Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, τόσο από λαογραφικής όσο και από ιστορικής πλευράς παρουσιάζει η ενδυμασία των αγωνιστών του 1821. Διερευνώντας κανείς το θέμα, θα εντοπίσει πολλές ομοιότητες και διαφορές ανάμεσα στα στοιχεία που συνθέτουν την παραδοσιακή φορεσιά των ηρώων της Ελληνικής Επανάστασης στην Κρήτη και στην Ηπειρωτική Ελλάδα.
Η παραδοσιακή φορεσιά στην Ηπειρωτική Ελλάδα
Φέσι
Στο κεφάλι φορούσαν ένα μικρό στρογγυλό κόκκινο φέσι, που γύρω στη βάση του το τύλιγαν με τη λεγόμενη μαντηλοδεσιά, η οποία αποτελούνταν είτε από μεταξωτό μαντήλι ή κασπαστή, είτε χρυσοκέντητο πόσι, ή άσπρη βαμβακερή πλουμιστή σερβέτα.
Η επιλογή καλύμματος του κεφαλιού με το συγκεκριμένο τρόπο δείχνει τις επιρροές που είχε δεχθεί η ελληνική ενδυμασία από τους Τούρκους.
Πολλοί ήταν εκείνοι που δε φορούσαν μαντηλοδεσιά, μα αλλά μόνο φέσι με φούντα στο πάνω μέρος.
Γελέκι και Φέρμελη
Η πρώτη στρώση ρούχων εσωτερικά αποτελούνταν από το άσπρο πουκάμισο, πάντα ξεκούμπωτο και ανοιχτό μπροστά στο στήθος.
Από πάνω έβαζαν το γελέκι, και μετά τη φέρμελη με τις δυο σειρές ασημοκεντημένα μεγάλα κουμπιά. Μερικοί και αργότερα όλοι, αντί για φέρμελη βάζανε το μεϊντάνι. Η διαφορά τους ήταν στο ότι στη φέρμελη φορούσαν τα μανίκια, ενώ στο μεϊντάνι ήταν ψεύτικα φοδραρισμένα με κόκκινο πανί και βρίσκονταν στις πλάτες πίσω σταυρωτά. Τα μεϊντανογίλεκα όπως λέγανε το γελέκι ή το μεϊντάνι, ήταν πάντα κεντημένα με χάρτσια μεταξένια πολύχρωμα και χρυσά τερτήρια, κορδόνια.
Φουστανέλα
Ερχόμαστε στο σήμα κατατεθέν της παραδοσιακής φορεσιάς της Ελλνικής Επανάστασης. Ζωσμένη στη μέση τους κρεμόταν γύρω τους η φουστανέλα. Στους καπεταναίους και τους γέροντες ήταν μακριά μέχρι το γόνατο και κάτω ακόμα, με πυκνές και πολλές πτυχές, δίπλες ή λαγκιόλια όπως τις λέγανε. Για τα παλληκάρια και τους νεώτερους ήταν κοντή η φουστανέλα ως τους μηρούς και πιο ελαφριά με λιγότερες δίπλες.
Στη Ρούμελη συνηθίζονταν πιο πολύ η κοντή με πολλές δίπλες – όπως σήμερα της προεδρικής φρουράς – ενώ στο Μοριά μακρυά κι όχι πολύ πυκνή. Η φουστανέλα ήταν καθιερωμένη σ’ όλη τότε την Ελλάδα. Για αυτό όσους έρχονταν απ’ το εξωτερικό ντυμένοι «ευρωπαϊκά» τους λέγανε πειραχτικά ψαλιδοκέριδες ή σπλινάντερους. Τους νησιώτες και τους ναυτικούς με τις βράκες τους λέγανε ντουντούμιδες ή χαλτούπιδες.
Υποδήματα
Τα πόδια τους τα σκέπαζαν μέχρι πάνω ψηλά με τις μακριές άσπρες κάλτσες, που τις λέγανε βλαχόκαλτσες. Τις ύφαιναν από τραγόμαλλο και είχανε ειδικότητα στην κατασκευή τους στα Άγραφα. Οι τσόχινες μαύρες κάλτσες, κι’ ύστερα κόκκινες – μοιάζανε με τις γκέτες – σκέπαζαν μονάχα τη γάμπα και το πάνω μέρος του παπουτσιού και φορέθηκαν στα οθωνικά χρόνια. Στο Εικοσιένα αυτές οι κάλτσες ήταν άγνωστες. Τα υποδήματά τους τους ήταν τα τσαρούχια. Τα έφτιαχναν με ακατέργαστο βοδινό δέρμα και ήταν πολύ ελαφρά και γερά. Στα πόδια τους τα στήριζαν δένοντάς τα γύρω στη γάμπα τους με φαρδύ λουρί – τις θηλιές – και το λουρί αυτό το έπιαναν απ’ την κάλτσα τους κάτω απ’ το γόνατο με το τσαρουχοτοκά. Υπήρχε και άλλος τρόπος να πιάνουν τα τσαρούχια τους με ένα πισινό λουρί, το τσαγκαρόλουρο. Τα πρώτα τα φορούσαν στη Ρούμελη, ενώ τ’ άλλα στο Μοριά. Οι φτωχότεροι φορούσαν γουρνοτσάρουχα, φτιαγμένα από δέρμα χοίρου.
