από τις αρχικές εκτιμήσεις φαίνεται να φτάνει η παραγωγή ελαιόλαδου στην Ιταλία, η οποία από την αρχή της σεζόν έως και το μάζεμα του Ιανουαρίου, ανέρχεται στους 774.653 τόνους, ενώ η εκτιμάται ότι οι τελικές ποσότητες θα αγγίξουν τους 800.000 τόνους. Η κατανάλωση αναμένεται να φτάσει τους 369.495 τόνους, με τα τελικά αποθέματα να φτάνουν τους 233.511 τόνους.
Λόγω των φτωχών συγκομιδών στην Ισπανία και την Ελλάδα, η Ιταλία αναμένεται να παράγει φέτος το ένα τρίτο του ελαιολάδου της Ευρώπης.
Στους 315.995 τόνους ανέρχεται μέχρι στιγμής η παραγωγή στην Ιταλία, ενώ η τελική παραγωγή αναμένεται να φτάσει τους 324.000 τόνους το καλλιεργητικό έτος 2023/24. Στην κατανάλωση εκτιμάται ότι θα φτάσουν 470.000 τόνοι ενώ τα αποθέματα θα κυμανθούν στους 140.000 τόνους.
Να σημειωθεί ότι η συνολική ευρωπαϊκή παραγωγή μέχρι και τον Ιανουάριο, κυμαίνεται στους 1.379.063 τόνους, ενώ οι τελικές ποσότητες που θα παραχθούν εκτιμάται ότι θα φτάσουν τους 1.442.500 τόνους. Τα αποθέματα που θα προκύψουν εκτιμώνται ότι θα αγγίξουν τους 376.431 τόνους.
Λίγες οι πράξεις
Καθήλωση των αγορών, με πολύ λίγες πράξεις, μικρές διακυμάνσεις τιμών είναι η γενική εικόνα που επικρατεί, σύμφωνα με το Παρατηρητήριο Τιμών Ελαιολάδου, του olivenews.
Ειδικότερα, στην Ισπανία μετά από 2-3 πτωτικές εβδομάδες, ήδη οι τιμές επανακάμπτουν αργά και διακριτικά. Τις ημέρες αυτές τα συνήθη έξτρα κινούνται στο 8,90 €/κιλό, τα παρθένα στο 8,45 και τα λαμπάντε 1° στο 8,20€/κιλό. Το πυρηνέλαιο απτόητο συνεχίζει να κερδίζει λίγα σεντ κάθε εβδομάδα.
Στην Ιταλία, όπως επισημαίνει το Παρατηρητήριο Τιμών Ελαιολάδου, του olivenews, παρά το γεγονός ότι οι δεξαμενές και τα αποθέματα είναι μάλλον μισοάδεια, παρά μισογεμάτα, ωστόσο εμπόριο και βιομηχανία έχουν περιορίσει το ενδιαφέρον τους στην Τυνησία.
Στην Τυνησία, το υπουργείο άναψε το πράσινο φως για (μαζικές) εξαγωγές χύμα, κυρίως προς Ιταλία αλλά και προς την Ισπανία , που «διψάνε» για ελαιόλαδο. Προφανώς αυτές οι πωλήσεις συνεπάγονται κάποια μικρή υποχώρηση των τιμών.
Στην Ελλάδα, το κλίμα συνεχίζει να είναι υποτονικό συνεχίζοντας το ίδιο σενάριο. Η Λακωνία, απρόθυμη να πουλήσει, με τιμές κάπως πιο υψηλά από 9,0 έως και 9,20€/κιλό. Αυξημένη προσφορά η Μεσσηνία από 8,50 έως 8,70 χωρίς να συναντά ανάλογη ζήτηση από τους αγοραστές. Πιο συγκεχυμένα η εικόνα της Κρήτης με ένα μεγάλο εύρος τιμών που ξεκινούν από (κοινά) παρθένα στα 8,0€/κιλό και μπορεί να φτάνουν το 9,10 για τα έξτρα αναλόγως της ποιότητάς τους για μια σειρά παραμέτρων, ενώ τα ΠΟΠ Σητείας μπορούν να διεκδικούν ακόμη και τα 9,50€/κιλό.
Πηγή: ΟΤ