Ντουλαμάς
Πρόκειται για ένα είδος πανωφοριού. Τον ρίχνανε πάνω τους σαν έπιανε κρύο και ήταν φτιαγμένος από τσόχα που την κεντούσαν με μαύρο μετάξι. Ο ντουλαμάς έφτανε ως τη μέση. Για τη βαρυχειμωνιά όμως είχανε τις φλοκάτες. Ήταν χωρίς μανίκια σαν τις παλιές μπέρτες κι’ έφταναν ως κάτω απ’ το γόνατο. Τις ύφαιναν με «φλόκο» – κρόσια – που τον φορούσαν από μέσα για να ξεσταίνονται πιο πολύ και το συνηθισμένο χρώμα του ήταν το άσπρο. Σαν βρίσκονταν έξω το χειμώνα, χρησιμοποιούσαν τη φλοκάτα για στρωσίδι και για σκέπασμα. Για τον ίδιο σκοπό άλλοι είχανε την κάπα – ίδιο σχέδιο με τη φλοκάτη φτιαγμένη όμως από τραγόμαλλο και βαλμένη στις νεροτριβές για να πήξει και να μην περνάει η βροχή και το κρύο.
Σελλάχι
Τέλος, η κύρια φορεσιά τους ολοκληρωνόταν με το σελλάχι. Το έζωναν στη μέση τους, αλλά να πιάνει στα πλάγια στην αριστερή μεριά και μπροστά το μισό αριστερό πλευρό. Ήταν φτιαγμένο το σελλάχι από τσόχα κόκκινη, σπάνια μαύρη, φύλλα – φύλλα για να κάνουν τις θήκες και κεντημένο με πολλών τεχνοτροπιών χρυσά κεντήματα, μα τα πιο συνηθισμένα δράκοντες και γοργόνες. Ανεξήγητο μένει γιατί οι στεριανοί αγαπούσαν τα θαλασσινά πλουμίδια, όπως και αυτά που στόλιζαν τις γκλίτσες και τις πίπες τους. Στις μέσα θήκες του σελλαχιού έβαζαν το ασημένιο τάσι τους για να πίνουν νερό, το τσαγκαροσούβλι για να μπαλώνουν τα τσαρούχια τους, την «ώρα» τους όπως λέγανε το ρολόγι, κι’ αν ξέρανε γράμματα και μπορούσανε να χαράζουν την υπογραφή τους, το ασημένιο καλαμάρι με το φτερό. Σε κάποια άκρη πάντα θα βρισκόταν και το αντίδοτο φάρμακο για τα δηλητήρια, το παντσεχρί.
Σημαντικά στοιχεία της Κρητικής φορεσιάς τα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης
Από τα παραπάνω είδη ένδυσης, οι Κρητικοί αγωνιστές της λευτεριάς, φορούσαν κι εκείνοι το πουκάμισο (άσπρο ή μαύρο ως ένδειξη πένθους), το γελέκι και το μεϊτάνι.
Ο Κρητικός, δε φορούσε φουστανέλα όπως στην Ηπειρωτική Ελλάδα, αλλά βράκα η οποία ακόμα και σήμερα αποτελεί το σήμα κατατεθέν της κρητικής παραδοσιακής φορεσιάς.
Από πάνω οι Κρητικοί για το κρύο συνήθιζαν να ρίχνουν το καπότο, το οποίο είναι μια κοντή κάπα με κουκούλα και μακριά μανίκια και αποτελεί το επίσημο εξάρτημα της φορεσιάς. Το καπότο κεντιέται στις άκρες με άσπρο ή μπλε κορδονέτο και η φόδρα του εσωτερικά είναι κόκκινη ή άσπρη.
Αξίζει να σημειωθεί βέβαια, πως διακριτικές διαφοροποιήσεις εμφανίζοντα και στην κρητική φορεσιά από μέρος σε μέρος κατά μήκος του νησιού, όπως άλλωσε συνέβαινε και στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Ο συμβολισμός του χρώματος στα στιβάνια
Αυτό που λίγοι γνωρίζουν για την κρητική φορεσιά τα χρόνια της τουρκοκρατίας είναι η σημασία που αποκτά η χρωματική επιλογή των στιβανιών.
Στην προσπάθεια τους οι κατακτητές να καθορίζουν ακόμα και τις ενδυματολογικές επιλογές των κρητικώναπαγόρευσαν τα κόκκινα και λευκά σαρίκια, επέβαλαν βράκες μπλε ή μαύρου χρώματος και τα κόκκινα παπούτσια.
Μέχρι τότε τα στιβάνια των Κρητών ήταν μαύρου, κόκκινου αλλά και άσπρου χρώματος. Άσπρα στιβάνια συνέχισαν να φορούν οι ανυπότακτοι Κρήτες ως ένδειξη αντίστασης.
Μάλιστα, τα άσπρα στιβάνια είχαν περάσει στην συνείδηση του κόσμου ως αντίσταση τόσο που αποτελούσε χαρακτηριστικό των καπετάνιων της εποχής. Μάλιστα, ο Νίκος Καζαντζάκης, στο βιβλίο του «Καπετάν Μιχάλης» γράφει: «ακούγαμε τους γέρους νά μιλούν γιά σφαγές, παλικαριές και πολέμους, γιά λευτεριά κι Έλλάδα, και καμαρώναμε, νά κατεβαίνουν άπό τά βουνά, μέ τις φουφοϋλες βράκες τους, μέ τ’ άσπρα στιβάνια τους, μέ το μαυρομάνικο παραχωμένο στη ζώνη, οι γέροι καπεταναίοι, σαν άγαθά θεριά, και νά κυκλοφορούν στα στενά σοκάκια του Μεγάλου Κάστρου», ενώ παρακάτω παρομοιάζει τον θεό με γέρο κρητικό πολεμιστή, που φορά και εκείνος τα ρούχα της εποχής «φορούσε κι αυτός φουφούλα βράκα, κρατούσε κι αυτός μαχαίρι κι έφερνε γύρα το Κάστρο».
Το κρητικό σαρίκι
Απόσπασμα από το βιβλίο «Η Ιστορία και η λαογραφία της Κρητικής ενδυμασίας» του κ.Ιωάννου Τσουχλαράκη με θέμα το κρουσάτο μαντήλι,δείχνει την σημαντική θέση που κατέχει το σαρίκι στην κρητική φορεσιά: «Μέχρι την εποχή του Μεσοπολέμου οι Κρητικοί φορούσαν κυρίως το σπαστό κόκκινο φεσάκι με τη μακριά φούντα, το οποίο, να τονίσουμε ότι, δεν έχει καμιά σχέση με το κωνοειδές φέσι των Τούρκων.
Παράλληλα φορούσαν και το μεγάλο μαντήλι, που πριν πάρει το τούρκικο όνομα «σαρίκι» λεγόταν «πέτσα». Είδος «πέτσας» φορούσαν οι Κρητικοί από τα τέλη του 15ου αιώνα. Την τύλιγαν στο κεφάλι τους και άφηναν τις άκρες να πέφτουν στους ώμους, εμπρός και πίσω. Πιο παλιά την «πέτσα» τύλιγαν στο λαιμό, είχε φαρδύτερες άκρες, που έπεφταν στους ώμους και την έλεγαν «στόλα». Η «πέτσα» ονομαζόταν και «τζεβρές» , όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν την Κρήτη. Το σαρίκι (μαντήλα), παλαιότερα, ήταν ένα μακρόστενο μεταξωτό πολύχρωμο μαντήλι, το περίφημο» «λαχουρί» με το οποίο αρκετοί Κρήτες τύλιγαν το σπαστό κόκκινο φεσάκι τους.
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι το σύγχρονο πλεχτό μεταξωτό μαύρο σαρίκι, που θεωρείται στις μέρες μας το παραδοσιακό κεφαλοκάλυμμα του Κρητικού, με τα πυκνά κρόσσια που μοιάζουν με δάκρυα, έκανε την εμφάνισή του το δεύτερο τέταρτο του 20ου αιώνα στην κεντρική Κρήτη. Λέγεται πως έχει πολλά κρόσσια για να δείξει τα πολλά χρόνια της Τουρκοκρατίας στην Κρήτη και συμβολίζουν, με το σχήμα τους, τη θλίψη και το θρήνο που προκάλεσε το ολοκάυτωμα της Μονής Αρκαδίου στα 1866.»